ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ που έχει εμφανιστεί η ιδέα της (αναπότρεπτης, σχεδόν) κατάρρευσης του κόσμου μας, του συγκεκριμένου πολιτισμού της προηγμένης καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Δεν την εκφράζουν γνωστοί παραληρηματικοί θρησκόληπτοι ή επαγγελματίες της Αποκάλυψης αλλά κάποιοι νέοι επιστήμονες, πρόσωπα προερχόμενα από την οικολογία, δίκτυα που πήραν εσχάτως το περίεργο όνομα «κολαψολόγοι» (collapsologues), με άλλα λόγια αναλυτές/ειδήμονες της κατάρρευσης (collapse ή εναλλακτικά effondrement στα γαλλικά).
Τι επίκειται όμως να καταρρεύσει κατά τη γνώμη τους; Ό,τι οι ίδιοι ονομάζουν «θερμο-βιομηχανικό πολιτισμό», δηλαδή το μοντέλο κοινωνίας, καθημερινότητας, οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα και στην αυξημένη τεχνική και διοικητική πολυπλοκότητα. Στην ουσία βλέπουν έναν κόσμο όπου ένα είδος καραντίνας και λιτής καθήλωσης του καθενός στον τόπο του (στη μικρή κλίμακα) θα γίνει εξ ανάγκης μονόδρομος σωτηρίας. Σύμφωνα με τον Ιβ Κοσέ, πρώην υπουργό Περιβάλλοντος της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Ζοσπέν στη Γαλλία, το μέσο μεταφοράς του 2030 θα είναι… το άλογο, αφού όλες οι λύσεις με τον ηλεκτρισμό, την πυρηνική ενέργεια κ.λπ. δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν. Οι ελλείψεις καυσίμων, τα διαρκή μπλοκαρίσματα των διασυνοριακών μεταφορών, η ανάσχεση των αεροπορικών πτήσεων και του παγκόσμιου τουριστικού κύματος, όλα αυτά περιγράφονται ως εικόνες ενός προσεχούς μέλλοντος. Το σενάριο –το απλοποιώ προφανώς– προβλέπει εν τέλει μια μοιραία σύγκλιση βλαβών και καταστροφών στα δίκτυα εφοδιασμού και ενέργειας αλλά και διαρκή «έκτακτα» γεγονότα, όπως οι επιδημίες, τα τεχνολογικά blackouts ή μια γεωπολιτική αναστάτωση δίχως προοπτική σταθεροποίησης. Επιμέρους συμβάντα θα συγκλίνουν σε ένα μεγα-συμβάν που θα συμπαρασύρει αναγκαστικά τρόπους ζωής, εργασιακές κουλτούρες και τον υλικό πολιτισμό ημών των συγχρόνων.
Από το 2018, που βγήκε ένα σημαδιακό βιβλίο για το θέμα με τον εντυπωσιακό τίτλο Πώς μπορεί να καταρρεύσει το παν ‒ Μικρό εγχειρίδιο καταρρευσολογίας προς χρήση των παρόντων γενεών, μέχρι τα τέλη του 2021, που οι εκδόσεις και οι ιστοσελίδες γύρω από το θέμα έχουν πολλαπλασιαστεί εκθετικά, φαίνεται πως η συγκεκριμένη ιδέα συνάντησε πραγματικές αγωνίες. Φυσικά πρόκειται για σκέψεις και ιδέες που κυκλοφορούν σε μια ορισμένη μεσαία τάξη και επιστρέφουν πάλι στα ίδια περιβάλλοντα, ιδίως σε τμήματα των υπερπτυχιούχων millennials με ριζοσπαστικό προφίλ. Οι λαϊκές τάξεις δεν αγωνιούν για την κατάρρευση του «θερμο-βιομηχανικού πολιτισμού» αλλά για τα λεφτά της άλλης εβδομάδας, για τα άμεσα και χειροπιαστά της ζωής τους. Εδώ όμως έρχονται πάλι οι ίδιοι θεωρητικοί και ειδικοί της «κατάρρευσης» με τον ισχυρισμό ότι δεν αναφέρονται σε κάτι μακρινό αλλά σε διαδικασίες που έχουν αρχίσει ήδη. Ο Pablo Servigne, ο αγρονόμος με σπουδές βιολογίας που είναι ένας από τους εισηγητές της θεωρίας περί κατάρρευσης, δεν δίνει συγκεκριμένη ημερομηνία, υποστηρίζει παρ’ όλα αυτά την άποψη ότι επιμέρους συστήματα έχουν μπει ήδη σε φάση ανεπίστροφης απορρύθμισης εδώ και καιρό. Και στην αφήγηση αυτή, που κινητοποιεί υπολογισμούς, στατιστικές και σκληρά δεδομένα (αυτό άλλωστε τη διακρίνει από παραδοσιακές φιλοσοφικές ή θρησκευτικές αφηγήσεις του τέλους του κόσμου), όλες οι σφαίρες των όντων μολύνονται και καταρρέουν. Όχι μόνο το κλίμα αλλά και τα νομίσματα, οι αγορές, τα πολιτικά και θεσμικά συστήματα, τα σχολικά περιβάλλοντα.
Το πρώτο χρήσιμο συμπέρασμα όσων ζήσαμε αυτά τα δύο χρόνια –αλλά ουσιαστικά από τις αρχές της δεκαετίας του 2010– είναι ότι δεν διαθέτουμε πλέον, ούτε μπορούμε να ανακτήσουμε κάποια «κανονικότητα».
Είναι πολύ λογικό η εμφάνιση της πανδημίας του Covid-19 στον κόσμο να έδωσε αέρα στη σχετική φιλολογία. Το ίδιο συμβαίνει ήδη και με την ενεργειακή κρίση που, κατά τα φαινόμενα, δεν θα είναι προσωρινή αλλά φαινόμενο με άγνωστο βάθος χρόνου και απρόβλεπτη ένταση.
Για τους επικριτές της, όμως, η υπόθεση της κατάρρευσης είναι απλώς μια απαισιόδοξη προφητεία που προωθεί την παθητική αποδοχή του χειρότερου. Όσο και αν στη συμβατική τάξη της πολιτικής υπάρχουν πια καθημερινές αναφορές στον κλιματικό κίνδυνο, στις απειλές και στην ανάγκη αλλαγών, η θεωρία των «κολαψολόγων» είτε αγνοείται παντελώς είτε απορρίπτεται ως τρελή, επιστημονικά και κοινωνικά απαράδεκτη. Μπορούμε, φυσικά, να βρούμε πιο λεπτά επιχειρήματα, τα οποία παραδέχονται μεν την πιθανότητα καταστροφικών εξελίξεων, αλλά θεωρούν πάντα δυνατή μια αποτελεσματική ανθρώπινη απάντηση για την αποτροπή του χειρότερου. Για τους αντιπάλους τους, το βασικό ελάττωμα με τους ειδήμονες της κατάρρευσης είναι πως έχουν παραιτηθεί από την πολιτική, δηλαδή από την ιδέα της μεταρρύθμισης και της αλλαγής των συσχετισμών. Οι καταρρευσολόγοι θεωρούν με τη σειρά τους ανεπαρκή και αδιέξοδα τα σενάρια για το πρασίνισμα του καπιταλισμού, το πέρασμα σε βιώσιμες οικονομίες ή τη δυνατότητα πολιτικού ελέγχου ανεξέλεγκτων τεχνολογικών δυναμικών.
Τι έχουμε εδώ τελικά; Μια ακραία παραλλαγή της ευρύτερης τάσης που θα την ονομάσω εδώ ριζοσπαστικό αναθεωρητισμό. Ο ριζοσπαστικός αναθεωρητισμός μάς βεβαιώνει ότι όλες οι θετικές δυναμικές που είδαμε στον σύγχρονο κόσμο θεμελιώνονται σε αρνητικές και τερατώδεις πράξεις, ότι το ίδιο το δυτικό παράδειγμα θεμελιώνεται σε γενοκτονίες, καταστροφή οικοσυστημάτων, παραδοσιακών τρόπων ζωής και κουλτούρας. Η ριζοσπαστική αναθεώρηση ουσιαστικά καλεί σε μια μεγάλη μεταστροφή, δηλαδή σε μια οντολογική και ηθική μετάνοια όπου η ανθρωπότητα θα παραδεχτεί τα λάθη της (έναντι άλλων ειδών) και κατεξοχήν η δυτική οικουμένη θα εξομολογηθεί τις ιστορικές της αμαρτίες για να μπορέσει να έχει κάποιες, ελάχιστες πιθανότητες σωτηρίας.
Δηλαδή προτού αντλήσει στοιχεία από τις επιστήμες του περιβάλλοντος ή τη βιολογία, η θεωρία της κατάρρευσης μοιάζει με κλείσιμο του ματιού στην ιδέα της αμαρτίας και της ανάνηψης/μετάνοιας. Η κατάρρευση του πολιτισμού μας θυμίζει εξάλλου την κρίση των έσχατων ημερών, ενώ η επιστημονικότητα των κειμένων και η παραπομπή των σχετικών αναλύσεων σε δεδομένα από τις επιστήμες του περιβάλλοντος δεν μπορούν να κρύψουν αυτή την πνευματική και μεταφυσική ένταση που επιστρέφει.
Ας είμαστε όμως ειλικρινείς, οι θεωρητικοί της κατάρρευσης δείχνουν κάτι. Δεν είναι ένα κενό, μια «ψεκασμένη» ανορθογραφία, ένας σκέτος ανορθολογισμός. Για να το πω διαφορετικά, η ανάδυση στην επιφάνεια και η σχετική διάδοση της ιδέας ότι καταρρέουμε αποκαλύπτει κάτι για τη στιγμή που βρισκόμαστε, και όχι μόνο ελέω πανδημίας. Με την πανδημία και τα φαινόμενα που τη συνοδεύουν διαισθάνεται κανείς ότι η απάντηση σε τέτοια ακραία ρεύματα ιδεών δεν μπορεί να είναι η περιφρόνηση και η αφ’ υψηλού αγνόηση. Ο ριζοσπαστικός αρνητισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από το business as usual μιας νωθρής σκέψης που δεν τολμά να σκεφτεί το αδιανόητο και δεν εκτιμά το εύρος των κινδύνων. Απέναντι στον αρνητισμό χρειαζόμαστε έναν στοχασμό της ανησυχίας και μια πολιτική πιο ανοιχτή, ακόμα και σε ενδεχόμενα που τρομάζουν. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε σε φάση αναθεωρήσεων και δεύτερων σκέψεων γιατί αυτή η πανδημία έκανε απολύτως ορατά κάποια όρια: τα όρια του ατομικιστικού δικαιωματισμού στην ηθική, τα όρια του νεοφιλελεύθερου οικονομισμού σε σχέση με τα εθνικά συστήματα υγείας αλλά και τα όρια του λαϊκισμού της καχυποψίας απέναντι σε σύνθετα φαινόμενα διαχείρισης κρίσεων και πρωτόκολλα ευθύνης.
Γι’ αυτό και η εναλλακτική στον καταστροφισμό δεν μπορεί να είναι μερικές ανώδυνες προσαρμογές τεχνοκρατικού χαρακτήρα. Και το πρώτο χρήσιμο συμπέρασμα όσων ζήσαμε αυτά τα δύο χρόνια –αλλά ουσιαστικά από τις αρχές της δεκαετίας του 2010– είναι ότι δεν διαθέτουμε πλέον, ούτε μπορούμε να ανακτήσουμε κάποια «κανονικότητα». Ας μην έχουμε αυταπάτες. Στην εποχή όπου έχουμε μπει η κανονικότητα θα έχει μέσα της ανωμαλίες, αστάθειες, αιφνιδιαστικές τροπές. Ενδεχομένως ο κόσμος μας δεν θα καταρρεύσει αλλά θα πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός πως είναι αδύνατο πια να συνεχίσει στα ίδια.