Απόγευμα στο πάρκο del Buen Retiro, όλοι, μικροί-μεγάλοι είναι αφοσιωμένοι στο κινητό τους, ψάχνοντας για Πόκεμον. Στις μέρες που τριγυρίζουμε στη Μαδρίτη έχουμε πολλές φορές αναφωνήσει «Ο Χριστός και η Παναγία» από τους αμέτρητους Χριστούς και τις Παναγίες που έχουμε δει σε διάφορες version, σε αγάλματα μέσα σε εκκλησίες, σε πίνακες, σε εικόνες στο δρόμο, αλλά εδώ είναι επιφώνημα έκπληξης: καθισμένοι στην καυτή πέτρα μέσα στο λιοπύρι εκατοντάδες έφηβοι ασχολούνται αποκλειστικά με το κινητό, φανατικά.
Είναι μια εικόνα που σε ξαφνιάζει μόλις βρεθείς δίπλα στην τεχνητή λίμνη, την Estanque, με πλήθος κόσμου να ψήνεται στον ήλιο. Μέσα στη λίμνη κάποιοι γονείς κάνουν βαρκάδα με τα παιδιά τους και μικρόσωμα σκυλιά «καλής ράτσας» κάνουν παρέλαση με χρωματιστά λουριά, εκεί που γίνεται όμως ο χαμός είναι απέναντι, γύρω από το άγαλμα του Βασιλιά Αλφόνσου του XII: ζευγάρια αγκαλιασμένα και παρέες φίλων, όλοι καθηλωμένοι στο κινητό, που το ανεμίζουν στον αέρα για να πετύχουν μια φιγούρα.
Ψάχνοντας για το άγαλμα του Έκπτωτου Άγγελου (Angel Caido), το έργο του Ricardo Bellver που είναι το μοναδικό που απεικονίζει τον άγγελο του σκότους την ώρα που πέφτει από τον παράδεισο, συναντάμε μια παρέα παιδιών που κάνουν φιγούρες με τα σκέιτ, αγόρια και κορίτσια, είναι η μόνη φυσιολογική εικόνα σε ολόκληρο το πάρκο -αριστερά τους κάποιοι χορεύουν swing και πίσω τους τα ντούκια κάνουν μονόζυγο.
Το πάρκο είναι υπέροχο, έχει κουκλοθέατρο για όλη την οικογένεια (είναι εντυπωσιακά πολλοί οι νεαροί γονείς με παιδάκια), υπαίθρια καφέ, πολύ πράσινο, αγάλματα, νερά, αλλά φαίνεται ότι ακόμα και η πιο μεγάλη ομορφιά γίνεται βαρετή όταν τη συνηθίζεις. Ούτε καν την προσέχεις. Καθόμαστε έξω από το πάρκο σε ένα παγκάκι και βλέπουμε τον κόσμο να περνάει με ποδήλατα, με πατίνια, με rollers, περπατώντας με μια ηρεμία που σε χαλαρώνει. Την ώρα που μετράω τις φουσκάλες στο πόδι μου, αναρωτιόμαστε γιατί δεν κατάφεραν να γίνουν ποτέ ελκυστικά τα πάρκα για τους Αθηναίους –βέβαια, η Αθήνα δεν αξιώθηκε ποτέ να έχει ένα πάρκο σαν το del Buen Retiro.
Το Museo Thyssen-Bornemisza είναι το τρίτο μουσείο που είδαμε σε τρεις μέρες, ένα νέο μουσείο που εγκαινιάστηκε το 1992, με 1000 έργα από όλες τις περιόδους της δυτικής τέχνης (έχουμε πάθει overdose από αριστουργήματα), από ιταλικά γκόθικ του 13ου αιώνα, μέχρι ποπ αρτ του 20ου. Τα έργα που συγκεντρώθηκαν από τη δεκαετία του ’20 μέχρι τη δεκαετία του ’80 από τον Ελβετό βαρόνο Hans Heinrich Thyssen- Bornemisza και τον πατέρα του και έγιναν δωρεά στην Ισπανία το 1993 με την προτροπή της συζύγου του, εκτίθενται σε ένα όμορφο μουσείο που ανακαινίστηκε το 2004. Η προσωπική συλλογή της βαρόνης -η οποία εκτίθεται σε ξεχωριστό section του μουσείου- θεωρήθηκε κατώτερης ποιότητας και η ίδια άκουσε κι ένα σωρό από την «αριστοκρατία» της τέχνης επειδή ήταν πρώην μοντέλο (και ως γνωστόν τα πρώην μοντέλα δεν δικαιούνται να ασχολούνται με την τέχνη). Παρόλο που οι κριτικοί έχουν περιγράψει τα έργα του μουσείου ως «τα κατώτερα έργα των κορυφαίων ζωγράφων και τα καλύτερα έργα κατώτερων ζωγράφων» το μουσείο είναι πολύ ενδιαφέρον, με εξαίρετους πίνακες ιμπρεσιονιστών και μετα-ιμπρεσιονιστών ζωγράφων (Ρενουάρ, Σεζάν, Πισαρό, Βαν Γκογκ, Ντεγκά, Μονέ), Γερμανούς εξπρεσιονιστές του 20ουαιώνα, Φράνσις Μπέικον, Λούσιαν Φρόιντ (τον εκπληκτικό πίνακα Reflection with Two Children-Αυτοπορτρέτο, ένα πορτρέτο του βαρόνου και το Large Interior. Paddington), Λιχνεστάιν, αλλά πάνω απ’ όλα έχει τέσσερα έργα του Edward Hopper: τη μοναχική φιγούρα της γυναίκας που τσεκάρει τα δρομολόγια των τρένων στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, το κορίτσι που ράβει στη ραπτομηχανή, το Dead Tree and Side of Lombard House και το The "Martha McKeen" of Wellfleet (ένα πολύ όμορφο γιοτ που ταξιδεύει στη θάλασσα). Αυτή την περίοδο έχει και μια έκθεση με έργα του Καραβάτζιο και των ζωγράφων που επηρέασε με τίτλο «Caravaggio and the Painters of the North», μικρή αλλά θαυματουργή.
Τρίτη μέρα στη Μαδρίτη και η μία διάψευση ακολουθεί την άλλη, από όσα κυκλοφορούν ως φήμες για την Ισπανία δεν ισχύουν ούτε τα μισά. Είναι έντεκα το βράδυ σε ένα μπαρ ντυμένο μέσα-έξω με χρωματιστά πλακάκια όπου όλοι τρώνε τάπας και πίνουν μπίρα κι εμείς πίνουμε σαγκρία ξεροσφύρι γιατί αποφασίσαμε να μην τρώμε τη νύχτα (δεν μας κάνουν τα ρούχα μας). Είμαστε οι μοναδικοί που πίνουμε σαγκρία και όλοι μας κοιτάζουν με ένα βλέμμα συμπόνιας, προφανώς είναι ο,τι πιο τουριστικό μπορείς να πιείς, κάτι σαν να πας σε ελληνικό μπαρ και να ζητάς ούζο (έχω να πιω ούζο από την πρώτη λυκείου), αλλά σκασίλα μας. Η νεαρή σπιτονοικοκυρά μας (μια νταρντάνα Ισπανίδα με ώμους πιο φαρδιούς από του Πύρου Δήμα) μάς κερνάει άλλες δύο σαγκρίες και μας καλεί στην παρέα τους. Παραδόξως, όλοι μιλάνε αγγλικά!
Οι ερωτήσεις που έχω είναι πού θα βρούμε καλή παέγια στη Μαδρίτη και τι προτείνουν να κάνουμε την τελευταία μέρα στην πόλη -που να μην έχει σχέση με μουσείο. Η απάντηση είναι ταυτόχρονα και συμβουλή: «Μην φάτε παέγια στη Μαρίτη, γενικά ξεχάστε την παέγια, δεν είναι φαγητό για μαγαζί! Δεν θα φάτε πουθενά αυθεντική παέγια εδώ και στην Ανδαλουσία. Καλή παέγια μπορείς να βρεις μόνο στην Βαλένθια. Η παέγια που σερβίρουν τα πιο πολλά μαγαζιά εκτός Βαλένθιας δεν έχει σχέση με παέγια». Μάλιστα. Το μόνο που μένει να μας πείτε τώρα είναι ότι η ισπανική μαλακία δεν ισχύει, να χάσουμε εντελώς το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Και όντως, κοιτάχτηκαν με απορία και κανείς δεν είχε ακούσει την έκφραση, έπρεπε να ξεφτιλιστώ εντελώς εξηγώντας τι σημαίνει και να αρχίσουν να μιλάνε μεταξύ τους έντονα στα ισπανικά για να καταλήξουν: «αυτή δεν είναι η ισπανική μαλακία, είναι η κουβανική!».
Το μόνο παρηγορητικό που θυμάμαι μέσα στη ζάλη (η σαγκρία χτυπάει κατακέφαλα), είναι η υπόσχεση της σπιτονοικοκυράς μας να μάς πάει στο σπίτι της βαλενθιάνας γιαγιάς της για να δοκιμάσουμε παέγια της προκοπής. Την φτιάχνει μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όποτε μαζεύεται ολόκληρη η οικογένεια, σε ένα τεράστιο τηγάνι σαν ταψί, δηλαδή μόνο σε γιορτές (κάτι σαν το γαμοπίλαφο;). «Δεν φτιάχνει κανείς παέγια για ένα και για δύο άτομα», μου λέει, (ΟΚ, κι εδώ κανείς δεν ψήνει ένα τέταρτο του αρνιού στη σούβλα) «κι επειδή ο Αύγουστος είναι ο χειρότερος μήνας για να μαζέψει την οικογένεια, είστε καλεσμένοι σε γεύμα μετά τον Σεπτέμβριο»...
«Η παέγια θαλασσινών είναι πρόσφατη επινόηση και ανήκει στην σκοτεινή της εποχή, στην 'μαύρη της περίοδο' όπως την ονομάζει ο Josep Pla, ο Καταλάνος συγγραφέας και δημοσιογράφος σε μια μελέτη του για το πιάτο, το οποίο ονομάζει «το πιο διαστρεβλωμένο, το πιο εξεφτελισμένο πιάτο της ισπανικής κουζίνας».
Έχω λυσσάξει να δοκιμάσω αυθεντική παέγια, η Παζ (έτσι την λένε την σπιτονοικοκυρά) έχει αναλάβει να μας βρει το πιο κοντινό υποκατάστατο της αυθεντικής και κάνει τηλεφωνήματα στο σόι για να της προτείνουν μια λύση. Μας λέει ότι δεν έχει ΠΟΤΕ φάει παέγια σε εστιατόριο, γενικά δεν τρώει σχεδόν ποτέ παέγια (δεν έχει μαγειρέψει ποτέ στο σπίτι της), τρώει μόνο σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, οι οποίες γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Κι επειδή η Βαλένθια απέχει 357 χιλιόμετρα από τη Μαδρίτη και είναι αδύνατο να ακυρώσουμε το υπόλοιπο ταξίδι για ένα πιάτο (η καλύτερη παέγια είναι στο Paco Gandia στο Alicante), το επόμενο μεσημέρι μάς πήγε στο εστιατόριο που της πρότεινε μια θεία της, το μοναδικό της Μαδρίτης που σερβίρει real παέγια βαλενθιάνα. «Την παέγια δεν την τρώνε τη νύχτα, είναι μεσημεριανό φαΐ» μας λέει η ειδικός.
Το Λα Μπαράκα (La Barraca) είναι ένα εστιατόριο κοντά στην Σχολή Καλών Τεχνών, σε μια περιοχή μάλλον καλή, αν κρίνω από τα γύρω κτίρια. Το μόνο που βρήκα στο google για αυτό ήταν ότι άνοιξε το 1935. Ευτυχώς είναι ανοιχτό (σχεδόν όλα τα μαγαζιά που μας σύστηναν ως must ήταν κλειστά λόγω διακοπών: το Malacatin, to La Campana με τα τηγανητά καλαμαράκια, το Casa Revuetta και το Casa Alberto). Είναι ένα ακριβό μαγαζί (τίγκα στους Περουβιανούς και στους πλούσιους Άραβες με γυναίκες με χρυσές θήκες στο i-phone, τυλιγμένες με μαντίλες Hermes) που σερβίρει διαφόρων ειδών παέγιες. Μία από αυτές είναι η περίφημη paella valenciana, που δεν έχει καμία σχέση με την παέγια που σερβίρουν τα περισσότερα μαγαζιά. Και δεν περιέχει μύδια, γαρίδες, καλαμάρι και λουκάνικο, δεν έχει καν κρεμμύδι, -όλα αυτά που κάνουν ένα πιάτο με ρύζι να είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν το κάνουν και παέγια. Στην αυθεντική εκδοχή της είναι ένα πιάτο με ρύζι αρωματισμένο με σαφράν και έχει κουνέλι, κάποιο πουλερικό (κοτόπουλο, πάπια), τρία είδη φασολιών και σαλιγκάρια με το κέλυφος. Και μόνο δεντρολίβανο, κανένα άλλο αρωματικό, το κρεμμύδι είναι κάτι σαν θανάσιμο αμάρτημα γιατί προσθέτει άχρηστη υγρασία στο ρύζι. «Η παέγια θαλασσινών είναι πρόσφατη επινόηση και ανήκει στην σκοτεινή της εποχή, στην ‘μαύρη της περίοδο’ όπως την ονομάζει ο Josep Pla, ο Καταλάνος συγγραφέας και δημοσιογράφος σε μια μελέτη του για το πιάτο, το οποίο ονομάζει «το πιο διαστρεβλωμένο, το πιο εξεφτελισμένο πιάτο της ισπανικής κουζίνας». Την σερβίρουν σε κάθε τουριστικό μαγαζί της Ιβηρικής χερσονήσου, ακόμα και σε περιοχές που δεν έχουν καμία σχέση με την παέγια. «Η παέγια εμφανίστηκε στην περιοχή της Βαλένθια όπου καλλιεργούνται τα δύο πιο σημαντικά συστατικά του πιάτου: το ρύζι και το σαφράν. Και τα δύο έφτασαν στην Ισπανία πριν από 700 χρόνια, μέσω της πολύχρονης αραβικής κατοχής της Ανδαλουσίας. Την εποχή της δικτατορίας του Φράνκο, μόλις η σκόνη του εμφυλίου άρχισε να κατακάθεται, και οι τουρίστες ξεκίνησαν να οργώνουν τα παράλια της Ισπανίας ψάχνοντας να φάνε με τον μεσογειακό τρόπο, η παέγια πέρασε στην μαύρη της περίοδο, στην αρχή αθώα, με την προσθήκη οστράκων στο κρέας, μετά ήρθαν οι πιπεριές, το chorizo, τα μπρόκολα και ο κατεψυγμένος αρακάς, ενώ την αποτελείωσε η αντικατάσταση του σαφράν από κουρκουμά που την έκανε κίτρινη σαν ταξί. Σήμερα ο μεγαλύτερος προμηθευτής παέγιας στην Ισπανία είναι μια εταιρία που ονομάζεται Paellador, η οποία έχει αναλάβει να προμηθεύει τα περισσότερα εστιατόρια με κατεψυγμένες παέγιες σε έξι γεύσεις. Το σήμα της το βλέπεις να φιγουράρει κολλημένο στα περισσότερα μαγαζιά στην περιοχή γύρω από το Ελ Πράδο στη Μαδρίτη, στα πιο πολλά μαγαζιά της Βαρκελώνης, ακόμα και στα μαγαζιά κοντά στον ωκεανό στην Βαλένθια. Αυτό που ήταν κάποτε γαστρονομικός θρίαμβος είναι σήμερα μια καταστροφή. Και οι περισσότερες εκδόσεις της είναι απλά κακό φαγητό».
Η παέγια ξεκίνησε ως ένα πιάτο της παραλιακής ζώνης, αλλά των κήπων και των περιβολιών, των «huertas». Είναι πιάτο με χωριάτικες καταβολές που τελειοποίησαν οι σεφ της πόλης. Μάζευαν υλικά από το περιβόλι, έσφαζαν και ένα κοτόπουλο ή κουνέλι (η αρχαία εκδοχή της περιείχε ένα είδος τρωκτικού των ορυζώνων, ούτε καν κουνέλι) και ήταν ένα πιάτο που χόρταινε ανέξοδα ολόκληρη την οικογένεια την ώρα που ξεκουραζόταν από την εργασία της ημέρας. Το ψάρι και τα θαλασσινά προστέθηκαν στις αρχές του αιώνα, βασικά για οικονομικούς λόγους. «Η παέγια είναι πολύ φτηνή συγκρινόμενη με τα περισσότερα πιάτα» λέει ο Llorenc Milo, ένας συγγραφέας που έχει γράψει τον απόλυτο οδηγό μαγειρικής για την κουζίνα της Βαλένθιας, «έτσι τα εστιατόρια πρόσθεσαν θαλασσινά για να μπορούν να χρεώνουν περισσότερο».
Τέλος πάντων, μάθαμε ότι την παέγια της Βαλένθιας εκτός από τα υλικά (το τοπικό ρύζι μπόμπα σπέσιαλ που είναι έξι φορές πιο ακριβό από το κοινό ρύζι και το σαφράν) την κάνει μοναδική το νερό της περιοχής που είναι πλούσιο σε ασβέστιο. Επίσης, μάθαμε ότι θεωρείται «αντρικό» πιάτο, και κάθε άντρας της περιοχής έχει και μια δικιά του εκδοχή για την οποία περηφανεύεται, ιδανικά ψήνεται σε μεγάλο ρηχό σκεύος σαν ταψί πάνω σε φωτιά από ξύλα σε εκδρομές έξω από την πόλη και τρώγεται πάντα μεσημέρι. Σήμερα και στην Βαλένθια σερβίρουν διάφορες εκδοχές της (και με ψάρι και με ψαρικά, και με όστρακα και με λαχανικά, και με μελάνι καλαμαριού, ακόμα και με φιδέ), αλλά «η καλή παέγια είναι θέμα υλικών και σεφ και οι καλύτεροι σεφ για παέγια υπάρχουν μόνο στην περιοχή της Βαλένθιας» (paella στην περιοχή σημαίνει κάθε πιάτο με ρύζι). Το πόσο σοβαρά παίρνουν οι Ισπανοί την υπόθεση ρύζι φαίνεται από την ειδική λέξη που έχουν για τα «κριτσανιστά κομμάτια ρυζιού που καραμελώνουν και κολλάνε στον πάτο του σκεύους»: τα λένε «socarrat».
Με ένα κεφάλι καζάνι από τις πολλές πληροφορίες, φάγαμε την παέγια -η οποία ήταν όντως πολύ καλή, αλλά δεν ξετρελαθήκαμε κιόλας. Και για «φτηνό πιάτο» ήταν πανάκριβη, σχεδόν πέντε ευρώ η μπουκιά.
(συνεχίζεται)