ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ εναντίον του Αλέξη Γεωργούλη, την προσπάθεια να περάσει η υπόθεση στα «ψιλά» και ως χτύπημα ενταγμένο στο πλαίσιο της προεκλογικής μικροπολιτικής πάλης, μπορείτε να τα διαβάσετε όλα εδώ και εδώ.
Ωστόσο, χθες για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, συνέβη και κάτι πρωτόγνωρο και εξαιρετικά ελπιδοφόρο αναφορικά με την παραδοσιακή, συστημική μετατόπιση της συζήτησης από τον θύτη στην επιζώσα, που πρακτικά σηματοδοτεί και το πέρασμα στη δεύτερη φάση του #MeToo.
Το «κάτι» ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκτέθηκε ανεπανόρθωτα μεγάλη μερίδα του ηλεκτρονικού Τύπου της χώρας στην προσπάθεια «ξεπλύματος» και μικροπολιτικής εργαλειοποίησης της υπόθεσης και η χρεοκοπία μίας παραδοσιακά χαμερπούς και κακοποιητικής ρητορικής εναντίον επιζωσών σε λιγότερο από 24 ώρες.
Μέχρι το απόγευμα, οπότε και προέκυψε η ύπαρξη γνωματεύσεων και η βεβαιότητα ότι η γυναίκα κατήγγειλε το γεγονός την επόμενη κιόλας μέρα και προτίμησε να ακολουθήσει όλα τα προτεινόμενα βήματα με προσωπικό κόστος, η μπάλα –της διαπόμπευσης, της πολιτικής εργαλειοποίησης του συμβάντος και της υποβάθμισής του– είχε βρεθεί με θόρυβο στην εξέδρα.
Συγκεκριμένα:
• Από νωρίς χθες το πρωί –και πάντα σε συνεργασία με μεγάλη μερίδα του ηλεκτρονικού Τύπου– διαρρεόταν τεχνηέντως το όνομα και η ιδιότητα της καταγγέλλουσας, ενώ καταβαλλόταν σοβαρή προσπάθεια δίπλα από τη φωτογραφία του Γεωργούλη να τοποθετηθεί και εκείνη της γυναίκας που κινήθηκε νομικά εναντίον του. «Ποια είναι η γυναίκα που κατηγορεί τον Γεωργούλη για βιασμό και ξυλοδαρμό» ήταν ο τίτλος της είδησης με άπειρες υποπαραλλαγές, σε μια απόπειρα να εκβιαστεί η καταγγέλλουσα και να σιωπήσει ή έστω να τρομοκρατηθεί.
• Πολύ σύντομα ακολούθησε και η κλιμάκωση της τακτικής, αφού πλέον αρκετοί δημοσιογράφοι γνώριζαν το όνομά της και διάνθιζαν τα «ρεπορτάζ» τους με φωτογραφικά στοιχεία για την ιδιότητα και τη δραστηριοποίησή της στις Βρυξέλλες. Λίγο μετά τις 10:00 και ενώ είχαν ξεψαχνιστεί οι σελίδες της στα social media, προέκυψαν και οι πρώτες φωτογραφίες μαζί με τη ρητορική συγκεκριμένων λογαριασμών στο Twitter που ακολουθούσαν το δόγμα του «ωραίου, πλούσιου και επιτυχημένου» που «δεν είχε ανάγκη να βιάσει». Καθώς το ξεψάχνισμα των social media δεν «έδινε» κάποιο «προκλητικό» στιγμιότυπο, κάποιο «λαβράκι» που θα έκανε πιο εύκολη την επιχείρηση σπίλωσής της, προτιμήθηκε η ευρεία αναπαραγωγή μίας συγκεκριμένης πιο lifestyle φωτογραφίας της καταγγέλλουσας (λες και αυτό από μόνο του θα ήταν στοιχείο για τον βίο και τη συμπεριφορά της).
• Όταν και πάλι δεν προέκυψε το επιθυμητό αποτέλεσμα –κάποια ένδειξη κατατρομοκράτησης της γυναίκας– η μέρα συνεχίστηκε με τα γνωστά άθλια ερωτήματα / επιχειρήματα που υφίσταται η όποια επιζώσα, όταν αποφασίζει να κινηθεί νομικά. «Γιατί τώρα;», «Γιατί μίλησε μετά από δύο χρόνια;», «Τι ανάγκη είχε ο Γεωργούλης να βιάσει και να δείρει;», «Κατεβαίνει υποψήφια γι’ αυτό και έβγαλε τώρα το θέμα στην επιφάνεια», «Είχε δεσμό μαζί του και τον εκδικείται, επειδή τη χώρισε»: η λίστα με τις αθλιότητες μπορεί κάλλιστα να γεμίσει δυο και τρεις δικογραφίες και θα συζητούσαμε ακόμη γι’ αυτές τις ντροπές, αν δεν υπήρχαν ιατροδικαστικές γνωματεύσεις και αν η καταγγέλλουσα δεν ανέμενε με αξιοθαύμαστο ψυχικό σθένος τη δικαιοσύνη να «μιλήσει», και όχι την απόγνωση – που και αυτό ακόμα θα ήταν σεβαστό.
• Μέχρι το απόγευμα, οπότε και προέκυψε η ύπαρξη γνωματεύσεων και η βεβαιότητα ότι η γυναίκα κατήγγειλε το γεγονός την επόμενη κιόλας μέρα και προτίμησε να ακολουθήσει όλα τα προτεινόμενα βήματα με προσωπικό κόστος, η μπάλα –της διαπόμπευσης, της πολιτικής εργαλειοποίησης του συμβάντος και της υποβάθμισής του– είχε βρεθεί με θόρυβο στην εξέδρα. Όλη η παραδοσιακή συστημική τακτική που οδηγεί στο στόχαστρο την επιζώσα και όχι τον θύτη είχε καταπέσει αυθημερόν, με την ίδια να εμφανίζεται, εξηγώντας με ψυχραιμία και διαύγεια το οδυνηρό βίωμά της, τις κινήσεις της μετά από αυτό, τη στάση που επέλεξε να κρατήσει, αλλά και τη θέση της οικογένειας και των οικείων της μέσα σε όλον αυτόν το ζόφο.
Έτσι κι αλλιώς είχαν απαντηθεί όλες οι υπαγορευμένες απορίες, είχαν ξεριζωθεί όλα τα σαθρά επιχειρήματα, είχαν γίνει όλα όσα απαιτούν οι «φίλοι του νόμου» από γυναίκες που βρέθηκαν σε θέσεις σαν τη δική της.
Τώρα το μόνο ερώτημα / επιχείρημα των αθώων υποστηρικτών του ηθοποιού εντοπίζεται στο αναμενόμενο «ναι, αλλά γιατί αυτό βγήκε προεκλογικά;». Ε, λοιπόν, αυτό δεν αποφασίζεται από τις καταγγέλλουσες ποτέ. Αν ήταν να αποφασίζουν οι επιζώσες για το πότε θα κινηθούν οι θεσμοί αναφορικά με τις υποθέσεις τους, προφανώς θα συζητούσαμε άλλα τώρα και όχι αυτά εδώ.
Το σημαντικό είναι ότι χθες χρεοκόπησε και επισήμως όλο το παλαιό αφήγημα, όλη η παλιά και συνήθως αποτελεσματική μέθοδος εναντίον γυναικών που βρίσκουν το θάρρος και αποφασίζουν να διεκδικήσουν δικαιοσύνη, όπως κι αν λέγεται, όποιος κι αν είναι ο θύτης τους.
Και κάπως έτσι, το υποτιμημένο, περιφρονημένο κίνημα του #MeToo φαίνεται να περνά στη δεύτερη σοβαρή φάση του στην Ελλάδα. Στη φάση που τα βιώματα, ο πόνος και η απόγνωση των πρώτων –που άνοιξαν αυτόν τον κύκλο κάθαρσης– έγιναν γνώση για τις επόμενες. Κι αυτό είναι μόνο κέρδος για όλες και όλ@ που έμειναν αδικαίωτ@, τρέμοντας όχι τον θύτη, αλλά τη μηχανή που ενεργοποιείται για να τον ξεπλύνει, ειδικά αν είναι διάσημος και ισχυρός.