ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΚΑΙ ΔΕΝ εννοώ την εποχή αλλά το συναίσθημα του καλοκαιριού, ξεκινά όταν οι πρώτες παρέες εφήβων αρχίζουν να συνωστίζονται τις καθημερινές στα λεωφορεία και στα τραμ. Μοιάζουν πάντα πανέτοιμοι να αλλάξουν οκτώ συγκοινωνίες και να διασχίσουν όλο το Λεκανοπέδιο για να κάνουν μπάνιο.
Παλιά, τους μισούσα. Έπιαναν πολύ χώρο (δεν είναι φοβερό πως όταν είσαι έφηβος η παρέα σου αποτελείται από είκοσι άτομα, σαν να ανήκεις σε έναν μικρό θίασο;) και ούρλιαζαν μέσα στα κουρασμένα 25χρονα αυτιά μου στις εννιά το πρωί. Τώρα πια αντιμετωπίζω τους εφήβους με συγκατάβαση, ακόμα κι όταν ακούνε δυνατά φριχτή μουσική στο κινητό τους. Τους κάνω κάτι σαν ένα πατ-πατ μανούλας από μακριά.
Νομίζω ότι οι έφηβοι είναι οι μόνοι που ξέρουν πώς να περνάνε τόσο τέλεια στις παραλίες της Αττικής. Τα τελευταία χρόνια οι παραλίες γύρω από την Αθήνα μού θυμίζουν κάποιο επαγγελματικό σπορ για το οποίο θα πρέπει να προπονηθώ σκληρά: χτισμένες, οργανωμένες, ακριβές, κάτι για το οποίο θα πρέπει να κάνω έρευνα ή να πασχίσω, ειδικά όταν μιλάμε για Σαββατοκύριακο.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Στη δεκαετία του ’80 και του ’90 το να πηγαίνεις κάθε Κυριακή για μπάνιο με τα παιδιά σου και το αμάξι φορτωμένο με καρεκλάκια, κουβαδάκια, στρώματα και ομπρέλα ήταν εντελώς φυσιολογικό. Δεν είμαι καν σίγουρη αν ήταν μικροαστικό.
Τώρα πια αντιμετωπίζω τους εφήβους με συγκατάβαση, ακόμα κι όταν ακούνε δυνατά φριχτή μουσική στο κινητό τους. Τους κάνω κάτι σαν ένα πατ-πατ μανούλας από μακριά.
Ήμασταν όλα παιδιά της γενιάς του ΠΑΣΟΚ, του «μεγάλου εξισωτή». Κάναμε τα μπάνια του λαού. Οι οργανωμένες παραλίες ήταν ελάχιστες, οι πισίνες το ίδιο. Οι γονείς μας μάς φόρτωναν στο αμάξι και πηγαίναμε στα πιο κοντινά μας: Βούλα, Βάρκιζα, Άλιμο, Ψάθα, Λούτσα, Σχοινιάς, Μαραθώνα, ανάλογα με το πού έμενε ο καθένας.
Όταν ήμουν παιδί, τις Κυριακές πηγαίναμε στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας, σε έναν όρμο με πεύκα. Είχα πάντα μεγάλη λαχτάρα να μπω στη θάλασσα, έκλαιγα σπαρακτικά για να μου βάλουν τα μπρατσάκια και να μπω επιτέλους μέσα για να με βγάλουν σηκωτή κάποιες ώρες αργότερα, σχεδόν με το ζόρι.
Εκεί έμαθα να κολυμπάω, εκεί έφαγα για πρώτη φορά τηγανητά κολοκυθάκια στην ταβέρνα που υπήρχε ακριβώς από πάνω. Θυμάμαι ακόμα τους ασβεστωμένους κορμούς των πεύκων και τον ιδιοκτήτη, έναν καραφλό κύριο με λεπτό μουστάκι.
Όταν μετακομίσαμε, ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στην παραλία του Σχοινιά ή στη Νέα Μάκρη. Κολυμπούσαμε δίπλα στο Ιερό των Αρχαίων Θεών στην Μπρεξίζα. Στον Σχοινιά παρκάραμε δίπλα σε κάτι βίλες χτισμένες σχεδόν πάνω στην άμμο και απλώναμε τις πετσέτες μας κοντά σε κάτι άγρια κρινάκια. Ο βυθός ήταν σχεδόν πάντα θολός.
Μεγαλώνοντας, όργωσα με τους φίλους μου ‒χάρη στο λεωφορείο Α2‒ όλες τις παραλίες της Αττικής. Κάναμε κοπάνα από το σχολείο και πηγαίναμε σε κάτι βρoμερές νεροτσουλήθρες στη Βούλα και γυρνούσαμε στο σπίτι μας με καμένες πλάτες και γυαλιά που μας έκαναν να μοιάζουμε με διαστημικά ποντίκια. Ακολουθούσαμε ένα πρόγραμμα που θύμιζε αστροναύτη. Αν το έκανα τώρα, θα χρειαζόμουν δυο μέρες κούρα για να συνέλθω.
Πρόσφατα βρήκα μια φωτογραφία από μια επιστροφή από εκδρομή με λεωφορείο στη Βούλα. Ο ήλιος δύει κι εμείς καθόμαστε στο λεωφορείο 550, το οποίο έχει μπροστά ένα ξύλινο τραπεζάκι(!) Είμαστε με το ζόρι δεκαέξι χρονών.
Η νοσταλγία παραμορφώνει τα πάντα, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: οι παραλίες της Αττικής δεν είχαν ποτέ καμία σχέση με τα νερά των Κυκλάδων και τα ασβεστωμένα σοκάκια. Απλώς, όταν ήμουν στην εφηβεία, δεν με ενδιέφερε καθόλου να είναι καθαρή η θάλασσα ή να υπάρχουν ξαπλώστρες. Είχα απλώς λύσσα για ζωή.