ΠΟΡΕΥΟΜΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ένα μικρό πλήθος ενός μεγάλου πλήθους που επιδιώκει να ενσωματώσει «περηφάνια» ως Harvey Milk, ως Sylvia Rivera ή ως Ru Paul. Διασχίζω διαγωνίως την Πανεπιστημίου, το γνωστό «από καλντερίμι σε καλντερίμι». Άνθρωπος κανείς γύρω μου να μου στάξει μια τζούρα βότκα στο πλαστικό ποτήρι προτού λιώσουν τα παγάκια. Χωρίς καθόλου να το επιδιώξω, συμπορεύομαι με ένα άλλο μικρό πλήθος του μεγάλου πλήθους, αυτό ενσωματώνει «περηφάνια» ως Nemo, ως Conchita ή ως Judith Butler, και αυτό το τελευταίο με κάνει πολύ καχύποπτη και μου ενεργοποιεί και το μάτι μου το τζιναβωτό.
Ολομόναχη, λοιπόν, αιχμάλωτη και σε παραλογισμό ανάμεσα στα πλήθη, αναρωτιέμαι πού κατοικούν. Σε ποια στέκια συχνάζουν και ξεπουπουλιάζονται για την πολιτική ορθότητα και τα γκομενικά τους και πού επιστρέφουν. Πού δίνουν το οκτάωρό τους, αν το δίνουν και πόσο πάει, τι ρούχα φοράνε τις υπόλοιπες μέρες· και θέλω να μάθω πόσο τους κόστισε αυτό το Σάββατο στην πλατεία Συντάγματος.
Έχω κατεβάσει τα γυαλιά ηλίου στη μύτη, δεν θα τα βγάλω αν δεν νυχτώσει και δεν ντρέπομαι καμιά σας. Ειδικά αυτές τις καλιαρντές που με κράζουν στο TikTok γιατί απαιτούσαν να τους δώσω τη δουλειά μου δωρεάν και να τους πω κι ευχαριστώ.
Μέχρι την Πατησίων ο οδηγός έχει προλάβει να εκπλαγεί που δεν είμαι παντρεμένη, που δεν με συνοδεύει κάποιος και που μένω στην Κυψέλη, τη γειτονιά των μαύρων. Ανάβει το φως. «Είσαι πάνω από τριάντα δύο;» Τον πληρώνω και βγαίνω από το ταξί.
Οι άλλες με παρατηρούν εξονυχιστικά, με φωτογραφίζουν, διακρίνω στο αδιάκριτο βλέμμα τους πόσο φοβούνται τις σιλικόνες και τις ορμόνες. Το γιατί το ξέρω, μου το έμαθε ο Καμί. «Μία από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σε αυτό που σε συνθλίβει». Οι τηλεπωλήσεις ΛΟΑΤΚΙ+ υποστήριξης, η πολιτική σταδιοδρομία, το pink washing, το ανθρωποφάγο κυνήγι μιας καριέρας. Δεν φοβούνται να σβήσουν την τρανς ιστορία, αρκεί να βοηθά το επόμενο προτζεκτ.
Στάση στα μάρμαρα του μετρό Πανεπιστήμιο, μετά από εννιά ώρες πάνω στη δεκάποντη πλατφόρμα. Συναντώ τον Νίκο, τον αδελφό του Ζακ. Το pride μόλις τελείωσε για μένα. Ή μόλις άρχισε. Τον αγκαλιάζω σαν φίλο, εραστή και αδελφό. Είναι η δεύτερη φορά που τον βλέπω στη ζωή μου. Φοράει μια μπλούζα με τυπωμένο το πρόσωπο του Ζακ και το σύνθημα «Justice for Zak/Zackie».
Κουβεντιάζοντας για τη μέρα της απόφασης που έρχεται στις 10 Ιουλίου, νιώθω πως δεν έχω καμία υπερηφάνεια να προτάξω μπροστά στο ενδεχόμενο να μην πάει καλά αυτό. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα επόμενο pride στους ίδιους δρόμους. Βυθίζομαι στο πένθος με φόντο ένα κοσμηματοπωλείο και θυμάμαι την ενδοκρινολόγο μου στο απογευματινό ιατρείο του δημόσιου νοσοκομείου να μου λέει: «Για όλα φταίει ο θυροειδής σου. Και για τα κιλά και για τα mood swings. Και το τσιγάρο δεν βοηθάει».
Κάθε φορά που τη θυμάμαι δεν μπορώ να συγκρατηθώ και στρίβω άλλο ένα. Η «πορεία» που μέχρι πρόσφατα λεγόταν «παρέλαση» μοιάζει μεγαλύτερη από ποτέ και με παίρνει μαζί της. Πάντα προτιμούσα τη λέξη «πορεία» και φιλολογίνα δεν με λες. Δεν μου κολλάει ως λέξη η «παρέλαση», έχω την αίσθηση ότι οι παρελάσεις ανήκουν στα καθεστώτα, όχι στα κινήματα.
Τα κουήρ αγόρια της παρέας μου, δηλαδή όλη η παρέα, παζαρεύουν πού θα συνεχιστεί η καυλάντα του Σαββατόβραδου. Με φλοράλ πουκάμισα και ιδρωμένες γάμπες, με γκλίτερ στο άνω βλέφαρο και «έκσταση» στην τσέπη.
«Τόσα για να φτάσεις ως εκεί, τόσα για να μπεις εκεί και τόσα για να πιεις εκεί».
«Κι άλλα τόσα για να βγεις από εκεί».
Αυτός είναι ένας δικός μου φόβος, ότι οι πορτιέρηδες είναι ικανοί να μου ζητήσουν αντίτιμο και για την έξοδο.
«Εξάρχεια - Πεντέλη - Μαλακάσα - Ομόνοια», συνεχίζουν τα κουήρ αγόρια. Τα αγκαλιάζω όλα, ένα προς ένα, σφιχτά και δωρεάν, και τα αποχαιρετώ για να μπω σε ένα ταξί. Κοινώς παίρνω την περηφάνια μου και φεύγω. Μέχρι την Πατησίων ο οδηγός έχει προλάβει να εκπλαγεί που δεν είμαι παντρεμένη, που δεν με συνοδεύει κάποιος και που μένω στην Κυψέλη, τη γειτονιά των μαύρων. Ανάβει το φως. «Είσαι πάνω από τριάντα δύο;» Τον πληρώνω και βγαίνω από το ταξί. Η γάτα μου με περιμένει να την ταΐσω γατόχορτο που γαληνεύει τα τσάκρα. Το χρειαζόμαστε και οι δύο.
Βγαίνουμε στο μπαλκόνι. Ακούω τη γνωστή Yamaha να πλησιάζει, να σβήνει, το σταντ ακουμπάει το πεζοδρόμιο, το μπιπ του συναγερμού και το Viber χτυπάνε σχεδόν ταυτόχρονα.
«Eimai kato moro m».
Θα γίνει πόλεμος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.