ΤΙ ΘΑ ΣΚΕΦΤΕΙ, άραγε, ένας μέσος ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ εν όψει του δεύτερου γύρου, μπροστά στην κάλπη και δύο μοναδικές και καθοριστικές επιλογές: να ψηφίσει τον νυν πρόεδρο του κόμματος, ο οποίος είναι πολιτικά και εκλογικά δοκιμασμένος πια και έχει αποδείξει τι μπορεί να κάνει, ή να ρίξει την ψήφο του στον δήμαρχο της Αθήνας, ο οποίος πριν από περίπου έναν χρόνο κατάφερε αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο για τον δήμο, απ’ όπου άντλησε περισσή αυτοπεποίθηση (για υπεροψία μίλησαν κάποιοι), αλλά βιάστηκε υπερβολικά να γίνει και αρχηγός του κόμματος το οποίο τον επέλεξε και είναι άπειρος πολιτικά;
Η απάντηση θα μπορούσε να έχει –και έχει– πολλές και εντελώς διαφορετικές και συγκρουόμενες πτυχές, ωστόσο έχει και μια ουσιαστική αδυναμία, βασίζεται σε μια σχεδόν εσφαλμένη παραδοχή. Δεν υπάρχει μέσος ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ με την έννοια ενός πολιτικού ανθρωπότυπου που διαθέτει ενιαία συγκροτημένη σκέψη και αναζητά το ίδιο από τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει, δηλαδή δεν υπάρχει κάτι απόλυτα σαφές. Απουσιάζει μια ενιαία έκφραση και αντίληψη για την πολιτική ταυτότητα του χώρου, απουσιάζει το κοινό πολιτικό όραμα και ίσως το μόνο που τους ενώνει είναι η προσδοκία κατάκτησης της εξουσίας, με ή χωρίς ιδιοτέλεια.
Λείπουν οι λεγόμενοι «χαρισματικοί» ηγέτες που θα λειτουργούσαν ως συγκολλητική ουσία ετερόκλητων πραγμάτων, λείπουν τα θηριώδη ποσοστά που θα οδηγούσαν στην εξουσία και θα πολλαπλασίαζαν τις προσδοκίες για άμεσα οφέλη.
Η μεγάλη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ είχε το μεγαλύτερο κόστος από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, δεν αναδιάταξε μόνο τον πολιτικό χάρτη (με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός είδους υποκατάστατου) αλλά άλλαξε με ριζικό τρόπο και τη σύνθεση αυτών που επιμένουν σήμερα να το επιλέγουν το ΠΑΣΟΚ ως την ιδανική πρόταση.
Είναι ενδεικτικό ότι καθένας από τους τέσσερις βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας του κόμματος την περασμένη Κυριακή συμβόλιζε και εξέφραζε έναν διαφορετικό κόσμο, μίλαγε μια διαφορετική πολιτική γλώσσα, είχε άλλες παραστάσεις, κουλτούρες, διαφορετικές επιδιώξεις και αντιλήψεις. Δεν θα ήταν υπερβολή αν γράφαμε πως αν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε τις ιστορικές ρίζες που έχει, οι οποίες αποτελούν κοινό σημείο αναφοράς για όλους, οι τέσσερις θα περνούσαν και ως τέσσερις ξένοι στο ίδιο κόμμα.
Αναρωτιέμαι τι κοινό μπορεί να έχουν ο Νίκος Ανδρουλάκης, που με τη ρητορική του παραπέμπει σε έναν κλασικό πασόκο της δεκαετίας του ’80, με τον Παύλο Γερουλάνο, ο οποίος συμβολίζει κάτι σαν ένα μεταμοντέρνο, αστικό ΠΑΣΟΚ, με την Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία μοιάζει με μια κλασική καιροσκόπο πολιτικό, από αυτές που, άντε, θα χώραγαν άνετα και στο ΠΑΣΟΚ του σήμερα αλλά και στη διευρυμένη προς τον κεντρώο χώρο Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, και τον Χάρη Δούκα, ο οποίος μάλλον συγκεντρώνει ή προσπαθεί να πείσει ότι συγκεντρώνει κάποια χαρακτηριστικά απ’ όλους αυτούς, αλλά δυσκολεύεται να πείσει ότι μπορεί να κουβαλήσει ένα τόσο βαρύ φορτίο που θα οδηγήσει το κόμμα του μελλοντικά στην εξουσία.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ: είναι πολιτικά εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, αντιλαμβάνονται με εντελώς ξεχωριστό τρόπο σήμερα το περιεχόμενο της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία υποτίθεται ότι εκφράζει το κόμμα αυτό (δεν βοηθάει και η πανευρωπαϊκή κρίση που περνάει η άλλοτε κραταιά σοσιαλδημοκρατία), έχουν διαφορετικά κίνητρα.
Το επιχείρημα ότι πάντα αυτό συνέβαινε στο ΠΑΣΟΚ και γενικότερα στα πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας στη χώρα μας είναι αρκετά αδύναμο στην εποχή μας· λείπουν οι λεγόμενοι «χαρισματικοί» ηγέτες που θα λειτουργούσαν ως συγκολλητική ουσία ετερόκλητων πραγμάτων, λείπουν τα θηριώδη ποσοστά που θα οδηγούσαν στην εξουσία και θα πολλαπλασίαζαν τις προσδοκίες για άμεσα οφέλη, ενώ πολλοί θα έκαναν τα στραβά μάτια, και ένα ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στις μέρες μας (το οποίο σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από τα πάλαι ποτέ ισχυρό ΠΑΣΟΚ των θηριωδών ποσοστών) για διάφορους λόγους ιδιωτεύει, αρνούμενο να συμμετέχει στο κομματικό παιχνίδι.
Αν το μοναδικό κοινό κριτήριο για όσους προσέλθουν στις κάλπες τη δεύτερη φορά είναι ποιος από τους δύο θα τους φέρει πιο κοντά στην εξουσία, η επιλογή είναι πραγματικά δύσκολη. Ο Ανδρουλάκης αναμφισβήτητα έχει κάνει μικρά, αλλά σταθερά βήματα και κάθε φορά καταφέρνει να αυξήσει έστω και λίγο τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ στις εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν διεξαχθεί ως τώρα, αλλά δείχνει να έχει ένα ταβάνι, χωρίς πολλές πιθανότητες να ξεπεράσει τον εαυτό του, αν και τίποτα δεν αποκλείεται.
Ο Χάρης Δούκας, άπειρος, με την υποχρέωση να διαχειριστεί τα τεράστια προβλήματα του πιο μεγάλου δήμου της χώρας, εντούτοις αποτελεί για πολλούς από αριστερά του ΠΑΣΟΚ μια προοπτική για συνεργασία μαζί τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.