TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Δημόσια λουτρά (Bains-douches)

Δημόσια λουτρά

Bains-douches


Δημόσια λουτρά (Bains-douches) Facebook Twitter
Αφίσα της μικρού μήκους ταινίας Bains-douches, 41 rue Oberkampf, Paris 11e (2019), της Julie Conte.


 

Το έχει μάλλον η μοίρα μου να συναντιέμαι κάθε τόσο στο πέρασμα του χρόνου με τον Robert Doisneau, τον γνωστό και πολύ αγαπητό Γάλλο φωτογράφο. Το 1994, σε κάποιο τεύχος του περιοδικού 01, έγραφα περίπου τα εξής:
 

Τι προσδοκούσα πριν από δέκα χρόνια όταν πήγαινα να επισκεφθώ τον Robert Doisneau στο σπίτι του στο Montrouge; Για να είμαι ειλικρινής, προσδοκούσα τα λίγα, αλλά και τα πολλά. Κυρίως, ότι θα διέκρινε ίσως στις φωτογραφίες μου μία υπόσχεση. ‘Ενας Γάλλος φίλος του Ado Kyrou τον γνώριζε καλά: "Είναι πολύ γλυκός άνθρωπος, θα σε δεχτεί αμέσως". Και με παρακίνησε να του τηλεφωνήσω. Και του τηλεφώνησα επειδή κάποιοι μου έλεγαν ότι "μοιάζουν" οι φωτογραφίες μας και μ’ έκαναν λίγο να το πιστέψω.

Διατηρώ σήμερα μια πολύ θαμπή εικόνα από το διαμέρισμα-εργαστήρι της παλιάς πολυκατοικίας και προσπαθώ να βοηθήσω τη μνήμη μου με κάποιες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν εκεί από άλλους επισκέπτες. Θυμάμαι μόνο τα κουτιά με τα αρνητικά και τις εκτυπώσεις, άπειρα κουτιά, να είναι όμορφα τοποθετημένα ανά θέματα και με απόλυτη τάξη σε ράφια πάνω σε μια ελαφρά υπερυψωμένη πλατφόρμα του σαλονιού. Και παρότι διαβάσα πρόσφατα ότι ήταν ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, πίνακες και φωτογραφίες, θα μπορούσα να ορκιστώ ότι δεν υπήρχε ούτε μία φωτογραφία στους τοίχους. Η πιο καθαρή μου ανάμνηση είναι περιέργως η αόριστη και σιωπηλή παρουσία της γυναίκας του που με διακριτικότητα μας είχε αφήσει μόνους να συζητήσουμε, όχι σπουδαία πράγματα δηλαδή, καθώς απέφυγα να τον ρωτήσω οτιδήποτε για το έργο του, για τη ζωή του, τόσα χρόνια στο ίδιο προάστιο –"χρειάστηκα 80 χρόνια για να διανύσω 1.400 μέτρα", έλεγε τελευταία με χιούμορ ορίζοντας την περίμετρο της δικής του φωτογραφικής περιπέτειας. Αλλά ούτε και διανοήθηκα να του ζητήσω να ανοίξει κάποιο από τα πολύτιμα κουτιά.

‘Όταν ήρθε η στιγμή να δει και τις δικές μου φωτογραφίες, δεν μου είπε βέβαια πως "έμοιαζαν" με τις δικές του, αλλά με συμβούλεψε πολύ φιλικά να απευθυνθώ εκ μέρους του στο πρακτορείο του, το Rapho. Τον ευχαρίστησα, και καθώς τον αποχαιρετούσα μπροστά στην πόρτα του, είπα πολύ αυθόρμητα μια σκέψη που καλύτερα να την είχα κρατήσει για τον εαυτό μου. Θέλοντας να του εκφράσω την αγάπη μου και τον θαυμασμό μου, του είπα πολύ αδέξια ότι η μεγάλη αξία των φωτογραφιών του βρισκόταν στο ότι “δεν μπορούν να ξαναγίνουν”. Σαν να έλεγα ευχαριστώ για την ευγενική υποδοχή, τις φιλικές συμβουλές, ευχαριστώ για τα έξι ασπρόμαυρα φιλμ που μου χαρίσατε, αλλά το δικό σας Παρίσι έχει φύγει ανεπιστρεπτί και τώρα τι μένει να φωτογραφίσετε;  Το λαϊκό, μουντό, μαύρο κι άραχλο Παρίσι – πριν αρχίσουν να καθαρίζονται συστηματικά οι προσόψεις των κτιρίων- είχε μία ομοιογένεια δική του, ένα χρώμα δικό του, στα ρούχα των ανθρώπων, στα αυτοκίνητα, στα κτίρια, στις καθημερινές σκηνές του δρόμου, και μου φαινόταν πως αρκούσε να σκύψεις για να μαζέψεις όποια εικόνα ήθελες. Ίσως εκείνη τη στιγμή να δυσαρεστήθηκε ή να απόρησε απλώς με τα περίεργα αυτά λόγια μου. ‘Ενιωσα πάντως να περνάει μία σκιά ανάμεσά μας, και γι’ αυτό επί δέκα χρόνια του έγραφα το ίδιο γράμμα που ποτέ δεν τελείωνα και ποτέ δεν έστειλα. Δεν έλεγα όπως κάτι παράλογο: όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μία κρατική υπηρεσία ανέθεσε στον R. Doisneau να φωτογραφίσει πάλι τα αγαπημένα του προάστια, δεν αποτυπώθηκε μοιραία στο αποτέλεσμα η παλιά μαγεία, η παλιά ποίηση, υπήρξε μόνο μία -έγχρωμη για πρώτη φορά- καταγραφή της επέλασης του μπετόν και της μοναξιάς των μεγάλων συγκροτημάτων κατοικιών. Το Παρίσι είχε αλλάξει, το Παρίσι του Doisneau και λίγο και το δικό μου, και έπαψα κι εγώ να το αναζητώ. Ούτε εκεί. Ούτε εδώ. (Ψέματα)
 

Και να που τώρα ανακαλύπτω ότι μικροί, αν και βέβαια σε διαφορετική εποχή, ζήσαμε και μια κοινή εμπειρία: το εβδομαδιαίο ντους στα δημόσια λουτρά. Εκείνος πήγαινε μόνος του με τον ετεροθαλή αδερφό του, όπως το διηγείται πιο κάτω με πολύ χιούμορ στη μικρή ταινία Ο Doisneau χωρίς τις φωτογραφίες. Εγώ με την αδερφή μου, εκείνη τεσσάρων, εγώ οκτώ, με συνοδεία τη μητέρα μας. Τα δικά μας Bains-douches υπάρχουν ακόμη και λειτουργούν, για τους αστέγους τώρα πιο πολύ και τους ανέργους. Εκεί γυρίστηκε πρόσφατα και η ταινία Bains-douches, 41 rue Oberkampf  -λίγο πιο κάτω μέναμε εμείς, στο 7- που εστιάζει στους νέους χρήστες των λουτρών. Κάθε μέρα, για χρόνιαπηγαίνοντας για το Γυμνάσιο, περνούσα απ' έξω από το ογκώδες αυτό κτίριο με το κόκκινο τούβλο, και κάθε μέρα με την ακρίβεια ενός μετρονόμου εμφανίζονταν εκεί μπροστά μου οι δίδυμες κοκκινομάλλες που ποτέ δεν μου χάρισαν ένα βλέμμα. Τότε πήγαινε ακόμη πολύς κόσμος στα δημόσια λουτρά γιατί ήταν  πολυτέλεια τα μπάνια στα παμπάλαια παρισινά σπίτια, και δεν είχαμε ακόμη προσθέσει το δεύτερο δωμάτιο όπου ο πατέρας μου μπόρεσε και διαμόρφωσε μόνος του αργότερα μία γωνιά με κουζίνα-τουαλέτα-μπάνιο. Κάθε εβδομάδα, μια μέρα αφιερωνόταν υποχρεωτικά στην ολική καθαριότητα. Μπαίναμε σε μία καμπίνα κι εκεί, κάτω από το καυτό νερό του ντους που έβγαινε με μεγάλη πίεση, μας σαπούνιζε η μητέρα μας. Καθαροί πια, μας τύλιγε σε πετσέτες και μπουρνούζια και μας άφηνε σε ένα παγκάκι να την περιμένουμε, χαμένοι μέσα στους πολλούς ατμούς, ώσπου να πλυθεί κι εκείνη. Ο χρόνος ήταν αυστηρά μετρημένος. Το σημείωνε με κιμωλία ένας θηριώδης υπάλληλος ντυμένος στα λευκά που σου προκαλούσε τρόμο, καθώς βάραγε κάθε τόσο δυνατά την πόρτα με το χέρι για να μην καθυστερούμε. Αυτή ήταν η δουλειά του, να διατηρεί την τάξη και να στραγγίζει τα νερά. 
 

Doisneau sans les photos (2012), μίνι ντοκιμαντέρ του Bernard Bloch


"Πηγαίναμε συχνά με τον ετεροθαλή αδελφό μου. Πηγαίναμε μαζί. Μας έδιναν λίγα χρήματα, μόνο όσα χρειάζονταν… Και για λόγους οικονομίας δεν νοικιάζαμε πετσέτα, πηγαίναμε με τη δική μας πετσέτα και το δικό μας σαπούνι. Και φεύγαμε με τη μικρή βρεγμένη πετσέτα μας κάτω από τη μασχάλη. Θεέ μου, πόσο χάλια! Τέλος πάντων, έτσι ήταν. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις σάπιες πόρτες, να και οι καμπίνες με τις μικρές τους πόρτες. Α, να κι αυτό, γιατί χωρίς αυτό, βλέπετε… Υπάρχει ένα διαχωριστικό, γιατί αλλιώς τα αγόρια θα ανέβαιναν εκεί πάνω για να βλέπουν τα κορίτσια. Μία πινακίδα :  "5 λεπτά αρκούν για να κάνετε ένα ντους, να ξεντυθείτε και να ξαναβάλετε τα ρούχα σας. Τις μέρες με μεγάλη προσέλευση, οι υπεύθυνοι θα διασφαλίζουν ότι το όριο αυτό δεν θα ξεπερνιέται. Πελάτης που θα φωνάζουν το νούμερό του και δεν θα απαντάει, θα χάνει τη σειρά του." Έτσι, ερχόμουν εδώ μια μέρα την εβδομάδα, προσέξτε όχι δύο, για το εβδομαδιαίο ντους. Ερχόσουν εδώ, καθόσουν εκεί και περίμενες "το νούμερό σου". Το 14 ας πούμε, οπότε εσύ έτρεχες να μπεις μέσα, μόλις θα τελείωνε ο τύπος να σκουπίσει τα νερά της καμπίνας. "Ε, Μαρσέλ, το έχεις το σαπούνι;" Το πιάνεις και ζουπ, το στέλνεις. Όχι, υπήρχε ένα μία ωραία, σχεδόν αδελφική ατμόσφαιρα. Και μετά αισθάνεσαι όμορφα. Νιώθεις την ανάγκη να τραγουδήσεις, να σφυρίξεις σαν τα πουλιά, επειδή είσαι και πάλι καθαρός. Είσαι ευτυχισμένος. Και τότε την ίδια στιγμή, που λέμε για τον ήχο, ακούγεται η σφυρίχτρα, και ο υπάλληλος βαράει τις πόρτες. 22 λεπτά! Μπουμ, μπουμ, μπουμ! Πρέπει να βγούμε έξω! Απειλεί να ανοίξει την καμπίνα, είσαι ακόμα μέσα γυμνός. Α, πλάκα είχε. Εγώ είχα και μια μικρή αγωνία, γιατί όταν είσαι παιδί, η γύμνια είναι κάτι που... Μετά, με τη στρατιωτική θητεία, τον αθλητικό σύλλογο, σκασίλα σου, αλλά υπήρχε μια απειλητική πλευρά, το να σε δουν όπως σε έκανε η μάνα σου... Άκουγες τον ήχο από τα παπούτσια που έπεφταν, ντουμ ντουμ, και μετά φσιτ φσιτ τα ρούχα, και μετά τον ήχο από το ντους. Και μετά τη φάση της καθαριότητας, ήταν το σφύριγμα, και μερικές φορές τα τραγούδια. Όταν νιώθαμε άνετα, όταν το σώμα και οι πόροι είχαν ανοίξει καλά, μου ερχόταν πάντα στο μυαλό αυτό το τραγούδι: "Σύντροφοι σηκωθείτε, ο ήλιος είναι έτοιμος, όλα ξυπνούν στο δάσος." Τελείωνε με μια τρομερή σφαγή. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι από αυτό το τραγούδι. Και είναι παράξενο. Βάλαμε την υγιεινή στο μυαλό των παιδιών σαν ένα είδος τιμωρίας, κατά κάποιον τρόπο, επειδή όταν σε τιμωρούσαν, έπρεπε να κάθεσαι την Κυριακή να αντιγράφεις τριάντα σελίδες με τη λέξη υγιεινή και όλα τα σχέδια. Έτσι, η υγιεινή αντιπροσώπευε μια τιμωρία, και είναι περίεργο ότι εξακολουθούσαμε παρ’ όλα αυτά να θέλουμε να είμαστε καθαροί. Ήταν στο σχολείο μια ηθική του πολίτη. Δεν είναι η πιο βαθιά ηθική. Η ηθική, η ψυχή, βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Σατουρνίνου, όπου οι παπάδες ήταν αυτοί που φρόντιζαν για την καθαρότητα του πνεύματος. Και αυτό γινόταν με βίαιο τρόπο. Θα ψηνόσουν αιώνια στις φλόγες της κόλασης. Αυτό δεν είχε να κάνει με τα δημόσια λουτρά, αυτό ήταν κάτι άλλο. Βασικά, το νερό ανήκε στη σφαίρα του πολιτικού ενώ η ψυχή με τον κλήρο ταυτιζόταν με τη φωτιά, αυτό ήταν. Η διαφορά ανάμεσα στο νερό και τη φωτιά."

Robert Doisneau
 

Bains-douches, 41 rue Oberkampf, Paris 11e (2019), μικρού μήκους ταινία της Julie Conte.

"'Ερχονται εδώ για να πλυθούν, για να μείνουν καθαροί. Κάποιοι είναι απελπισμένοι, άλλοι έχουν ξεμείνει από ζεστό νερό. Τα δημόσια λουτρά είναι το προσωρινό τους καταφύγιο, πριν επιστρέψουν στην πόλη, στο δρόμο. Εδώ, οι άνθρωποι ανακτούν τις δυνάμεις τους και μιλούν. Ωστόσο, η βία δεν είναι ποτέ μακριά. Ένα στραβό βλέμμα, μια προσβολή, μια απότομη χειρονομία. Το προσωπικό των λουτρών είναι σε επιφυλακή για να αποτρέψει τυχόν παρεκτροπές. 'Εξω από τον κόσμού, είναι ένας ολόκληρος κόσμος."
 

Bains publics (2018), ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους της Kita Bauchet


Και με αφορμή πάντα τον Robert Doisneau, ένα μικρό κείμενο που γράφτηκε πιο παλιά όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του​​​​​​ Palm Springs:


Πολύ συχνά, στην εποχή αυτή της αστραπιαίας διάδοσης της φωτογραφίας και της (ευπρόσδεκτης) πλημμυρίδας των φωτογράφων, η αναζήτηση του "στυλ", της προσωπικής φωτογραφικής σφραγίδας, επιχειρείται με έναν τρόπο σπασμωδικό ή και αγχώδη. Υιοθετεί κανείς μία τεχνοτροπία (ρετρό κατά προτίμηση), έναν ιδιαίτερο χρωματισμό, ή ακόμη και μια συγκεκριμένη εφαρμογή, και αναπαράγοντας τις μύριες εκδοχές της συνταγής που ανακάλυψε, υπνωτίζεται από την πολυπρισματική μαγική του εικόνα. Αυτό απαιτεί άλλωστε γενικότερα και η αγορά, να είναι το προιόν αναγνωρίσιμο όσο και ξεχωριστό, μοναδικό όσο κι ανταλλάξιμο. Το προσωπικό ύφος που προσδίδει σε ένα φωτογραφικό έργο την κρυφή του και διαρκή ακτινοβολία, καθιστώντας το δομημένο, συμπαγές, αλλά και μονολιθικό σε κάποιες περιπτώσεις, προέρχεται μάλλον από βαθύτερες εμμονές. Είναι η περίπτωση των φωτογράφων που αναμετρούνται με τα ίδια τους τα δαιμόνια, που ανακατεύουν συνεχώς το ίδιο χώμα, χωρίς να επιδιώκουν αναγκαστικά μια ταύτιση με τον άλλον, ή και να υπολογίζουν τις αντοχές του (πόσα σπουδαία πορτρέτα έχουν γίνει με βάναυσο τρόπο !). Λιγότερο περιχαρακωμένες είναι οι εμμονές αυτών που βρίσκουν τον εαυτό τους πηγαίνοντας προς τον κόσμο, αντί να προβάλλονται οι ίδιοι στον κόσμο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ωστόσο, η σταθερή και αυστηρή επιλογή του τεχνικού μέσου εξασφαλίζει εξ' αρχής την επιθυμητή σχέση με το χώρο, την απόσταση και την αρχική δομή που προαπαιτεί το βλέμμα : π.χ. η Rolleiflex της Diane Arbus ή η Leica του Cartier-Bresson με τον φακό των 50 χιλιοστών. Μιλώντας για τον εαυτό μου, υποψιάζομαι ότι ο ετερόκλητος όγκος φωτογραφιών και φωτογραφικών θεμάτων που συσσωρεύτηκε με τα χρόνια έχει συμβάλλει στο να σχηματιστεί η εικόνα ενός κάπως αλλοπρόσαλου φωτογράφου έρμαιου των εντύπων, που δεν έχει να εμφανίσει κάποιο ξεκάθαρο στίγμα ή σήμα κατατεθέν. Συμφιλιώνεται κανείς με την εντύπωση αυτή. Γιατί αυτό που προέχει τελικά, όπως πιστεύω, είναι να ξεκινάς με ορμή και σιγά σιγά να ορίζεις αυτό που κάνεις, να το κατανοείς εσύ ο ίδιος, να το εμβαθύνεις και να το εντάσσεις σε μια γενικότερη θεώρηση, να εξαντλείς κάποια τεχνικά μέσα και μετά να δοκιμάζεις άλλα, να αλλάζεις κατεύθυνση όταν το έχεις ανάγκη. Γνωρίζοντας καλά το έργο -και το προσωπικό ύφος- του Robert Doisneau, ένοιωσα μια ακόμη μεγαλύτερη συνενοχή μαζί του όταν ανακάλυψα τις ανέκδοτες μέχρι πρόσφατα φωτογραφίες που είχε κάνει στην Αμερική, στο Palm Springs. Με τι ευκολία είχε περάσει στο χρώμα (από το τόσο γνώριμο ασπρόμαυρο !), κι από τα λαϊκά παρισινά προάστεια στις κοσμικότητες των πλούσιων Αμερικανών... 'Ισως η απουσία ύφους να συνιστά εν τέλει κι αυτή ένα κάποιο ύφος, όταν χαρακτηρίζεται από τις αρετές της προσαρμοστικότητας, της μόνιμης περιέργειας και της αστείρευτης διαθεσιμότητας.

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ