Τα φαντάσματα της Ειδομένης
Θα στοιχειώνουν για καιρό την Ευρώπη, μας λένε η Μαρία Κουρκούτα και Νίκη Γιάνναρη στο ντοκιμαντέρ τους Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη (2018).
Το 2016, η "Οδός των Βαλκανίων" έκλεισε, καθιστώντας πλέον αδύνατο το "πέρασμα στην Ευρώπη". Κοντά στα σύνορα Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, μετανάστες και πρόσφυγες από διάφορες πολεμικές ζώνες βρέθηκαν παγιδευμένοι στην Ειδομένη. Μέσα σε λίγο χρόνο, ο εκεί καταυλισμός, που σύντομα έγινε ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη, αριθμούσε χιλιάδες ανθρώπους (εώς και 15.000). Στα τέλη Μαΐου 2016, με απόφαση της κυβέρνησης, ο καταυλισμός εκκενώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και ο πληθυσμός του οδηγήθηκε σε στρατόπεδα και δομές, συχνά ακατάλληλες. Και τώρα, με τις ευλογίες της Πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyeη, η Ελλάδα αναλαμβάνει τον ρόλο της "ασπίδας της Ευρώπης", αναχαιτίζοντας βίαια τη νέα "Ειδομένη" (των 13.000 ψυχών) που δημιουργήθηκε κοντά στα τουρκικά σύνορα στα τέλη Φεβρουαρίου μετά από τις ψεύτικες ελπίδες που έσπειραν οι τουρκικές αρχές, αναστέλλοντας την υποβολή αιτήσεων ασύλου, και καθιερώνοντας παντού με τη βοήθεια της Frontex και μασκοφορεμένων κομάντος (βλ. το δισέλιδο άρθρο της Maria Malagardis στη Libération της 22 Ιουνίου: Ελληνικά σύνορα: η Ευρώπη φυλάσσεται από κομάντος που δρουν στη σκιά) την τακτική των βίαιων και παράνομων επαναπροωθήσεων ("push back").
**
"Σε ένα μέρος όπου το μόνο πράγμα που βλέπεις είναι χιλιάδες ανθρώπους να περιμένουν σε ουρές 24 ώρες την ημέρα, δεν μπορείς παρά να καταγράψεις την ίδια την αναμονή, πάνω απ' όλα ως μια συνθήκη χρονική. Για μας, τα πόδια των ανθρώπων, το κάθε βήμα, οι μικρές χειρονομίες, τα χαλασμένα παπούτσια, όλες αυτές οι μικρές λεπτομέρειες, είναι εικόνες που μας αφηγούνται χιλιάδες μικρές ιστορίες για τους ανθρώπους και τους λαούς του σήμερα, αλλά και του παρελθόντος και του μέλλοντος, τόσο στην Ειδομένη όσο και σε άλλες χώρες του πλανήτη".
Μαρία Κουρκούτα (Cineuropa, 28.11.2016)
"Δεν αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες σαν θύματα. Είδαμε την δύναμή τους και την ομορφιά τους. Ο καθένας από αυτούς έχει τις δικές του επιθυμίες και τον δικό του τρόπο να αγωνίζεται μαζί με τους άλλους. Ο καθένας από αυτούς γλύτωσε από τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον πνιγμό, διένυσε άπειρα χιλιόμετρα με τα πόδια, και βρίσκεται πάλι ακινητοποιημένος, κι όμως συνεχίζει να ονειρεύεται και να αγωνίζεται. Κατά κάποιον τρόπο, είναι πιο δυνατοί από μας, και καθώς διασχίζουν κάθε είδους σύνορα, ενεργούν πολιτικά. Η μετακίνησή τους είναι επομένως μία πολύ σημαντική πολιτική πράξη, ένα μανιφέστο της εποχής μας, θα τολμούσα να πω. Είναι σαν ένα δώρο στην Ευρώπη η οποία λειτουργεί επίσης πολιτικά υψώνοντας τοίχους και συρματοπλέγματα".
Νίκη Γιάνναρη (Cineuropa, 28.11.2016)
"Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη": τα φαντάσματα της Ειδομένης
Δύο Ελληνίδες, η Μαρία Κουρκούτα και η Νίκη Γιάνναρη, υπογράφουν αυτό το ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε σε έναν από τους προσφυγικούς καταυλισμούς της "Βαλκανικής Οδού".
Jacques Mandelbaum
Le Monde, 16.05.2018
*
Από τις τραγωδίες που παραμορφώνουν την ανθρωπότητα, θα είχαμε λόγο να ωφεληθούμε μόνο αν πάρουμε σαν μέτρο τους ανθρώπους ή τα έργα που καταπιάνονται μ' αυτές, με δεδομένο το μερίδιο του θάρρους, της αξιοπρέπειας και ακόμη και της ομορφιάς που συνεπάγεται αυτή η πράξη. Το ζήτημα των προσφύγων που χτυπούν την πόρτα της Ευρώπης ενέπνευσε ήδη στην πρώτη περίπτωση έναν Cédric Herrou, agriculteur et Juste de son état, και στην δεύτερη το L'Héroïque Lande, la frontière brûle, ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ των Nicolas Klotz και Elisabeth Perceval για την εκκαθάριση της "ζούγκλας" του Calais που προβλήθηκε πρόσφατα στις αίθουσες.
Η ταινία Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη ακολουθεί αυτά τα χνάρια. Γυρίστηκε από κοινού από δύο Ελληνίδες διαφορετικής γενιάς, την Μαρία Κουρκούτα, την νεότερη, που προέρχεται από την εικόνα και την Νίκη Γιάνναρη, την μεγαλύτερη, που προέρχεται από το γραπτό κείμενο. Είχαν ξεκινήσει να φτιάξουν ένα ντοκιμαντέρ για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940, αλλά, παρεκκλίνοντας από τον δρόμο τους, σταμάτησαν τον Μάρτιο του 2016 στο στρατόπεδο της Ειδομένης, ένα ελληνικό χωριό στα σύνορα της Βόρειας Μακεδονίας, όπου παραμένουν αποκλεισμένοι 15.000 απεγνωσμένοι πρόσφυγες μετά από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κλείσει την "Βαλκανική Οδό".
Ο θεατής καταλαμβάνεται από την έντονη σύγχυση στην οποία έχουν παραδοθεί αυτοί οι ήδη τσακισμένοι άνθρωποι
Η ταινία είναι αρχικά αφοπλιστική. Απευχόμαστε την καλλιτεχνική χειρονομία. Κανένας διάλογος, κανένα σχόλιο, καμία πλοκή, κανένα εμφανές διακύβευμα. Πλάνα με πολύ χαμηλό κέντρο βάρους, που κόβουν τα πρόσωπα τραβηγμένα από κοντά. Άνδρες με γυρισμένη την πλάτη ή προφίλ, ακίνητοι ή που διασχίζουν το πεδίο. Αμέτρητα χακί αδιάβροχα. Πόδια βουτηγμένα μέσα σε μία αιώνια λάσπη, ή κάτω από επίμονη βροχή. Μόνιμες ουρές μπροστά από ανύπαρκτα γκισέ. Ένας γαλακτώδης, αδιάφορος, κλειστός ορίζοντας. Και μετά σιγά-σιγά, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Στο μυαλό του θεατή πρώτα απ' όλα, ο οποίος αρχίζει και κατανοεί την ακολουθία αυτών των πλάνων, και με τη σειρά του καταλαμβάνεται από τον σκληρό παραλογισμό της αναμονής, την υπέρτατη αδιαφορία του περιβάλλοντος, την έντονη σύγχυση στην οποία έχουν παραδοθεί αυτοί οι ήδη τσακισμένοι άνθρωποι.
Η ίδια η ταινία αλλάζει ανεπαίσθητα καθεστώς, δείχνοντας τους ομηρικούς καυγάδες ανάμεσα στους μετανάστες, οι οποίοι, έχοντας φτάσει στα όριά τους, μπαίνουν στον πειρασμό να σταματήσουν τα εμπορευματικά τρένα που διασχίζουν τον καταυλισμό, και τον εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους, τον συμπατριώτη που εκτοπίζεται από το οπτικό πεδίο, ο οποίος τους επιπλήττει συνεχώς υπενθυμιζοντάς τους ότι οφείλουν να δείχνουν ευγνωμοσύνη. 'Εχουμε τότε την αίσθηση ότι ολόκληρη η ταινία γεννιέται από αυτήν την εξοργιστική διαπίστωση: στην ήπειρό μας σήμερα, αφήνουμε τα εμπορευματικά τρένα να κυκλοφορούν, αλλά όχι πια τους άνδρες, τις γυναίκες, τα παιδιά που χρειάζονται απεγνωσμένα τη βοήθειά μας.
'Ενα ποίημα που πάλλεται από ευφυΐα
Και φτάνουμε έτσι στον επίλογο, που προσδίδει έναν αέρα ζωής σε αυτήν την ταινία, με έναν τρόπο που θυμίζει το υπέροχο και χαρούμενο σαν αναγέννηση τέλος της Γεύσης του κερασιού (1997) του Abbas Kiarostami. Απροσδόκητη αλλαγή τόνου, κάδρου, μορφής, χρωμάτων. Κινηματογραφημένοι ασπρόμαυρα με μία Bolex 16 mm στο χέρι, οι πρόσφυγες μας δείχνουν επί τέλους μετωπικά τα πρόσωπά τους, τα οποία μας αποκαλύπτονται -ω θεϊκή έκπληξη- όμοια με τα δικά μας. Αδύναμοι, εξαντλημένοι, αλλά ωστόσο δυνατοί, καθώς φλέγονται από ελπίδα και αποφασιστικότητα, με τα μάτια τους βαθιά και αδερφικά βυθισμένα στα δικά μας.
Τους συνοδεύει πάνω στην ηχητική μπάντα το κείμενο ενός ποιήματος που πάλλεται από ευφυΐα και ευαισθησία. Το έγραψε η Νίκη Γιάνναρη, και το απήγγειλε η ηθοποιός [μουσικός - σ.σ.] Λένα Πλάτωνος. Το καλύτερο θα ήταν να αναφέρουμε τις ίδιες τις λέξεις αυτές: "Οι νεκροί που λησμονήσαμε, οι όρκοι που δώσαμε και οι υποσχέσεις, οι ιδέες που αγαπήσαμε, οι επαναστάσεις που κάναμε, τα ιερά που αρνηθήκαμε, έχουν επιστρέψει μαζί τους. Όπου κι αν κοιτάξεις, στους δρόμους και στις λεωφόρους της Δύσης, πορεύονται μαζί μ΄ αυτήν την ιερή πομπή που μας κοιτά και μας διασχίζει. Τώρα σιωπή. Ας σταματήσουν όλα. Περνάνε."
Φέρνοντας στη μνήμη τον Γερμανοεβραίο φιλόσοφο Walter Benjamin, ο οποίος αυτοκτόνησε, απελπισμένος, στο Portbou (Ισπανία) το 1940, το κείμενο αυτό, και γενικότερα η ταινία αυτή, έχει την αξία να θέτει σε μία προοπτική ό, τι από το παρελθόν επαναλαμβάνεται στο παρόν μας, αλλά και όλους εκείνους τους φόβους μας που προκύπτουν από τα φαντάσματά μας. Το πλήρες κείμενο υπάρχει δημοσιευμένο στο Passer, quoi qu'il en coûte (Ed. De Minuit, 2017), ένα όμορφο βιβλίο με δύο φωνές που συνυπογράφουν η Νίκη Γιάνναρη και ο ιστορικός τέχνης Georges Didi-Huberman.
Jacques Mandelbaum
Μτφ. Σ.Σ.