Θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν μεγάλο το ρίσκο που πήραν ο Πρόδρομος Τσινικόρης και ο Ανέστης Αζάς, καλλιτεχνικοί διευθυντές της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, να αναθέσουν τη σκηνοθεσία του πρώτου θεατρικού έργου της Αλεξάνδρας Κ* σε μία μετάκληση από το εξωτερικό.
Ο Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος έχει σημαντική πορεία στο γερμανόφωνο θέατρο και βάση του εδώ και κάποια χρόνια τη Βιέννη, είναι όμως –θεωρητικά– ένας outsider ως προς τα ελληνικά κοινωνικά και καλλιτεχνικά δρώμενα των τελευταίων δύο δεκαετιών και οι «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας», που κλείνουν ιδανικά το φετινό ρεπερτόριο της Πειραματικής, είναι η επιτομή του σύγχρονου ελληνικού έργου που μιλά για το εδώ και τώρα της Ελλάδας.
Συνεπώς, εκ πρώτης όψεως, ένας σκηνοθέτης που δραστηριοποιείται στην Αθήνα θα ήταν ενδεχομένως μια πιο προφανής επιλογή. Είναι όμως έτσι;
Έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πορεία, τα θέματα, τον τρόπο έκφρασης. Μετά από μία περίοδο έντονου φορμαλισμού, με δάνεια από τις εικαστικές τέχνες, επικρατεί μια τάση, που εκφράστηκε έντονα πέρσι, για επιστροφή στον άνθρωπο πάνω στη σκηνή.
Επηρεάζει τις σκέψεις όλων μας αυτό.
Από το πρώτο δεκάλεπτο της συνάντησής μας στον Εθνικό Κήπο, καταλαβαίνω γιατί ο Σαράντος ήταν η ιδανική επιλογή. Μπορεί η εκ του σύνεγγυς επαφή του με την Ελλάδα να περιοριζόταν στα καλοκαίρια που πέρναγε ως παιδί με την οικογένεια της θείας του στη Θεσσαλονίκη, κι έπειτα να περιέλαβε συγκεκριμένες περιόδους προσωρινής εγκατάστασής του στην Αθήνα, όμως η πρώτη του αμιγώς ελληνική και αθηναϊκή δουλειά ήταν μάλλον κάτι σαν ανάγκη για εκείνον, και το όραμά του, όπως μου το εκφράζει απρόσκοπτα, με αυτό το γοητευτικό συνονθύλευμα βορειοελλαδίτικης προφοράς και ξενική εσάνς, πολύ συγκεκριμένο.
Ήταν απαραίτητη, εξάλλου, η αποστασιοποίηση που χρειαζόταν η σκηνοθετική ματιά του ανθρώπου που θα αναλάμβανε να μεταφέρει στη σκηνή ένα τόσο over the top κείμενο, που φέρει αυτούσιο το ιδιόλεκτο της συγγραφέως, καθώς παίζει μαεστρικά με τις συλλογικές μνήμες και τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην παλιά και τη νέα γενιά, με αφορμή την απόδοση ευθυνών για όσα ζει η χώρα την τελευταία δεκαετία. Ένα έργο που ξεκινά ως σάτιρα για να σοβαρέψει απότομα και να εξελιχθεί σε οριακά γκροτέσκ θρίλερ, κλείνοντας τελικά με σχήμα κύκλου.
Ο Αντώνης Τάδε είναι ο πατέρας μου, ο πατέρας σου, ο μέσος όρος του Έλληνα πατέρα που ήθελε ένα εξοχικό στον τόπο που μεγάλωσε, ένα σπίτι - απόδειξη κοινωνικής ανόδου για εκείνον και παρακαταθήκη για τα παιδιά του. Μια και το έχτισε την περίοδο των παχιών αγελάδων, έπρεπε να βάλει και μία πισίνα. Σήμερα τα παιδιά μεγάλωσαν και οι ανάγκες που επιτάσσει η εποχή είναι διαφορετικές.
— Μεγάλωσες ως δίγλωσσος;
Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στη Γερμανία. Ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα μου είναι Γερμανίδα, ήρθαν στην Ελλάδα το '79 και παντρεύτηκαν το '80, που γεννήθηκα κι εγώ. Αρχές '82 επιστρέψαμε στη Γερμανία.
Υπήρχε πάντα η αίσθηση ότι θα γυρίσουμε κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτό έπαιρνε παράταση ανά πενταετία. Η μητέρα μου νιώθει μεγάλη σύνδεση με τον τόπο επειδή με έχει γεννήσει εδώ, γι' αυτό και υποστήριξε πολύ να μεγαλώσω ως δίγλωσσος. Έμαθε και η ίδια ελληνικά και ήθελε να μάθουμε κι εμείς από όλα τα ελληνικά.
Είχαμε μια babysitter, τη Βαγγελιώ από τον Βόλο, που μας μαγείρευε, μας φρόντιζε μετά το σχολείο και -το πιο σημαντικό για μένα- μας έφερε σε επαφή με τον ελληνικό κινηματογράφο. Κουβαλούσε με το αυτοκίνητο από την Ελλάδα βιντεοκασέτες και το μεσημέρι, όταν σιδέρωνε, εμείς βλέπαμε ταινίες. Το έχω πει και στον αδερφό μου, που έχει δύο κόρες και τις μεγαλώνει στη Γερμανία, ότι είναι ένας καλός τρόπος να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με καλά ελληνικά.
Τότε υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες με τις δουλειές τους -είναι γιατροί και οι δύο-, κάθε φορά που ερχόμασταν στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι ψάχναμε τη δεκαετία του '80 για ξενοδοχεία που είχαν telefax, για να στείλει κάτι στο νοσοκομείο ο πατέρας μου. Εντελώς διαφορετικές καταστάσεις.
— Η παράσταση ξεκινά με ένα βίντεο, τραβηγμένο υποτίθεται το καλοκαίρι του 2004. Εσύ πού βρισκόσουν τότε;
Είχα εξετάσεις στην ιατρική, όπου σπούδαζα τότε, και δεν μπορούσα να είμαι στην Ελλάδα. Θυμάμαι όμως τόσο έντονα να βλέπουμε όλοι την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και οι γονείς μου να σχολιάζουν πως «τα πράγματα έχουν αλλάξει, μπορούμε τώρα να γυρίσουμε».
Ήταν πολύ σημαντική αυτή η εικόνα για τους Έλληνες τους εξωτερικού. Όταν για πρώτη φορά προσγειώθηκα στο νέο αεροδρόμιο ένιωθα σαν η χώρα να είχε μπει στο επόμενο στάδιο. Βέβαια τώρα τα βλέπω κάπως διαφορετικά τα πράγματα.
— Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με το Εθνικό και την Αλεξάνδρα;
Είναι μια ιστορία που πηγαίνει πίσω αρκετά χρόνια. Γνώρισα τον Ανέστη στο Βερολίνο, όταν σπούδαζε στη Δραματική Σχολή κι εγώ ήμουν βοηθός σε δύο παραγωγές.
Από καιρό σε καιρό βρισκόμασταν, ενώ παρατηρούσα προς τα πού πάει η συνεργασία τους με τον Πρόδρομο. Γνωρίζουν το γερμανόφωνο θέατρο και μπορούσαμε να μιλήσουμε για πολλά πράγματα, ακόμα και σε απλό επίπεδο ενημέρωσης. Ήξεραν την παρουσία μου στον χώρο και τη δουλειά μου. Κάποια στιγμή είχα πάει στο Βερολίνο για να δω και την παράσταση που παρουσίασαν εκεί.
Ήθελα να εκφραστώ στα ελληνικά, ήταν μεγάλη επιθυμία μου να δουλέψω πάνω στον ελληνικό τόνο που είναι συνδεδεμένος με την ελληνική νοοτροπία. Ο ελληνογερμανικός άξονας, που έχει δημιουργήσει τόσες εντάσεις τα τελευταία χρόνια, είναι πάντα μέσα μου, νιώθω πως με τις δύο γλώσσες λειτουργεί όλος μου ο εγκέφαλός.
Μου έρχεται λοιπόν ένα μέιλ πέρσι τον Μάιο από τον Πρόδρομο και τον Ανέστη όπου μου πρότειναν να διαβάσω το συγκεκριμένο έργο. Ήθελαν να το αναλάβει κάποιος που να έχει τις δύο ματιές, του εξωτερικού και της Ελλάδας, ενώ παράλληλα θεωρούσαν ότι το χιούμορ του ταίριαζε στη δουλειά μου.
Το διάβασα στη Βιέννη και μετά από τη σελίδα 3 το ερωτεύτηκα – είναι η μαγική σελίδα για μένα αυτή. Ήρθα για να γνωρίσω την Αλεξάνδρα και κατάλαβα ότι κάποια πράγματα είναι μοιραία. Έχουμε λειτουργήσει όλοι σε αυτή την παραγωγή σαν ένα παζλ και το κομμάτι που προσέφερε ο καθένας ταίριαζε με το άλλο με έναν μαγικό τρόπο.
— Πώς ήταν αυτός ο χειμώνας της προετοιμασίας σου στην Αθήνα για το έργο;
Είχα ξαναμείνει τον χειμώνα του '15, για μια παράσταση που παρουσιάσαμε στη Θεσσαλονίκη, με το ΚΘΒΕ, αλλά κάναμε πρόβες στην Αθήνα. Το να πηγαίνεις στην πρόβα το πρωί και να είναι γαλανός ο ουρανός τον Δεκέμβριο είναι κάτι μοναδικό, όταν έχεις μεγαλώσει στη Γερμανία. Συνδέεται με τις αναμνήσεις του καλοκαιριού, που μέχρι τα 30 μου ήταν οι μόνες εμπειρίες μου με την Ελλάδα.
Μετά το 2010, όταν τελείωσα τη σχολή στην Αυστρία και μπήκα στο επάγγελμα, ερχόμουν ως επισκέπτης με κάθε ευκαιρία και τον χειμώνα στην Ελλάδα, όποτε είχα κενό ανάμεσα στις δουλειές μου. Τον Φεβρουάριο του '11 αντίκρισα για πρώτη φορά το γκρίζο βρεγμένο τσιμέντο της Θεσσαλονίκης που δεν είχε καμία σχέση με την αίσθηση που είχα εγώ για την Ελλάδα.
— Πόσο γνώριμα σου ήταν τα βιώματα που περιγράφονται στο έργο;
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα, ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά που λέγονται στο έργο έχουν ειπωθεί πραγματικά από αληθινούς ανθρώπους. Γι' αυτό είναι τόσο γνώριμοι οι χαρακτήρες.
Ο Ανέστης και ο Πρόδρομος ήξεραν πως επί χρόνια ερχόμουν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα κι έμενα με την οικογένεια της θείας μου. Ήμασταν σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, όλη μέρα στο φαρμακείο της, κι εγώ ήμουν παρατηρητής σε ένα πολύ οικογενειακό καλοκαίρι. Μου ήταν πολύ γνωστά όλα αυτά τα θέματα.
— Δεν είσαι δηλαδή σαν τη Γερμανίδα ηθοποιό που προσπαθεί να καταλάβει, στην πιο δυνατή, κατ' εμέ, σκηνή του έργου, την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, έτσι όπως της την περιγράφουν.
Όχι. Ο χαρακτήρας της Γερμανίδας μου έδωσε από την αρχή το παραθυράκι για να πω δυο-τρία πράγματα και να τα συνδέσω με μερικές παρατηρήσεις που έχω να κάνω, με τη γερμανική μου άποψη.
Η ελληνική άποψη εκφράζεται από τους άλλους τρεις χαρακτήρες και μάλιστα από δύο γενιές. Τη γενιά των παιδιών τη γνωρίζω, είναι η δική μου, και ο πατέρας είναι, όπως είπαμε, ένα best of από γνωστούς πατεράδες.
Ήταν για μένα σημαντικό να μην καταλήξει η παράσταση σε μια κατηγορία για μια γενιά που μας πρόσφερε πολλά πράγματα, που χωρίς αυτή δεν θα είχαμε μεγαλώσει ούτε εξελίξει τις δυνατότητές μας.
— Η αλήθεια είναι ότι το έργο δεν παίρνει σαφή θέση εναντίον μίας από τις δύο γενιές. Τα «χώνει» και στις δύο και γι' αυτό δεν καταλήγει κάπου με την τρίτη πράξη, τη διέξοδο.
Αυτή είναι η ποιότητα της Αλεξάνδρας, έχει πιάσει τέσσερις θέσεις με τις οποίες μπορείς να ταυτιστείς και ένα δίλημμα για το οποίο δεν βγαίνει άκρη. Όμως η συζήτηση γίνεται και όλοι έχουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να εκφραστούν.
Στην πρώτη σκηνή όπου βλέπουμε τον Μανώλη Μαυροματάκη να θάβει τα κόκαλα της μάνας του, σχολιάζεται αυτό που υπήρχε πριν από όλα: η φτώχεια. Ήταν μία από τις βασικές απαντήσεις που έδινα στον Μανώλη όταν με ρωτούσε «γιατί».
Εγώ δεν τα έζησα αλλά γνωρίζω ποια ήταν τα θέματα αυτής της γενιάς και από τι ήθελαν να μας προστατεύσουν. Όλοι προσπαθούν να το κάνουν σωστά, στο πλαίσιο της εποχής τους. Είναι πολύ εύκολο και πολύ μπανάλ το «φταίει η τάδε γενιά και το τάδε κόμμα».
— Και το έχουμε ακούσει και δει τόσες φορές. Δεν οδηγεί πουθενά.
Αυτό ακριβώς ήταν βασικό στοιχείο στον τρόπο που δουλέψαμε. Πάμε επιτέλους για το επόμενο βήμα! Όπως μέσα στην οικογένεια υπάρχουν κάποια keywords που τα ακούς και στη Γερμανία λες ότι «σε πάνε στον φοίνικα», έτσι και στην κοινωνία συνειδητοποιείς καμιά φορά ότι, ενώ έχουμε πει τόσα πολλά, έχουμε συνεννοηθεί ελάχιστα, άρα πού είναι το επόμενο βήμα; Με ενδιαφέρει και το παρατήρησα κατά την παραμονή μου εδώ. Αν μου φάνηκε κάτι ξένο, ήταν αυτό.
— Τι ακριβώς παρατηρούσες και πώς προετοιμάστηκες, τους τελευταίους έξι μήνες που βρίσκεσαι στην Αθήνα, για να σκηνοθετήσεις την παράσταση;
Από το περασμένο καλοκαίρι, όσο μπορούσα, έβλεπα διάφορες παραστάσεις εδώ γιατί ήθελα να κατανοήσω περισσότερο τα θέματα, τον τρόπο αντιμετώπισης, ποια θεωρείται πετυχημένη λογική αφήγησης και ποια όχι...
Οι κώδικες είναι διαφορετικοί. Εγώ κάποια πράγματα τα κάνω με τη λογική της κεντρικής Ευρώπης. Στο έργο που παρουσίασα πριν από τρία χρόνια στο ΚΘΒΕ είχα συνεργάτες ξένους, είχα τη λογική πως ερχόμουν από την Αυστρία και φέρνω την ομάδα μου. Μου έλειπε το στοιχείο της κατανόησης των πραγμάτων μέσα από την οπτική της Ελλάδας.
Γι' αυτό αποφάσισα αυτή τη φορά να δουλέψω μόνο με ανθρώπους που είναι από εδώ. Με βοήθησε που γνώρισα και ανέπτυξα καλή χημεία με τον κύκλο της Αλεξάνδρας. Μας ενώνει αυτό το στοιχείο με την Αλεξάνδρα, το ότι δουλεύουμε μέσα από τις προσωπικές μας εμπειρίες.
Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να πάρω αυτό το team στην Αυστρία και να δουλέψουμε εκεί, με τους εκεί κώδικες, να ακολουθήσω την αντίστροφη πορεία.
— Ποια είναι η βασική διαφορά στον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι άνθρωποι του θεάτρου στην Αθήνα, σε σχέση με τη Βιέννη και τη Γερμανία;
Στις περισσότερες σκηνές του εξωτερικού υπάρχει εναλλασσόμενο ρεπερτόριο. Ένα έργο μπορεί να παίζεται για χρόνια, αλλά με μεγάλα χρονικά κενά ανάμεσα στις παραστάσεις.
Ο τρόπος παρουσίασης των έργων στην Ελλάδα, όπου παίζονται σχεδόν καθημερινά για ένα χρονικό διάστημα, προσφέρει μεγάλη συγκέντρωση για έναν ηθοποιό σε μία παραγωγή και το εκτίμησα πολύ.
Μπορείς να κάνεις τη διανομή έτσι ώστε να βρεις τα ιδανικά άτομα που θα έχουν τον χρόνο να ασχοληθούν μόνο με τη δική σου παράσταση. Αυτό απουσιάζει έξω, όπου υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν σε 10-12 διαφορετικές παραστάσεις ανά μία σεζόν. Είναι άλλος ο τρόπος δουλειάς, κάθε μέρα διαφορετική παράσταση, τρεις ώρες προετοιμασία, ξανά το κείμενο... Απαιτεί μεγάλη πειθαρχία.
Αλλά και για μένα είναι εμπειρία να πηγαίνω καθημερινά στις παραστάσεις, τώρα που ξεκίνησαν. Βλέπω κάτι που εξελίσσεται. Στο εξωτερικό, ενώ έχεις ζήσει για πολύ καιρό με έναν θίασο, στη διάρκεια των προβών, ξαφνικά φεύγεις απότομα και αποκόπτεσαι.
— Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο στον τρόπο που δουλεύουμε στην Ελλάδα;
Παρατήρησα ότι οι βασικές διαδικασίες ήταν οι ίδιες, στο επίπεδο που δουλέψαμε. Οι ρυθμοί και η σειρά των πραγμάτων μπορεί να διαφέρουν και γι' αυτό έπρεπε να βασιστώ στην ομάδα μου που είναι συνηθισμένη στα εδώ δεδομένα και κάπως να συνυπάρξουμε με τον δικό μου ρυθμό.
Για μένα, ας πούμε, είναι σημαντικό που η πρεμιέρα ορίζεται σε μία συγκεκριμένη μέρα, καθώς πάει όλη η συγκέντρωση προς τα εκεί. Εδώ έμαθα ότι μπορεί να ξεκινήσει το έργο και η επίσημη πρεμιέρα να μετατεθεί αργότερα.
Ήθελα, ωστόσο, να ανακαλύψω μέσα στο ελληνικό σύστημα πράγματα που μου λείπουν εκεί. Η αυθόρμητη ελληνική ενέργεια που μπορεί μέχρι την τελευταία στιγμή να τα ανατρέψει όλα λειτουργεί ως πλεονέκτημα σε σχέση με τον αυστηρό προγραμματισμό που συναντάς βόρεια. Το παρατήρησε και η Γερμανίδα συνάδελφος αυτό.
— Πώς την επέλεξες;
Την Eva τη γνωρίζω από παλιά, από τη σχολή, και ήταν η πρώτη ηθοποιός που σκηνοθέτησα. Με ενδιαφέρει η διανομή να εκφράζει μια αλήθεια. Είναι διαφορετικό μια ηθοποιός να παίζει την ξένη από το να είναι ξένη. Δεν έχει καμία σχέση με το αν είναι ξανθιά ή με το πόσο καλά μιλάει τη γλώσσα.
— Το γερμανόφωνο θέατρο, ο πυρήνας αυτή τη στιγμή του θεάτρου στην Ευρώπη, υφίσταται ζυμώσεις. Προς τα πού βλέπεις να πηγαίνει;
Έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πορεία, τα θέματα, τον τρόπο έκφρασης. Μετά από μία περίοδο έντονου φορμαλισμού, με δάνεια από τις εικαστικές τέχνες, επικρατεί μια τάση, που εκφράστηκε έντονα πέρσι, για επιστροφή στον άνθρωπο πάνω στη σκηνή.
Επηρεάζει τις σκέψεις όλων μας αυτό. Η δική μου απαίτησή να έχω μία αυθεντική διανομή και να δουλέψω πάνω σε μία κατάσταση που είναι δεδομένη, και όχι σε κάποια άλλη, σε μία σκηνή στο κέντρο της Αθήνας, σχετίζεται με αυτό το κριτήριο της επιστροφής στον άνθρωπο.
Εμένα με ενδιαφέρει πώς ένα σύστημα που είναι ψεύτικο μπορεί να ζήσει κατ' αρχήν μπροστά σου. Η δουλειά αυτή είναι εφήμερη, το θέατρο δεν είναι κινηματογράφος. Αυτό το γνωρίζουν καλά έξω.
Επιθυμούν επίσης πλέον να αποτελεί η σκηνή αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας, να εκπροσωπούνται όλες οι κοινωνικές ομάδες, πράγμα που δεν συμβαίνει ακόμα και μπορεί να εξελιχθεί πολύ περισσότερο. Ο τόνος μετράει πάντα. Πάνω στη σκηνή γκρεμίζουμε τα όρια της γλώσσας.
— Ποια είναι η μεγαλύτερη παραδοξότητα με τον ελληνικό τόνο;
Έχει στιγμές πολύ ξεκάθαρες, που στο ξένο αυτί φαίνονται επιθετικές. Μεγαλώνοντας, όταν έρχονταν φίλοι Γερμανοί στο σπίτι και μας άκουγαν να μιλάμε, αναρωτιόνταν γιατί μαλώνουμε. Οι ίδιοι δεν θεωρούν τη δική τους γλώσσα «αυστηρή».
Επίσης, με ενδιαφέρει πολύ, ειδικά στην κωμωδία, το ελληνικό υπονοούμενο, η ειρωνεία που γεννιέται με έναν διαφορετικό τόνο. Το εκτιμά πολύ και η Γερμανίδα ηθοποιός αυτό. Γενικά έχουμε βάλει στοίχημα πως μέχρι την τελευταία παράσταση η Eva θα μιλά ελληνικά.
Info
Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας, της Αλεξάνδρας Κ*
Σκηνοθεσία: Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος
Παίζουν: Μανώλης Μαυροματάκης, Δημήτρης Πασσάς, Ρόζα Προδρόμου, Eva Maria Sommersberg
Εθνικό Θέατρο – Πειραματική Σκηνή
Θέατρο Rex – Σκηνή «Κατίνα Παξινού» (Πανεπιστημίου 48)
Τετ. – Κυρ. 21:00, έως 17/6