Ο ΑΝΤΟΝΙ ΜΠΟΥΡΝΤΕΝ ΣΥΝΗΘΙΖΕ ΝΑ ΛΕΕΙ ότι δεν τον ενοχλούσαν οι βρόμικες τουαλέτες των εστιατορίων. Τουναντίον. Τις θεωρούσε κάτι σαν μία (εντελώς) δυσώδη επικύρωση της επιτυχίας ενός μαγαζιού εστίασης. Τη στιγμή που στη σάλα και κατά συνέπεια και στην κουζίνα γινόταν της κακομοίρας για να εξυπηρετηθούν οι πελάτες, ποιος προλαβαίνει να ρίξει μια ματιά στο χάος του WC; (Που θα έπρεπε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ).
Βέβαια, ο χαρισματικός αείμνηστος ήταν άνδρας. Και όσο τρυφερός και ευαίσθητος κι αν υπήρξε, το angle του ήταν συγκεκριμένο. Αγνοώ αν είχε το ίδιο κριτήριο και για την επιτυχία των μπαρ, ας πούμε. Σίγουρα, πάντως, αν ήταν γυναίκα θα έβαζε στην περί επιτυχίας εξίσωση και την ασφάλεια. Το να μανταλώνει κάπως η πόρτα της τουαλέτας στο εστιατόριο ή στο μπαρ που επισκέπτεσαι. Εκεί όπου όλα μοιάζουν ok, μέχρι τη στιγμή που η φύση θα σε στείλει πάνω, κάτω ή ακόμα και έξω από το κατάστημα.
Το θέμα WC στο πλαίσιο της εστίασης δεν είναι αστειάκι (ούτε για άνδρες ούτε για γυναίκες) – είναι θέμα ιδιωτικότητας, ασφάλειας και πολιτισμού. Δεν το πολυσυζητάμε γιατί στη λίστα των πραγμάτων από τα οποία καρδιοχτυπάμε φαντάζει σχετικά χαμηλά (ή και όχι).
Τι θέλω να πω; Από τα 20κάτι μου μέχρι τα 40κάτι μου έχω βγει και έχω ταξιδέψει όσο ένας άνθρωπος με αυτά τα συγκεκριμένα χρόνια στην πλάτη. Από εκείνες τις πρώτες αποδράσεις και τα πρώτα ξενύχτια της μετεφηβικής αλητείας μέχρι τα ασύλληπτα πιο «τσο-τσο» έντασης της τελευταίας 5ετίας (είπαμε: 40κάτι γεμάτα), δεν υπήρξε φορά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που να μη χρειάστηκε να κρατήσω κόντρα στην πόρτα του WC κάποιου μαγαζιού εστίασης ή κάτι να μην πήγαινε καλά με την κλειδαριά / το λουκέτο / τον σύρτη / το μάνταλο.
Αν εξαιρέσεις συγκεκριμένες πόλεις του εξωτερικού, των οποίων τα μαγαζιά είχαν από καιρό ασπαστεί κάποιον τεχνολογικό θεό και εφοδίαζαν τους πελάτες με κωδικό / κάρτα / αυτόματο κλείδωμα (και φως / νερό /προϊόντα υγιεινής) από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου εκεί έξω, το κλείδωμα της πόρτας του WC ήταν μια πίστα που έπρεπε να κερδηθεί σε ώρες που θα έπρεπε απλώς να είσαι χαλαρή, κεφάτη και σίγουρα-όχι-τρομαγμένη.
Στη σούπερ ενήλικη (και μεσήλικη) ζωή πια, το θέμα «τουαλέτα», ναι μεν ταμπού ακόμη, δεν είσαι πλέον σε θέση και κατάσταση για να το διαπραγματευτείς. Δεν είναι ότι τα πράγματα έχουν αγριέψει εκεί έξω. Πάντα άγρια ήταν. Απλώς, δεν είσαι πια 20 και ετοιμοπόλεμη για ουρλιαχτά και κατακέφαλα, αν κάτι στραβώσει. Δεν είναι έμφυλο το ζήτημα. Φαντάζομαι κανένας άνδρας δεν νιώθει σούπερ άνετα γνωρίζοντας ότι η «δουλίτσα» του θα διακοπεί από κάποια ξαφνική έφοδο σε ένα ξεκλείδωτο WC. Απλώς, το φύλο «ζορίζει» και αναγκάζει σε περίεργες σκέψεις, όσο το WC ξεμακραίνει από το comfort zone της παρέας σου – και φυσικά έχει και προβληματική κλειδαριά.
Στο TikTok και γενικώς στα social media υπάρχουν διάφορα ενδιαφέροντα βιντεάκια που βαθμολογούν το cozyness και την αξιοπιστία ενός bar / εστιατορίου. Βαθμολογούνται τα πάντα: από την ποιότητα των ποτών και τη φρεσκάδα των συνοδευτικών ξηροκαρπίων μέχρι την άνεση των σκαμπό και των διάφορων ακουμπιστηριών της μπάρας για τα πόδια, τα παλτό και τα λοιπά συμπράγκαλα. Άχνα για τις τουαλέτες, όχι φυσικά για την καθαριότητα, αλλά (και) για την ασφάλειά τους.
(Ανοίγω –κυριολεκτικά– μεγάλη παρένθεση για να σημειώσω ότι το θέμα «κλειδαριά», αν θες πραγματικά να το ανοίξεις, θα πας μια βόλτα και στα θερινά καταλύματα των νησιών και σε κάτι παλιά ξενοδοχεία της περιφέρειας, ακόμη και σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, όπου η ιδιωτικότητα είναι μία παρανοήμενη υπόθεση. Εκεί κι αν δεν έχεις πολύ συχνά την κυριότητα του εδάφους που για λίγες ημέρες χρυσοπλήρωσες, εκεί κι αν δεν «παίζει» κλειδαριά στα WC ή ακόμα και στα παράθυρα / μπαλκόνια. Μάλλον με κάποιο κατάλοιπο της Χούντας φλερτάρουμε άγρια εδώ, ακριβώς τότε που κατά το κλισέ ο κόσμος κοιμόταν με τις πόρτες ανοιχτές και ξεκλείδωτες –τι μύθος!– γιατί η ασφάλεια ήταν στα καλύτερά της. Με λίγα λόγια, δεν ξέρω ψυχή ζώσα που να έχει ταξιδέψει σε νησί ή στην περήφανη περιφέρειά μας και να μην έχει «σκοντάψει» πάνω σε ξεχαρβαλωμένο μάνταλο οποιασδήποτε μη δικής του πόρτας. Τέλος πάντων, για το θέμα WC στην εστίαση / φιλοξενία σπανίως συζητάμε, σε μία χρονική στιγμή που, παραδόξως, συζητάμε τα πάντα).
Τα τελευταία χρόνια, του όχι και τόσο έκλυτου βίου, η κατάσταση πάει 1 στα 5. Που σημαίνει ότι ένα στα πέντε μαγαζιά (δική μου η αξιολόγηση, ελπίζω να μην παρεξηγηθεί κανείς) έχει αξιόπιστα WC, με πόρτες που να κλειδώνουν της προκοπής και όχι από κάποιο ξεχαρβαλωμένο μάνταλο ή κάποιον σύρτη που ίπταται μισοκαρφωμένος στην πόρτα από τη δεκαετία του ’80.
Πριν από αρκετό καιρό, όταν είχα ρωτήσει φίλο και ιδιοκτήτη, «πώς έτσι, βρε παιδί μου, θέλω να πω, δεν σας λένε τίποτα; Και κυρίως πώς και δεν κινητοποιείστε εσείς;», μου είχε απαντήσει με το πειστικό επιχείρημα ότι κάποτε συνέβη «ζημιά» (sic), ακριβώς επειδή κλείδωνε η πόρτα. Δεν επεκτάθηκε αναφορικά με τη «ζημιά», όμως, ναι, φαντάζομαι ότι όσα μπορούν να συμβούν από μία πόρτα που δεν κλειδώνει, αντιστοίχως άλλα τόσα μπορούν να συμβούν και από μία πόρτα που δεν ανοίγει με τίποτα και ενώ κάποι@ υποφέρει πίσω από αυτήν...
Και, φυσικά, ναι, υπάρχουν και εκείνα τα μαγαζιά που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα θεωρείς «σπίτι σου» και ξέρεις ότι αν (λέμε, «αν») τείνει να «στραβώσει» κάτι, δεν θα προλάβει να ολοκληρωθεί η «στραβή», γιατί θα έχει παρέμβει όλο το μαγαζί, μαζί με τη λάντζα που λέει ο λόγος. Όμως, το θέμα WC στο πλαίσιο της εστίασης δεν είναι αστειάκι (ούτε για άνδρες ούτε για γυναίκες) – είναι θέμα ιδιωτικότητας, ασφάλειας και πολιτισμού. Δεν το πολυσυζητάμε γιατί στη λίστα των πραγμάτων από τα οποία καρδιοχτυπάμε φαντάζει σχετικά χαμηλά (ή και όχι).
Ωστόσο, είναι άλλο να νιώθεις ηρεμία και ασφάλεια όλο το βράδυ –ναι, και την ώρα που αποφασίζεις να ενδώσεις στο κάλεσμα της φύσης και του τρίτου κοκτέιλ– και άλλο να ανεβάζεις παλμούς τη στιγμή που αποφασίζεις να το κάνεις γιατί θα πρέπει: να διαβείς έναν δρόμο, έναν διάδρομο, να ανέβεις μια σκάλα ή και δυο, να κατέβεις άλλη μία ή και δυο, να στρίψεις αριστερά, δεξιά, πιο αριστερά, να μην έχει πια σήμα το κινητό σου, να μπεις στο WC, να κλείσεις την πόρτα, να μην κλειδώνει / κλείνει (καθόλου), να ανεβάσεις φούστες, κατεβάσεις καλσόν / παντελόνι, να κρατάς με το ένα χέρι την πόρτα (που δεν κλείνει / κλειδώνει) ή να βάζεις κόντρα με το πόδι, πανέτοιμ@ να φωνάξεις «άλλος!» ή «μισό λεπτό» ή απλώς να τσιρίξεις στο πιο έντονο «έμπα» του επόμενου, όλα αυτά ενδεχομένως με ελάχιστο φωτισμό και η οποιαδήποτε χαλαρή στιγμή να σου έχει βγει από τη μύτη για κάτι που είναι τόσο φυσικό –ναι!– όσο το να πηγαίνεις στην τουαλέτα με ασφάλεια.
Και δεν βάζω κανένα έξτρα κίνδυνο στις φάσεις της όλης διαδικασίας: να αντιλήφθηκες ότι κάποιος σε ακολουθεί / να ακούς όχι ιδιαίτερα ελπιδοφόρους ήχους απ’ έξω / να σβήσει το φωτοκύτταρο γιατί δεν είσαι ακριβώς σε θέση να κινηθείς για να παραμείνει ανοιχτό / να συμβαίνει κάτι απ’ έξω και να μην ξέρεις αν πρέπει να βγεις ή να μείνεις εκεί που (δεν) κάθεσαι.
Οπότε, ναι, αυτό είναι ένα κείμενο για τα WC drives μας σε μία πόλη που ισχυρίζεται ότι θέλει να μας κάνει να περάσουμε καλά και με ασφάλεια, οπότε, ναι, ξαναρίξτε μία ματιά στις πόρτες και τις κλειδαριές των WC σας και κάντε περήφανο τον θείο Μπουρντέν εκεί ψηλά για το fine dining and drinking σ’ αυτή την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα (και πέρα απ’ αυτήν). Αν πρέπει να αρχίσουμε από κάπου, ας αρχίσουμε από τα απλά και πολύ-πολύ βασικά. Cheers!
UPD: Ακούω με τεράστια προσοχή το σχόλιο αναγνώστριας για το γεγονός ότι πουθενά μέσα στο κείμενο δεν αναφέρομαι στην προσβασιμότητα αναπήρων σε τέτοιους χώρους. Έχει απόλυτο απόλυτο δίκιο. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει αυτός ο αποκλεισμός, δεν θα έπρεπε οι φίλοι να σηκώνουμε τους ανθρώπους μας στα χέρια για να περάσουν απ' όλα τα εμπόδια για να φτάσουν κάπου, πόσω μάλλον στο WC. Όμως με όλη μου τη συναίσθηση και με πάσα επίγνωση του τι συμβαίνει, όσο κυνικό κι αν φαίνεται, ξαναλέω: εδώ δεν φτιάχνουμε τις κλειδαριές. Τους σύρτες και τους πύρρους που κοστίζουν κάτι λιγότερο από 20 ευρώ μαζί με τα εργατικά.