Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη
Ο γάμος με την Κωνσταντίνα Σαββίνου
Προξενιό για γάμο
Αυταί αι συζητήσεις έγιναν το πρώτο βράδυ, και το δεύτερο βράδυ τα ίδια πάλι συζητούσαμε. Καμιά φορά πετιέται η μάνα μου και λέγει: Από κόντο μας ήλθε και μια συμπεθεριά σήμερα, ήλθε ο Γεώργος ο Γράτζας και μου είπε εάν πρόκειται να παντρευτή ο Κώστας να του δώσουμε την Κωστάντω της θειάς μου της Μαρίας του Σαββίνου. Ο Γράτζας εμένα με είχε δεύτερο εξάδελφο από το Κακαβουλέικο και την κοπέλα την είχε πρώτη εξαδέλφη, ήτανε οι μανάδες τους αδελφές. Εις εμένα άρεσε αυτή η πρότασις, ήτο για μένα ότι έπρεπε, καλή κοπέλα όμορφη, εμφανίσιμη, ηθικότατη, αλλ’ ο πατέρας μου έφερε αντιρρήσεις διότι ήτο από ταπεινό σόι και μου είπε να μην δώσουμε απάντηση και την ερχομένη Κυριακήν να πάω στην Εκκλησία να ιδώ και τις άλλες κοπέλες του χωριού μην μου αρέσει καμιά άλλη καλλίτερα, και συγκεκριμένα την Ακριβούλα του Αναστάση του Κακαβούλη και την Γιούλα του Θεμιστοκλή Ανυφαντή. Εγώ εδήλωσα ότι αν θα παντρευτώ, αυτή θα πάρω. Μου λέγει ο πατέρας: Μα ξέρεις δεν είναι η Κωστάντω εκείνη που ήτανε. Αμέσως ο νους μου πήγε στο ζήτημα της ηθικής και του είπα μήπως έχει τίποτα εις βάρος της και μου είπε όχι, αλλά από στενοχώρια που πέθαναν 2 αδέλφια της έχει χαλάσει οπωσδήποτε η εμφάνισή της. Εγώ του απήντησα ότι αυτή θα πάρω και ας είναι όπως κι αν είναι εφ’ όσον ηθικώς είναι εντάξει. Είχα 3 χρόνια να την ιδώ. Τότε υπεχώρησε ο πατέρας μου και είπε το ναι.
Η απόφαση
Την ίδια ημέραν έρχεται ο μπάρμπα Βασίλης ο Γαρουφαλής και με φώναξε να πάω εκεί. Πήγα λοιπόν καθήσαμε σ’ ένα ίσκιο, ήτο μήνας Ιούνιος, και με ρώτησε αν είναι αλήθεια ότι παντρεύομαι και του απάντησα ναι. Τι μου λες μωρέ Κώστα, πας χαμένος κακομοίρη. Πως δεν με ρωτούσατε και μένα; Μα τι συμβαίνει μπάρμπα Βασίλη, του είπα εγώ. Μα δεν ξέρετε, μου λέει, ότι η κοπέλα αυτή σεληνιάζεται; Τι μου λές μπάρμπα Βασίλη, του είπα εγώ, η αλήθεια είναι ότι μου ήλθε ταμπλάς. Πως δεν με ρωτούσατε και μένα που ξέρητε ότι σας αγαπώ και σένα και τον πατέρα σου; Εγώ σου λέω να χαλάσητε την προξενιά αυτή γιατί πας χαμένος. Πράγματι με κιότεψε και το βράδυ που ήλθε ο πατέρας μου από την Βασιλική του είπα να πάει να χαλάση την συμπεθεριά γιατί αυτά μου είπε ο Βασίλης ο Γαρουφαλής. Ο πατέρας μου απάντησε ότι, θα την πάρης κερατά και θα σκάσης, γιατί έδωσα τον λόγο μου, τότε υποχώρησα.
Ολα αυτά που μου είπε ο καλοθελητής αυτός ήτανε σκευωρία, διότι την κοπέλα την είχε ζητήσει κάποιος φίλος του με τον οποίον έκλεβαν μαζί, έκαναν και άλλα εγκλήματα να χαλάση την προξενειά και αφού χαλάσει η προξενειά αυτή θα απαγοητευθούν πλέον από το μέρος της νύφης και θα την έδιναν εις αυτόν. Γι’ αυτό εδημιούργησαν όλην αυτήν την θεωρία.
Οι αρραβώνες
Αφού λοιπόν ο πατέρας έμεινε εις τον λόγο του και την 4ην Ιουλίου 1914 έγιναν οι αρραβώνες, η μακαρίτισσα η πεθερά μου παρεκάλεσε τον πατέρα μου να μου επιτρέπη να πηγαίνω κάθε βράδυ στο σπίτι τους να τρώγω εκεί και να κοιμάμαι. Αυτό εγένετο μέχρι του γάμου μας.
Την 14ην Νοεμβρίου έγινε ο φοβερός σεισμός του Αγίου Φιλίππου, ο οποίος έκανε το πατρικό μου σπίτι ακατοίκητο. Η οικογένειά μας έμενε στο σπίτι του Θεόδωρου Τσαρλαμπά διότι την περίοδον εκείνην ήτο ο πατέρας μου πληρεξούσιός του. Ανεβλήθη λοιπόν ο γάμος επ’ αόριστον έως ότου φκιάσουμε το σπίτι. Μου έλεγαν να στεφανωθούμε στο σπίτι της νύφης, αλλ’ εγώ δεν δεχόμουν, ήθελα να κάνω το γάμο μου στο πατρικό μου σπίτι.
Πέρασε ο χειμώνας και ήλθε η άνοιξις, το σπίτι δεν το επισκευάσαμε. Μια μέρα που συζητούσαμε με την αρραβωνιαστικιά μου για το γάμο μας, με παρεκάλεσε να υποχωρήσω να γίνη ο γάμος στο σπίτι το δικό της, διότι δεν ξέρουμε πότε θα φκιάσουμε το σπίτι και υπάρχει και φόβος να με πάρουνε στρατιώτη. Εγώ της είπα προκειμένου να με πάρουν στρατιώτη καλλίτερα γι’αυτήν εάν χαθώ, δεν θα μείνη χήρα. Μου απήντησε τότε, ή στεφανωμένη είμαι ή αστεφάνωτη το ίδιο είναι για μένα. Δεν πρόκειται πλέον εγώ να παντρευτώ με άλλον. Εγώ λοιπόν που την υπεραγαπούσα υπεχώρησα για να της κάνω το χατίρι.
Μεταξύ των ενδοιασμών που είχα και δεν ήθελα να γίνη ο γάμος στο σπίτι της νύφης ήτο και ο εξής. Εκεί θα εσυνάζοντο και από τα δύο μέρη οι συγγενείς, προέβλεπα δε ότι μεταξύ των συγγενών της νύφης θα ήρχετο εις τον γάμο ο μακαρίτης ο μπάρμπα Τζανής, ο οποίος έπινε πολύ και μεθούσε, άρχιζε τις αισχρολογίες και πολλάκις δημιουργούσε επεισόδια. Οταν λοιπόν απεφασίσαμε να κάνουμε τον γάμο εκεί, παρεκάλεσα την πεθερά μου να μην τον καλέση στο γάμο, αλλ’ αυτή μου είπε ότι, έναν αδελφό έχει, να μην τον καλέση στο γάμο της κόρης της; και δίκιο είχε κι αυτή. Τότε υπεχώρησα εγώ, ανεγνώρισα το δίκιο της.
Ο γάμος
Ητο μην Μάιος 1915 και ήρχισαν οι προετοιμασίες για τον γάμο. Πήγα στην Λευκάδα και έβγαλα την άδειαν του γάμου, κάλεσα όλους τους συγγενείς και μερικούς φίλους και κανονίσθη να γίνη ο γάμος την 17ην Μαίου ημέραν Κυριακήν. Κουμπάρος για να μας στεφανώση ήτο ο μακαρίτης Θεόδωρος Τσαρλαμπάς, ήτο τότε πληρεξούσιος στην περιουσίαν του ο πατέρας μου και είμεθα πολύ συνδεδεμένοι. Αυτός φύλαγε μια βαρέλα κρασί, παληό, άσπρο, βαρδέα.
Ηλθε λοιπόν η ημέρα του γάμου, μαζεύτηκαν οι συγγενείς και των 2 οικογενειών, ήτο αρκετοί άνθρωποι και καλοί, έγινε ένας από τους καλούς γάμους. Πήγαμε το πρωί στην εκκλησία όλοι, στον Αγιο Νικόλαον βοήθειά μας, μετά την εκκλησία έγινε το μυστήριον του γάμου στο σπίτι, κατόπιν άρχισε η διασκέδασις, ήλθε και η ώρα του φαγητού. Στον κουμπάρο, επειδή δεν ήτο μαθημένος να κάθεται κάτου διπλοπόδι, που καθήσαμε όλοι οι άλλοι, βάλαμε ένα τραπεζάκι που είχαμε. Εκεί κάθησε ο κουμπάρος, ο πατέρας μου και δύο φίλοι του πατέρα μου εκ Βασιλικής.
Δυσάρεστο περιστατικό στο γαμήλιο γλέντι
'Αρχισε το φαγητό, ο κουμπάρος προσπαθούσε να μεθύση τον μπάρμπα Τζανή, του έδινε από κείνο το ωραίο κρασί και το πέτυχε. Αυτός όταν είδε πως μέθυσε ο μπάρμπα Τζανής, σηκώθηκε και έφυγε κρυφά, ο δε μπάρμπα Τζανής άρχισε τις αισχρολογίες και γενικά τις τρέλες του. Τότε άρχισαν οι άνθρωποι να φεύγουν από το τραπέζι, προ παντός οι γυναίκες που δεν ημπορούσαν να ακούγουν τις αισχρολογίες και γενικά εφοβούντο διότι αυτός καταντούσε και επικίνδυνος. Τέλος σηκωθήκαμε από το τραπέζι και άρχισαν όσοι δεν έφυγαν να χορεύουν και να διασκεδάζουν. Εγώ άρχισα έπειτα από όλα αυτά να στενοχωρούμαι, έβλεπα να γίνονται εκείνα που προέβλεπα ότι θα γίνουν.
Μετά το φαγητό επακολούθησε τότε ο καφές. Το σερβίρισμα του καφέ ανέλαβε μια νύφη του μπάρμπα Τζανή και όταν έφθασε να δώση καφέ στον μπάρμπα Τζανή με τον οποίον δεν μιλούσανε, αυτός δίνη μια κτυπιά με την γροθιά από κάτω από τον δίσκο και έφυγε από τα χέρια της νύφης και ο δίσκος και τα φλυτζάνια έφθασαν μέχρι τα κεραμίδια και ο καφές χύθηκε επάνω στους ανθρώπους, τους λέρωσε τα ρούχα και της νύφης που ήτο στο χορό τα νυφικά. Δίπλα του ήτο ο γυιός του, ο Γεώργος ο οποίος προσεβλήθη μ’αυτό που έκαμε ο πατέρας του στην γυναίκα του και άρχισε ένας καυγάς εκεί μέσα, Παναγία βόηθα. Εκεί πέταγαν τάκους και ό,τι άλλο εύρισκαν να κτυπήση ο ένας τον άλλον, διότι και ο γυιός δεν ήτο ολιγότερον μεθυσμένος. Το γλέντι μετεβλήθη εις πόλεμον, ποιός να εξοντώση τον άλλον. Το σπίτι πλέον άδειασε από τους ανθρώπους, βγήκαν έξω γιατί εφοβούντο τους μεθυσμένους. Οι φίλοι του πατέρα μου, Ματζέλης και Χαλικιόπουλος, βγήκαν έξω στον κήπο.
Εκεί συνέβηκε ένα άλλο γεγονός, ένας σκύλος δάγκωσε τον Χαλικιόπουλο, έπειτα από αυτήν την κατάστασιν, προσεβλήθην εγώ και εκνευρίσθην μέχρι να κλαίω και δια να αποφύγω τα περισσότερα έφυγα και πήγα στο σπίτι του Τσαρλαμπά που μέναμε επειδή το σπίτι μας ήτο ακατοίκητο από τον σεισμό.
Να λοιπόν γιατί παρακάλεσα την πεθερά μου να μην καλέση τον αδελφόν στο γάμο. Κάθησα εκεί στο σπίτι μέχρι της δύσεως του ηλίου μόνος μου, διότι οι γονείς μου και τα αδέλφια μου ήτανε στο γάμο.
Κατά την δύσιν του ηλίου ήλθε προς συνάντησίν μου ο δεύτερος εξάδελφος της γυναίκας μου, ο μακαρίτης ο Δανιήλ ο Σαββίνος συνομήλικος μου, για να με πάρη να πάμε στο σπίτι που εξακολουθούσαν μετά το επεισόδιον το γλέντι. Πήγαμε εκεί, αλλά εγώ είχα χάσει το κέφι μου και δεν ελάβαινα μέρος στο γλέντι. Οταν συνήλθα κάπως από την στενοχώρια έλαβα κι’εγώ μέρος και γλεντούσαμε. Δειπνήσαμε και μετά το δείπνο εξακολούθησε το γλέντι μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Για φωτισμό είχαμε δύο τετράφωτες λυχνάρες από το λιτροβειό του Τσαρλαμπά.
Η επόμενη μέρα του γάμου
Την επομένην κατά τα χαράματα σηκώθηκα εγώ και κατά τα τότε έθιμα έρριξα με όπλον γκρα 21 πυροβολισμούς. Τότε άρχισαν να καταφθάνουν οι συγγενείς και των δύο μας, πυροβολώντες κι’αυτοί με πιστόλια και επακολούθησαν τα σχετικά συγχαρητήρια. Και την Δευτέρα του γάμου είχαμε αρκετούς συγγενείς στο τραπέζι, όχι όσους είχαμε την πρώτη ημέρα του γάμου. Σύμφωνα με τα τότε έθιμα, το απόγευμα έπρεπε να στρώσουν το κρεββάτι της νύφης με ρούχα από τα προικιά της. Κατά την ώραν αυτήν που στρώνουν το κρεββάτι ο γαμβρός και η νύφη δεν έπρεπε να παρίστανται εκεί, πήρα λοιπόν την νύφη και βγήκαμε περίπατο. Κατόπιν γυρίσαμε στο σπίτι και άρχισαν να φκιάνουν τις μελόπιττες. Ο κουμπάρος τότε είχε φύγει για την Λευκάδα. Επρεπε λοιπόν να του στείλουμε ένα μεγάλο δίσκο με πίτα. Αυτόν τον δίσκο αναθέσαμε στο μακαρίτη εξάδελφόν μας Θεμιστοκλή Σαββίνον και τον άλλον εξάδελφό μας Βασιλάκη Μπακόλα, έπρεπε να τον συνοδεύσουν δύο. Αυτούς τους πήραμε κατ’ εκλογήν διότι τους πλήρωνε τότε αδρά ο κουμπάρος και θέλανε πολλοί να λάβουν μέρος, αλλά αυτούς εκλέξαμε από όλους τους συγγενείς, οι οποίοι ήλθανε τότε στην Λευκάδα με τα πόδια τους και με τα πόδια τους επέστρεψαν στο χωριό.
Την Τέταρτη μετά τον γάμο πήγαμε για εργασία. Πήγαμε στην θέση Αχούρια και βγάλαμε λινάρι μαζί και με άλλα άτομα της οικογενείας. Από κεί και πέρα καταγίναμε στις γεωργικές μας εργασίες. Εκείνο όμως που μου είχε πη η τότε μνηστή μου, ότι ίσως με πάρουν στρατιώτη, δεν άργησε να έλθη και τον Σεπτέμβριον του ιδίου έτους, δηλαδή 4 μήνες μετά τον γάμο μας, εκηρύχθη γενική επιστράτευσις.
Αναδημοσίευση από τον εξαιρετικό ιστότοπο Aroma Lefkadas. Ευχαριστούμε θερμά την φίλη μας Καίτη Κακαβούλη, εγγονή του παππά Κωνσταντίνου Κακαβούλη.