Ένα αγροτικό αυτοκίνητο στο κέντρο της σκηνικής δράσης, στο κέντρο της Ελλάδας. Από το ραδιο-σιντί μεταδίδεται λάιβ ένα ματσάκι του Ολυμπιακού και στο διάλειμμα διακρίνεται η ένρινη φωνή του Γιάννη Καλαντζή στο «Παραμυθάκι μου» σαν να φτάνει από το υπερπέραν – ενδεχόμενο κλείσιμο ματιού στην αντίστοιχη σκηνή από τον Εξορκιστή του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Κατσικοκούραδα, κλαδιά και φύλλα πεταμένα, αντρικά σώβρακα UOMO στη στοίβα με τα ασιδέρωτα, παντόφλες, πόρτες που χτυπούν με κρότο, πλήξη, ραθυμία. Εικόνες γνώριμες σε όσους «είναι από χωριό», ζουν σε χωριό, πηγαίνουν στο χωριό τον Δεκαπενταύγουστο, εκτυλίσσονται μπροστά μου στην πρόβα. Η σύνθεση της ελληνικής επαρχίας επιτυγχάνεται με απλό και αποτελεσματικό τρόπο που μιλά κατευθείαν στο θυμικό.
Ο Τομ έχει έρθει στο χωριό του εραστή του, που τον έχασε πρόσφατα, για να πενθήσει. Έλληνας κι εκείνος, ζει χρόνια εκτός Ελλάδας, ντελικάτος, «διεθνοποιημένος». Η μάνα του αγαπημένου του, η Αγαθή, δεν γνωρίζει, δεν θέλει να γνωρίζει. Ο αδερφός του, ο Φράγκος, είναι το αποπαίδι που έχει μείνει πίσω. Η Σάρα είναι η «βιτρίνα» από το εξωτερικό. Οι δυναμικές που θα αναπτυχθούν μεταξύ τους τις ώρες μετά την κηδεία θα είναι έντονες, εκρηκτικές, βίαιες, ενίοτε χιουμοριστικές, και είναι άγνωστο αν θα οδηγήσουν σε κάποιου είδους κάθαρση.
Τον επαρχιωτισμό τον βρίσκεις και σε μορφωμένες και ευκατάστατες οικογένειες, σε καλά σπίτια της Αθήνας. Δεν χρειάζεται να ταξιδέψεις στην απομακρυσμένη Ελλάδα.
Το έργο Ο Τομ στη φάρμα (Tom à la ferme), το συγκλονιστικό θεατρικό του Καναδού Μισέλ Μαρκ Μπουσάρ, γραμμένο το 2011, έγινε παγκοσμίως γνωστό όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από το τρομερό, ασύδοτο, εγωπαθές παιδί του παγκόσμιου art cinema, τον Ξαβιέ Ντολάν, το 2013 – πρόκειται σίγουρα για μία από τις καλύτερες, αν όχι την καλύτερη, ταινία στην άνιση καριέρα του 30χρονου σκηνοθέτη, που τελευταία έχει μεγαλοπιαστεί και δείχνει να έχει χάσει τη φόρμα του. Ο Έλληνας, μεγαλωμένος στη Γερμανία σκηνοθέτης Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος φαντάζει ως ο ιδανικός άνθρωπος για να αναλάβει τη σκηνική μεταφορά του συγκεκριμένου έργου στην Ελλάδα και να παραδώσει την πρώτη ελληνική παράσταση αμιγώς queer θεματικής της Στέγης. Με σημαντική καριέρα σε μεγάλους θεατρικούς θεσμούς του γερμανόφωνου θεάτρου και με ελληνικό δείγμα γραφής την εξαιρετική πρόσφατη μεταφορά στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου του έργου της Αλεξάνδρας Κ*, Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας (που πραγματευόταν και πάλι θεματικές παραπλήσιες της ελληνικής παθογένειας), ο Ζερβουλάκος βρίσκεται και ο ίδιος στο «μεταξύ» της ζωής και της καριέρας του στην Ευρώπη και της ελληνικής πραγματικότητας την οποία γνώριζε και ζούσε τα καλοκαίρια στη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας παράλληλα την απαραίτητη απόσταση από αυτήν.
«Είναι βράδυ στην αυλή. Κάνει πολλή ζέστη...»
«Υπάρχουν κάποια στοιχεία στην καταγωγή του ήρωα που αιτιολογούν το φαινόμενο που περιγράφεται στο έργο. Όταν το διάβασα, έκανα σύνδεση με τα βιώματά μου στην ελληνική κοινωνία, που, σε σύγκριση με μια κοινωνία της Κεντρικής Ευρώπης, μου φάνηκαν πολύ πιο ισχυρά και ως εκ τούτου θεώρησα πιο ενδιαφέρον να τοποθετηθεί εδώ το έργο. Κάπως έτσι προέκυψε και η σημαντική για την ψυχοσύνθεση των ηρώων αλλαγή του κλίματος. Το έργο διαδραματίζεται στον Καναδά τον χειμώνα, με την ακραία ψύχρα της μοναξιάς να δημιουργεί αυτήν τη διάθεση τρέλας, ενώ η αντίστοιχη συνθήκη στην Ελλάδα είναι η αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, εκεί που εμείς είμαστε στα high μας και τα νεύρα είναι τεταμένα. Επίσης, θεωρώ ότι, ακολουθώντας μια σύγχρονη λογική, η μετάφραση ενός έργου πρέπει να αποτελεί στην ουσία μια μεταφορά. Γι' αυτό και ο Φράνσις έγινε Φράγκος και η Αγκάθε έγινε Αγαθή, τα φαγητά εξελληνίστηκαν – όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις συζήτησα με τον συγγραφέα. Θέλω να βλέπω θέατρο που είναι συνδεδεμένο με τον τόπο στον οποίο παίζεται και να αφορά τον κόσμο. Εν τέλει, σαφώς υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε έναν Έλληνα που έχει ταξιδέψει ή ζήσει στο εξωτερικό και σε κάποιον που δεν έχει φύγει ποτέ από την Ελλάδα ή το χωριό του. Είναι δύο κόσμοι που με ενέπνευσαν να δημιουργήσω αυτή την κλίμακα που στο πρωτότυπο είναι ξεκάθαρα η σχέση μεταξύ επαρχίας και πόλης. Δεν υπάρχει για μένα μεγάλη διαφορά, αν μιλάμε για το τελευταίο κωλοχώρι ή για το κέντρο της Αθήνας, τον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Το σπίτι έχει μείνει σε κάποια σημεία στο ίδιο επίπεδο και σίγουρα είναι προκλητικό να πεις ότι η ελληνική αντίληψη στο ζήτημα της ομοφοβίας είναι ακόμα "επαρχία"».
Η ομοφοβία και η διαφορά πόλης - επαρχίας αποτελούν φυσικά τον πυρήνα του έργου, αλλά η σκηνική μεταφορά του Ζερβουλάκου θίγει εξίσου έντονα ζητήματα, όπως η θέση της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία, η φυλακή που αποτελεί για κάποιους ανθρώπους το πατρικό τους σπίτι, αλλά και το κοινωνικό στάτους. Πέρα από την τραγική κατάσταση που περιγράφει, το έργο, έτσι όπως το στήνει ο Ζερβουλάκος, έχει και κωμικές στιγμές – οι οποίες απουσιάζουν, τουλάχιστον από την κινηματογραφική μεταφορά του Ντολάν. «Σε αυτήν τη συνθήκη, καθένας από τους τέσσερις χαρακτήρες είναι καλός και ταυτόχρονα κακός, κανείς δεν είναι μόνο θύμα ή θύτης. Έτσι προσφέρουν στους θεατές θέματα και στιγμές για να ταυτιστούν. Για να συμβεί αυτό έπρεπε να είναι καταρχάς ανθρώπινοι, ζωντανοί. Κάθε θεατής κουβαλά τη δική του ιστορία. Ένα κορίτσι που πάντα ερωτεύεται ομοφυλόφιλους, μια μάνα που προσπαθεί πάντα να τα φτιάχνει όλα, κάποιος που έχει υποστεί bullying, κάποιος που έχει τραμπουκίσει. Δεν είναι μόνο ένα γκέι λαβ στόρι. Ήθελα, επιτέλους, να κάνω τον κόσμο να γελάσει με το θέμα, επειδή είναι τόσο τραγικό αυτό που βλέπει, όχι επειδή πάμε να το χτίσουμε γελοίο. Η στιγμή που γελάς με κάτι είναι συνδεδεμένη με τη συνείδηση. Η ταινία, από την άλλη, ακολούθησε κάπως την προτεσταντική λογική. Θα ήταν μια πολύ απλή λύση να δείξω τον γκέι που πάει στο χωριό και σακατεύεται από τον κακό στρέιτ».
Μια εκδρομή στην ελληνική επαρχία
Τον Σεπτέμβριο, τα μέλη του θιάσου και οι λοιποί συντελεστές ταξίδεψαν για μερικές μέρες στην επαρχία, στο πλαίσιο του «Hack the Drama» που διοργανώνει πλέον η Στέγη για όλες τις ελληνικές παραγωγές της. Έκαναν μια εκδρομή στην εξοχή κοντά στη Σπάρτη για να γνωριστούν μεταξύ τους καλύτερα και να επιχειρήσουν μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου. «Ήταν θαυμάσια ιδέα γιατί δεν είχαμε ξανασυναντηθεί ποτέ» λέει η Eva Maria Sommersberg που υποδύεται τη Σάρα και συμμετείχε και στο προηγούμενο ελληνικό θεατρικό του Ζερβουλάκου. «Για μένα είναι η δεύτερη φορά εδώ και έπρεπε να φρεσκάρω τις γνώσεις μου. Υπήρχε ένα καφενείο, μια ταβέρνα, για πλάκα ανοίξαμε το Tinder εκεί όπου ήμασταν και δεν βρήκαμε κανέναν μέσα. Μα τι κάνουν οι άνθρωποι εκεί όλη μέρα; Βλέπουν τηλεόραση; Πιθανότατα έχουν smartphones, ξέρουν ότι υπάρχουν οι εφαρμογές, γιατί δεν συνδέονται; Πήγαμε σε μια φάρμα και ο αγρότης, ο Παναγιώτης, μας έδειξε πώς σκοτώνεις μια κατσίκα. Δεν έχει μεγάλη διαφορά από τις φάρμες στη Γερμανία. Είναι πολύ βίαιο. Μια φάρμα είναι μια φάρμα, σκοτώνουν ζώα ‒ αυτό κάνουν, επειδή τρώμε ζώα».
«Πήγαμε σε ένα περιβάλλον που προσομοιάζει στην κατάσταση για να εξοικειωθούμε ο ένας με τον άλλο, το σύνολο του team» προσθέτει η Ρένια Λουιζίδου, η Αγαθή της παράστασης. «Όλοι έχουμε ξαναπάει σε μια φάρμα, δεν ήταν κάποια πρωτόγνωρη εμπειρία, αλλά το κάναμε μαζί με αφορμή το έργο. Ήταν μια διαδικασία που κράτησε τρεις μέρες και μας γλίτωσε πολύ χρόνο απ' ό,τι αν γινόταν στην Αθήνα. Το βράδυ αλυχτούσαν τα τσακάλια κι έτσι, όταν κάνουμε τώρα τη σκηνή στην οποία ακούγονται τα τσακάλια, έχουμε μια κοινή αναφορά». «Βοήθησε στο να αποκτήσουμε κώδικες μεταξύ μας και με τον σκηνοθέτη αυτή η εμπειρία» καταλήγει ο Λευτέρης Πολυχρόνης. «Υπάρχει, ας πούμε, η κωδική ονομασία "Αργύρης", που ήταν ο γιος του αγρότη».
Το θύμα και ο θύτης, δύο ρόλοι ασαφείς
«Με ευαισθησία» απαντά ο Λευτέρης Πολυχρόνης σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που προσέγγισε τον χαρακτήρα του νταή Φράγκου. «Δεν παίζω τον τραμπούκο, παίζω τον δυστυχισμένο. Ο Φράγκος δεν είναι απλώς ένας νταής. Προσπαθώ να βρω τη δυστυχία του και να την πάω κάπου, έτσι ώστε στο τέλος του έργου να έχει καταλάβει ο ίδιος κάτι γι' αυτήν του τη δυστυχία. Δεν αποστασιοποιούμαι. Θα μπορούσα να είμαι άνετα εγώ αυτός, που δεν είμαι καθόλου νταής. Φυσικά με απασχόλησε εξαρχής η σεξουαλικότητα του Φράγκου. Ήταν το πρώτο ερώτημα. Αλλά μπήκα στη διαδικασία να πω στον εαυτό μου ότι η σεξουαλικότητα δεν παίζεται στο θέατρο. Το κοινό μπορεί να αντιληφθεί, να υποψιαστεί, να απορήσει. Και τελικά δεν έχει σημασία».
«Το έργο είναι αρκετά ακραίο, οπότε προσπαθώ να το προσεγγίσω έτσι ώστε να μη γίνει εντελώς δράμα, προκειμένου να είναι υποφερτό» εξηγεί από την πλευρά του ο Αντώνης Πριμηκύρης που υποδύεται τον πρωταγωνιστή Τομ. «Για κάποιους ανθρώπους αυτή είναι η πραγματικότητά τους και σίγουρα βρίσκουν τρόπους να την αντιμετωπίζουν. Το ενδιαφέρον σε όλο αυτό είναι το γεγονός ότι ο Σαράντος προσπαθεί να δείξει τις δύο όψεις. Η εξωστρέφεια του Τομ σε ένα συντηρητικό περιβάλλον μπορεί να είναι εξίσου βίαιη. Είναι ένα ξένο σώμα. Η εύκολη ανάγνωση καταδεικνύει τους "χωριάτες", τους "βαρβάρους", αλλά είναι δύο διαφορετικοί πολιτισμοί που συναντιούνται και ψάχνουμε τρόπους αλληλεπίδρασης. Δεν είναι θέμα καλού και κακού αλλά επιτυχημένης ή αποτυχημένης συνύπαρξης».
«Ένα άτομο μέσα στη συνθήκη μιας οικογένειας, που είναι ένα μοντέλο μιας μικρής κοινωνίας, όσο και να είναι τραυματισμένο, όσο και να πονάει, δεν το βλέπουν οι άλλοι, δεν θέλουν να το βλέπουν. Θα βρει έναν άλλο τρόπο να ακουστεί η κραυγή του. Εφόσον δεν μπορεί να δεχτεί χάδι, ας δεχτεί βία, κάτι που θα τον κάνει να υπάρχει. Ο Φράγκος, όταν βλέπει τον Τομ, καταλαβαίνει ότι είναι πιο ελεύθερος. Ταυτόχρονα είναι ο πρώτος άνθρωπος εδώ και χρόνια που τον έχει αγγίξει, δεν το αντέχει, γι' αυτό πρέπει να τον διαλύσει. Αυτός είναι και ο κώδικας της Χρυσής Αυγής, ο φόβος τούς κινητοποιεί για να "δράσουν"» εξηγεί ο Σαράντος Ζερβουλάκος για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το έργο.
«Βέβαια, οι συνθήκες που κάνουν τον Τομ να συναινέσει σε αυτήν τη βία είναι συγκεκριμένες. Ο άνδρας αυτός είναι σε βαρύ πένθος, έχει χάσει τον άνθρωπο της ζωής του. Πάντως, γενικά, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτός που βαράει έχει περισσότερα προβλήματα από αυτόν που τις τρώει» καταλήγει η Ρένια Λουιζίδου.
«Θωμά, έλα να φας, παιδί μου!»
Δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικότερη η επιλογή της Ρένιας Λουιζίδου για τον ρόλο της Αγαθής, της τυπικής Ελληνίδας μάνας, που η έμπειρη ηθοποιός, μητέρα και η ίδια ενός γιου, αποδίδει με ανατριχιαστική ειλικρίνεια. «Είναι η μάνα που περνάνε όλα από τα χέρια της και ανακατεύεται πολύ. Είναι ο άνθρωπος που συνήθως δείχνουμε όταν θέλουμε να εξηγήσουμε το γιατί σε μερικές καταστάσεις. Ως ηθοποιός δεν ψάχνω ούτε να κρίνω ούτε να ταυτιστώ με αυτό που κάνω. Ψάχνω να κατανοήσω. Αν κρίναμε, δεν θα παίζαμε ούτε τη Μήδεια, ούτε την Αγαύη, ούτε τον Μάκβεθ. Η μάνα πάντα, κατά κάποιον τρόπο, μέσα της ξέρει. Συνειδητά; Βαθιά υποσυνείδητα; Ανάλογα με το περιβάλλον, είναι κάτι που της επιτρέπεται ή δεν της επιτρέπεται να βγάλει προς τα έξω. Εκεί μπαίνουν διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον η αποδοχή είναι πιο εύκολη απ' ό,τι στην απομόνωση της επαρχίας, όπου είσαι πιο εκτεθειμένος στην κοινωνική κριτική. Σε μια υγιή περίπτωση γονεϊκής σχέσης, το παιδί σου το αγαπάς σε τέτοιον βαθμό που δεν έχει σημασία (σ.σ. ο σεξουαλικός του προσανατολισμός). Το αγκάθι μπαίνει από την ώρα που θα το κρίνει η κοινωνία. Εκεί αρχίζει το πραγματικά μεγάλο πρόβλημα.
»Εδώ έχουμε ακραίες κοινωνικές συνθήκες: φτώχεια, απομόνωση, δύσκολο ιστορικό βίας από την πλευρά του άλλου γιου. Έχουν ζήσει μια ζωή με "πρόβλημα" το γκέι παιδί, που όμως έλυσε, σε πολλά εισαγωγικά, το πρόβλημα φεύγοντας, βρίσκοντας έναν πλάγιο τρόπο ελευθερίας. Το άλλο παιδί όμως έμεινε πίσω και επί είκοσι χρόνια είναι ο δακτυλοδεικτούμενος του χωριού. Η μάνα δεν έχει να διαχειριστεί μόνο το θέμα της ομοφυλοφιλίας του ενός γιου αλλά και της κοινωνικής τιμωρίας του άλλου γιου. Αυτό ενδεχομένως είναι πιο δύσκολο. Είναι μια οικογένεια που μπροστά στην αδυναμία της να αποδεχτεί το ένα της παιδί καταστράφηκε ολοσχερώς. Και, βεβαίως, ο θάνατος του γιου που ζει μακριά είναι αυτό που αναγκάζει αυτήν τη γυναίκα να πει στο τέλος "φτάνει". Πέρα από αυτό το οριακό σημείο δεν έχει καμία σημασία να παίξουν άλλο αυτό το παιχνίδι. Αν αυτό το θάρρος είχε παρθεί είκοσι χρόνια πριν, τότε που δεν μίλαγε και πριν γίνουν όλοι ρημάδια, τα πάντα θα ήταν αλλιώς».
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η ελληνική βερσιόν κάνει τους ήρωες μεγαλύτερους απ' ό,τι στο πρωτότυπο κατά περίπου 10 χρόνια δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσωπική ευθύνη που είχε ο νεκρός απέναντι στην οικογένειά του. «Είσαι μεγάλος άνθρωπος, δεν αρκεί να φύγεις και να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου».
Λαϊκά vs. ηλεκτρονικής μουσικής
Οργανικό κομμάτι της παράστασης αποτελεί και η μουσική επιμέλεια που έχουν αναλάβει οι Amateurboyz στο πρώτο τους σχετικό εγχείρημα. Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος και ο Σπύρος Πλιάτσικας, το αγαπημένο αθηναϊκό DJ δίδυμο, απογειώνουν, με τον τρόπο τους, κάθε σκηνή: «Η δική μας παρουσία εστιάζει πάντα στη σύγκρουση της στιγμής σε σχέση με το περιβάλλον. Δίνουμε μια διαφορετική αντίστιξη, σαν να τοποθετούμε το περιβάλλον ενός κλαμπ απέναντι σε ένα επαρχιακό χωριό. Μουσικά, βέβαια, οι επιλογές μας είναι από την κλαμπ κουλτούρα, για να τονιστεί αυτή η αντίστιξη μεταξύ του λαϊκού που ακούς στο αυτοκίνητο και της techno. Οι άξονες του ελληνικού και του ευρωπαϊκού είναι παρόντες και στη μουσική: ο Τομ και η ελληνική οικογένεια. Τα ελληνικά, βέβαια, στο αγροτικό τα έχουμε ακούσει πάρα πολλές φορές να περνούν, οπότε η μνήμη του θεατή ενισχύεται. Από την άλλη, εδώ έχουμε μια κηδεία. Στο κλαμπ μερικές φορές πενθείς κιόλας, όταν χορεύεις. Το κλαμπ δεν είναι πάντα ευφορία, αλλά η εκτόνωση μιας κατάστασης».
«Με ενδιαφέρει να δείξω ότι ο γιος τους ο πεθαμένος και ο Τομ θα πήγαιναν στο πάρτι στο Ρομάντσο, όχι σε λαϊκή βραδιά στο χωριό. Η ελευθερία της νύχτας λειτουργεί ως ενδιαφέρον μουσικό background. Η σύγκρουση των δύο κόσμων συμβαίνει σε όλες τις λεπτομέρειες» συμπληρώνει ο Σαράντος Ζερβουλάκος.
Τελικά, η επαρχία έχει το θέμα;
Κανείς από τους βασικούς συντελεστές της παράστασης δεν έχει εμπειρία διαβίωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα στην επαρχία. Ενδεχομένως αυτή η απουσία βιώματος να τους κάνει να συμφωνούν ότι φαινόμενα όπως η ομοφοβία δεν εκδηλώνονται διαφορετικά στην επαρχία απ' ό,τι τις μεγάλες πόλεις. «Εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη κι έχω ζήσει όλη μου την ενήλικη ζωή στην Αθήνα» ξεκινά η Ρένια Λουιζίδου. «Οι πρόγονοί μου ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, δεν είχαμε χωριό ποτέ, δεν έχω καμία εικόνα τού "πάω στη γιαγιά και στον παππού στο χωριό". Η σχέση μου με την επαρχία είναι τουριστική. Είμαστε όμως μια τόσο μικρή χώρα, που είναι όλα δίπλα μας, ανοιχτό βιβλίο, η από πάνω μου στην πολυκατοικία, η διπλανή μου, πολύ αναγνωρίσιμα πράγματα. Ακόμα και για έναν άνθρωπο σαν εμένα, που δεν έχει χωριό να ανατρέξει, οι εικόνες είναι πολύ ζωντανές. Δεν αισθάνθηκα καν ότι χρειάζεται να έχω τέτοια προσωπική αναφορά. Είναι κάπως αφελές το ότι οφείλεις να βιώσεις κάτι για να ταυτιστείς. Δεν είναι αυτή η δουλειά μας».
Ο Λευτέρης Πολυχρόνης επιχειρεί να το γενικεύσει. «Δεν είμαι παιδί της επαρχία και, καλώς η κακώς, όταν ήμουν μικρός ντρεπόμουν γι' αυτό. Δεν υπάρχει όμως ούτε μία φράση του Φράγκου που να μην την έχουμε ακούσει όλοι μας, καθημερινά, στις ειδήσεις. Το νταηλίκι του Φράγκου υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, παντού. Στον δρόμο, στον μπάτσο, στον δικηγόρο, στο λαϊκό παιδί από το Περιστέρι, στο πλούσιο παιδί από την Εκάλη, σε όλες τις οικογένειες. Οι ειδήσεις είναι ό,τι πιο βίαιο μπορώ να βιώσω εγώ αυτή την εποχή. Μη σου πω ότι τώρα πια, στην επαρχία, με το κόμπλεξ που μπορεί να έχουν, πάει να αλλάξει το πράγμα. Ίσως εγώ να το βλέπω λίγο εξότικ».
«Ούτε κι εγώ θα πρωτοτυπήσω» λέει με τη σειρά του ο Αντώνης Πριμηκύρης. «Το προηγούμενο διάστημα βρέθηκα στην επαρχία και είχε ενδιαφέρον να την παρατηρώ υπό το πρίσμα της βίας που μας απασχολεί εδώ. Θεωρώ ότι η βία έχει διαφορετικές επιτελέσεις εκεί, λόγω της διαφορετικής ζωής. Άλλη η αίσθηση της επαφής με τη γη, με τη χειρωνακτική εργασία, διαφορετική η αίσθηση του χρόνου, του ιδιωτικού, διαφορετικός ο τρόπος που εκτονώνονται. Για έναν τουρίστα, δηλαδή για μένα, κάποια πράγματα μπορεί να φαίνονται άγρια γιατί εκπαιδεύτηκα να τα αντιμετωπίζω ως άγρια. Σουλατσάροντας στην Αθήνα, όμως, βλέπουμε αντίστοιχα τέτοιου είδους αγριότητα εναντίον των αστέγων, τον δημόσιο χώρο να είναι ο χώρος των εξαθλιωμένων. Την κατονομάζουμε ή τη βιώνουμε με διαφορετικό τρόπο. Έχω την εντύπωση ότι είναι αφελές να πει κάποιος ότι η πρωτεύουσα είναι το φως και η επαρχία το σκοτάδι. Σίγουρα, κάποιος που έχει μεγαλώσει στην επαρχία ξέρει πολύ καλύτερα τις σκοτεινές πλευρές της και θαυμάζει τα θετικά μιας μεγαλύτερης κλίμακας».
«Έχει νόημα να ξεχωρίσει κανείς τις λέξεις "επαρχία" ως τόπο και "επαρχιωτισμό" ως αντίληψη» συνοψίζει ο Σαράντος Ζερβουλάκος. Τον επαρχιωτισμό τον βρίσκεις και σε μορφωμένες και ευκατάστατες οικογένειες, σε καλά σπίτια της Αθήνας. Δεν χρειάζεται να ταξιδέψεις στην απομακρυσμένη Ελλάδα. Η παράσταση θα παιχτεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Ο χώρος έχει έναν ρόλο. Στη δουλειά μου από κει ξεκινά η κάθε επιλογή των λεπτομερειών. Εδώ έχει ενδιαφέρον αυτό το περιβάλλον να συναντηθεί με μια νοοτροπία που δημιουργεί σύγκρουση. Η Στέγη δεν είναι έτσι, φυσικά, αλλά επιτρέπει να ανοίξει αυτή η συζήτηση».
Info
Tom in Greece (Tom à la ferme)
του Michel Marc Bouchard
Μετάφραση: Αμαλία Κοντογιάννη
Σκηνοθεσία: Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος
Σκηνικά - Κοστούμια: Τίνα Τζόκα
Μουσική: Amateurboyz
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλλα Ράπτη
Σύμβουλος Δραματουργίας: Lisiane Durand
Οργάνωση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη
Μια ιδέα της Eteria Filon
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Ερμηνεύουν: Αντώνης Πριμηκύρης, Ρένια Λουιζίδου, Λευτέρης Πολυχρόνης, Eva Maria Sommersberg
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Μικρή Σκηνή (Συγγρού 107)
12-29/12
Παραστάσεις: Τετ.-Σάβ. 21:00, Κυρ. 18:00
Διάρκεια παράστασης: 110 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια