Μαρία Χαραμή
Πέντε χρόνια από το θανατό της
Στην αρχή, ψέμματα δεν λέμε, η -για μένα τελείως άγνωστη κι "ανέγγιχτη"- φυλή των κοσμικών εκείνης της εποχής (του Μιλλένιουμ!) φάνταζε σαν περιφερόμενος θίασος, μία σκέτη καρικατούρα δηλαδή. Διάλεξα μια απόσταση, να μπορώ να παρατηρώ με την ησυχία μου, και να είμαι απόλυτα επικεντρωμένος, αγνοώντας το διαλείμμα και περιφρονώντας το μπουφέ. Στο πάρτι της Μαρίας Χαραμή -που τώρα μαθαίνω ότι το είχε συνδιοργανώσει με τον Κίμωνα Φραγκάκη και τον Μανώλη Λαμπίδη- η συμπεριφορά μου δεν ήταν πολύ διαφορετική -αδιανόητο πως δεν πλησίασα τουλάχιστον εκείνη τη φορά στο τραπέζι!- με μια μικρή μετατόπιση ωστόσο, όχι επειδή γνώριζα κόσμο, αλλά λόγω μιας πιο "υπαρξιακής" γραμμής αντιμετώπισης των προσώπων και των καταστάσεων την οποία πλέον ακολουθούσα. Το κείμενο του Κίμωνα με αφορμή τη φετεινή επέτειο, το οποίο και θα διαβάσουμε παρακάτω, αντισταθμίζει και συμπληρώνει ιδανικά την "απ' έξω" ματιά. Το γράψιμό του, συναισθηματικό και απτό, επιστρέφει κάτι ποιητικό και όμορφο από την πραγματική ζωή και την "υπαρξιακή" ύπαρξη που λανθάνουν κάτω από εικόνες αλλότριες και φαινομενικά ψυχρές. Από το αναμνηστικό αυτό άλμπουμ, λείπει όμως μια συγκεκριμένη φωτογραφία: μία του Μανώλη Λαμπίδη που άρεσε στη Μαρία Χαραμή, που μου τη ζήτησε μετά τον θανατό του και τελικά έμεινε στο σπίτι της.
Κείμενο: Κίμων Φραγκάκης
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης
Κίμων Φραγκάκης
Η ιδιόρρυθμη φιλία μου με το μεγαλειώδες πλάσμα Μαρία Χαραμή
Στα τέλη της δεκαετίας του '90 γνωριστήκαμε σε ένα φιλικό σπίτι με τη Μαρία Χαραμή, ένα άτομο καθόλα ανεπανάληπτο. Χωρίς να πολυκαταλάβω πως συνέβη, με συμπάθησε, τολμώ να πω με αγάπησε, και με πήρε τρόπον τινά υπό την προστασία της.
Τί δείπνα στο σπίτι της στο Κολωνάκι, τί σουαρέ σε εστιατόρια από τον Κάλαμο ως τον Πειραιά -όσοι σεφ την αναγνώριζαν την έτρεμαν-, τί πάρτυ με το πιο ετερόκλητο πάντα κοινό: Η Μαρία καλούσε grandes dames και καθηγητές Πανεπιστημίου αλλά και gay μόδιστρους και νεοσσούς των μήντια, όπως η ταπεινότητα μου. Στα περίφημα δείπνα της που ξεκινούσαν στην ώρα τους και τελείωναν αργά πρωτογνώρισα τη Μαλβίνα Κάραλη, τον Σπύρο Στάβερη, τον Χριστόφορο Πέσκια, τον Νίκο Μπακουνάκη, την Κατερίνα Κοσκινά, τον Χάρη Λάμπερτ και άλλους ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Η οικοδέσποινα μας είχε στρατιές φίλων που την εκτιμούσαν ιδιαιτέρως αλλά γύρευε πάντα να ανακαλύπτει και νέα πρόσωπα. Θυμάμαι μια φορά που μου ανακοίνωσε περιχαρής ότι πρέπει να μου συστήσει μια νέα φλογερή δημοσιογράφο που την είχε γοητεύσει, την Τζούλη Αγοράκη. «Έχει τον πιο απίθανο πωπό η Τζούλη», πρόσθεσε, όχι για να με δελεάσει σαν άνδρα αλλά ως μια πραγματική και απολύτως σοβαρή διαπίστωση.
Δύο ήταν πάντως τα πρόσωπα που είχαν μόνιμη θέση στα πάρτι της Χαραμή: Η μητέρα της, μια τρομερή περσόνα που κάθονταν σε μια πολυθρόνα, τους παρατηρούσε όλους και η Μαρία έλεγε ότι θα μπορούσε να παίζει την Ιταλίδα μαμά σε μαφιόζικη ταινία. Και μια αθόρυβη μορφή με διεισδυτικό βλέμμα που μου θύμιζε τους καθημερινούς ανθρώπους που έκανε πρωταγωνιστές ο Παζολίνι. Αν δεν απατώμαι ονομάζονταν Γρηγόρης και λειτουργούσε ως περιστασιακός μπάτλερ. Αγαπούσε πολύ τη Μαρία και ήταν εξαιρετικά ευγενής και διακριτικός. Ο Γρηγόρης δεν έλειπε από κανένα πάρτι, με το λευκό κοντό σακάκι του ως majordome. Ούτε από το περίφημο πάρτι που κάναμε με τον επίσης συγχωρεμένο Μανώλη Λαμπίδη στο σπίτι της Μαρίας στη Ρηγίλλης, και απαθανάτισε τότε ο Σπύρος Στάβερης για το Symbol.
Εκείνο το βράδυ ένιωθα αμηχανία. Εδώ που τα λέμε από που κι ως που να κάνω τον οικοδεσπότη με αυτές τις δύο μορφές των Αθηνών; Κάπνιζα διαρκώς και ο Στάβερης με είχε φωτογραφίσει να ρουφάω απεγνωσμένα ένα Kent, με τζελ στο μαλλί. Το άρθρο στο Symbol είχε μάλιστα δυσαρεστήσει μια αγαπημένη μου φίλη που σήμερα είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο, διότι ο Στάβερης την είχε συλλάβει σε ολοσέλιδη φωτογραφία να μορφάζει, σαν απο αηδία.
Το επόμενο πάρτι που συνδιοργανώσαμε με τη Μαρία και φωτογραφίες του οποίου δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ΚΛΙΚ, έγινε σε ένα διαμέρισμα στην ερημική αρχή της οδού Αναγνωστοπούλου, όπου είχε μετακομίσει. Τώρα θυμήθηκα το εξής ασήμαντο, όσο και χαρακτηριστικό: Το διαμέρισμα της Αναγνωστοπούλου έβλεπε στο λεγόμενο παρκάκι της «Σχιστής Πέτρας» και πράγματι από το παράθυρο του σαλονιού αντίκρυζες έναν βράχο. Η Μαρία είχε στρέψει μόνιμα έναν μικρό προβολέα πάνω στο βράχο, «για να μη νιώθει κι αυτός μοναξιά τα βράδια που εμείς τρωγοπίνουμε και συζητάμε».
Από το ένα πάρτι στο άλλο, μέσα σε 2-3 χρόνια, εγώ είχα ξεθαρρέψει. Έτσι έγραψα και ένα άρθρο για τη Μαρία που παρότι της έπλεκε το εγκώμιο, εκείνη το εξέλαβε ως παραβίαση της εμπιστοσύνης της. Τότε άρχισαν να χωρίζουν οι δρόμοι μας καθώς εν τω μεταξύ είχαμε ανακαλύψει ο καθένας τον έρωτα της ζωής του. Ωστόσο απο εκείνη την ημέρα και ακόμα και σήμερα, το φέρω βαρέως που τη στενοχώρησα δια του Τύπου.
Γι αυτό, όταν με αφορμή τα πέντε χρόνια απο το θάνατο της Μαρίας έγραψα κάτι στο Facebook που ο Στάβερης μου ζήτησε να αναδημοσιεύσει στη Lifo, τον παρακάλεσα να μου δώσει λίγο χρόνο να εμπλουτίσω το κειμενάκι.
Για να της ζητήσω συγγνώμη, έστω και μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
Ίσως η πιο ευτυχισμένη ανάμνηση που έχω απο την ιδιόρρυθμη φιλία μου με την Ελληνίδα ντίβα της γαστρονομίας και "οικιακή Θεά" (domestic Goddess) όπως της άρεσε να φαντάζεται τον εαυτό της (εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο της Nigella Lawson), είναι το ταξίδι μας στη Νάπολη.
Είχα ζητήσει από τον ευπατρίδη του ανδρικού στυλ Ηλία Βλαχάκη (Mah Jong) να μας κλείσει συνάντηση με τον μεγάλο Ciro Paone της Kiton, του οίκου που έφτιαχνε τα περίφημα χειροποίητα κοστούμια που σύντομα θα κατακτούσαν τον κόσμο. Εκτός από τη γαστρονομία που ήταν η ειδικότητα της, η Μαρία εκτιμούσε την ποιότητα και γιατί όχι το γκλάμουρ στο κάθε τι και βέβαια στο ντύσιμο, γυναικείο και ανδρικό.
Γελάσαμε πολύ σε εκείνο το ταξίδι και όχι μόνο όταν κατα λάθος αναποδογύρισα μια πυραμίδα από ποτήρια σε ένα μπαρ, ζητώντας μια "spremuta di pompelmo". Στη Νάπολη ήταν που η Μαρία ξεστόμισε και το αμίμητο (αν και αναληθές, εφόσον ήταν μια βέρα μεσογειακή ντίβα) "Χρυσό μου, μισώ τον νότο!». Θυμάμαι ακόμα να βρέχει στο λιμάνι κι εμείς να τρώμε ένα λιμπιστερό ψητό branzino (λαυράκι) με βαλσαμικό ξύδι αντί για λαδολέμονο, πίνοντας κόκκινο κρασί.
Η Χαραμή μου έμαθε πολλά για την τέχνη και τη χαρά της ζωής, ορισμένα απο τα οποία αποτυπώνονται στο κείμενο αυτό http://www.andro.gr/empneusi/maria-harami/ που ανθολόγησε την επέτειο του θανάτου της ο ποιητής Γιάννης Τζανετάκης, δίνοντας μου το έναυσμα να γράψω λίγα λόγια για το μεγαλειώδες αυτό πλάσμα που είχα την τύχη να συναναστραφώ.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει τη ζωή της έργο τέχνης και παρά τις δυσκολίες, τα προβλήματα υγείας, την απόσταση που είχε το όραμα της από την αμείλικτη καθημερινόητα και την αγένεια των συμπολιτών μας που τόσο της την έδινε στα νεύρα, νομίζω πως κατάφερε να ζήσει όπως ήθελε και να περάσει πολύ όμορφα αν και δυστυχώς σχετικά σύντομα, από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Για παράδειγμα, ακόμα και όταν έφτιαχνε ένα απλό σπαγγέτι το έκανε με ένα απίστευτο τελετουργικό. Σα να τη βλέπω τώρα εμπρός μου, φορώντας ένα ανγκορά πουλοβεράκι με τα λεπτά της πόδια γυμνά, να γυρνάει στην κουζίνα της σαν μπαλαρίνα: Πέταγε ένα απόφθεγμα με τη βραχνή φωνή της, σέρβιρε τα σπαγγέτι σε ένα ασημένιο πιάτο, έτριβε λίγο πιπέρι, et voila!
Ποιος άλλος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει δώσει όνομα σε έναν μύκητα (!), τον περίφημο Αλβάρο, ο οποίος κοιμόνταν στον πάτο ενός τεράστιου βάζου όπου η Μαρία άδειαζε τα ποτήρια του κρασιού που άφηναν οι καλεσμένοι, για να τα κάνει ο Αλβάρο ξύδι...
Εύλογα, η Μαρία ήταν αθεράπευτα ρομαντική και ήθελε περισσότερο απ'όλα να ζήσει το love story των παραμυθιών, προσφέροντας αυτή τη χαρά της ζωής που ανάβλυζε από μέσα της, στον σύζυγο της, Θάνο Τζαβέλλα. Ευτυχώς πρόλαβε τα τελευταία χρόνια να τα μοιραστεί μαζί του σε ένα ονειρεμένο σπιτικό όπως το είχε φανταστεί, γεμάτο με τη δική της μοναδική χρυσόσκονη.
Τυχεροί όσοι τη γνώρισαν και έχουν μια ιστορία να αφηγηθούν για μια γυναίκα που αρκούσε έστω φευγαλέα να περάσει δίπλα σου με τα τεράστια γυαλιά και τις πασμίνες της, για να σου εντυπωθεί στη μνήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι, σε εκείνο το ταξίδι μας στη Νάπολη καθώς ανηφορίζαμε για το Capodimonte μέσα από λαϊκές γειτονιές με τα σεντόνια να κρέμονται σε μπαλκόνια της εποχής των Βουρβόνων, μας ακολούθησαν κάτι παιδάκια και με ρωτούσαν επίμονα, ποια σταρ του σινεμά συνοδεύω.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη Μαρία, τα καθαρευουσιάνικα μηνύματα που μου άφηνε στον τηλεφωνητή του σπιτιού προ κινητής τηλεφωνίας, τα πούρα που κάπνιζε κατεβάζοντας με φόρα τον καπνό σα να ήταν τσιγαράκια, τα αγορίστικα μαλλιά της, το βλέμμα της που σε έκανε μια χαψιά. Θα τη θυμάμαι πάντα να καβαλάει μια παλιά βέσπα που κυκλοφορούσα εκείνη την αθώα εποχή και να μου λεει «φύγαμε για GB Corner!». Η βέσπα να καίει λάδια, να ξερνάει καυσαέρια, και η Μαρία να κάθεται απο πίσω γυρισμένη στο πλάϊ σαν σε γαϊδουράκι. Φτάνοντας έξω από τη Μεγάλη Βρετανία, να λέει στον πορτιέρη με το μακρύ πράσινο παλτό και το πηλίκιο: «Κύριε, θα μας προσέχετε τη μοτοσικλέτα;" Κι αυτός, με απόλυτη φυσικότητα, να αφήνει τη βέσπα που έκαιγε λάδια εκεί μπροστά στη μαρμάρινη σκάλα, ανάμεσα στα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα με τις διπλωματικές πινακίδες.
Η τελευταία μου ανάμνηση είναι από την κηδεία της Μαρίας Χαραμή στο Α' Νεκροταφείο. Ήταν το ύστατο κάλεσμα της. Η μαμά της ήταν πάλι εκεί, όπως και όλες οι προσωπικότητες που η Μαρία μαγνήτιζε επί χρόνια. Και ο πιστός της κύριος Γρηγόρης βεβαίως, χωρίς το λευκό σακάκι με τα χρυσά κουμπιά. Είχα χρόνια να τον δω και καθώς συναντήθηκαν τα βλέμματα μας μέσα από το πλήθος, του χαμογέλασα διστακτικά. Εκείνος έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, λίγο σε αναγνώριση, μα πιο πολύ σαν αποχαιρετισμό.
Ο Κίμων Φραγκάκης είναι σήμερα εκδότης του Andro.gr και διοργανωτής του φιλανθρωπικού αγώνα δρόμου, Ladies Run.