Here and There
Το νέο φωτογραφικό λεύκωμα του
Παναγιώτη Πλουμή
Δυο ιστορικές μητροπόλεις με διακριτή τη φυσιογνωμία τους και τη ζώσα πραγματικότητα. Εικόνες που προέκυψαν αβίαστα , δείχνοντας εμβληματικά σύμβολα ενταγμένα στη ροή της καθημερινότητας, όπως και ανώνυμες ανθρώπινες φυσιογνωμίες ταυτισμένες με το αναγνωρίσιμο δομημένο τους περιβάλλον. Μεμονωμένα "σκηνικά" δρόμου, που υπαινίσσονται την κατάσταση πραγμάτων της κάθε πόλης, συνταξιδεύουν στο παρελθόν και στο μελλον μέσα απο μία προσωπική ανάγνωση κι απόδοση. Π.Π.
Οι φωτογραφίες της ΝΥ προέκυψαν το 1998 από μια δεκαήμερη επίσκεψή μου στην πόλη, αναζητώντας νοσταλγικά να γευτώ κάτι απ' τα απομεινάρια μιας εποχής που δεν πρόλαβα να ζήσω, την εποχή των hippies καθώς και την αναγνωρίσιμη στερεότυπη εικόνα της που είχα κατά την εφηβική και μετεφηβική μου περίοδο, αυτή με τους ουρανοξύστες, τα γεμάτα κόσμο πεζοδρόμια και γεμάτους κίτρινες λιμουζίνες-ταξί δρόμους με τους αναδυόμενους ατμούς των φρεατίων του υπόγειου δικτύου, έτσι όπως αυτή προβαλλόταν τότε από την καταιγιστική παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών και ... και ναι, κάπου εκεί ίσως σε κάποιο πεζοδρόμιο ή coffee bar της Bleecker street να συναντούσα τον Bob Dylan, τον Woody Allen ή τον Bruce Springsteen (χα χα). Λίγο πριν άλλωστε είχα συγκινηθεί διαβάζοντας το "Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης" της Σώτης Τριανταφύλλου. Σ' αυτά προστέθηκε η αδημονία μου να επισκεφτώ τους εκθεσιακούς χώρους των μεγάλων μουσείων μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης και των gallery του Soho, που τόσο με γοήτευαν και μ' επηρέαζαν ανατρέχοντας στη διδαχή της ιστορίας της τέχνης, που παράλληλα με τις σπουδές μου στην ορυκτολογία του Πανεπιστημίου Στουτγκάρδης, "κλεφτά" ως επισκέπτης φοιτητής παρακολουθούσα.
Ήξερα όμως καλά πως είχα φτάσει αργά στον σταθμό αυτό και πως στις αποβάθρες του έτρεχαν άλλα τρένα, πιο τετραγωνισμένα, πιο γρήγορα και με λιγότερο γοητευτικά τα διακριτικά τους χαρακτηριστικά.
Βρέθηκα εκεί ως ταξιδιώτης επισκέπτης και όχι ως κυνηγός του κλίκ. Ό,τι φωτογράφησα, ήταν οι στιγμές που κουβαλούσα την Nikon FM με τα 400άρια TMAX φιλμάκια κατά τις πρωινές μου εξόδους που ξεκινούσαν με τον πρωινό καφέ στα γειτονικά backery coffee της 23rd και την ακόλουθη μεστή και γόνιμη περιπλάνησή μου μέχρι την επιστροφή γι' ανάπαυση στον 11ο του YMCA, εν όψει δεύτερου γύρου απογευματινής-βραδινής εξόδου χωρίς camera.
Οι φωτογραφίες της Αθήνας προέκυψαν κατά την ίδια (μπρός- πίσω) αλλά εκτενέστερη χρονική περίοδο - διέμενα άλλωστε τα χρόνια εκείνα στην πόλη αυτή. Φωτογράφιζα περιστασιακά κυρίως και σπανιότερα συστηματικά και στοχευμένα. Το οικείο περιβάλλον και η οικεία αισθητική της πόλης αυτής μου φαινόταν μονότονα, λιγότερο συναρπαστικά και ελκυστικά σε σχέση με όποιο άλλο ξένο και νέο. Δεν είχα άλλωστε το ζηλευτό αυτό χάρισμα φωτογράφων που με ευκολία διεισδύουν σε ιδιαίτερους χώρους με πρόσφορα και γοητευτικά φωτογραφικά θέματα. Λίγο απ' εδώ λίγο απ' εκεί, κάτι μου έμενε όμως κι απ' την πόλη αυτή.
Πέρασαν χρόνια αρκετά όταν ξεφυλλίζοντας τις εκτυπώσεις (contakt ) των film του φωτογραφικού μου αρχείου, διέκρινα αντίστοιχες, ως αισθητική αποτύπωση και θεματικό καδράρισμα φωτογραφικές λήψεις των δύο αυτών μητροπόλεων. Με φρέσκια ακόμη την προγενέστερη έκδοση του φωτογραφικού μου λευκώματος "Παραλιακοί Περίπατοι", μου μπήκε η ιδέα της σύζευξης των αντίστοιχων αυτών λήψεων σε ένα νέο, βάζοντάς τες να συνομιλούν η μια από HERE με την άλλη από THERE. Πέρασαν χρόνια με το υλικό να σέρνεται ατελέσφορα απ' εδώ κι απ' εκεί, μέχρι που έτυχε της ανιδιοτελούς και κρίσιμης υποστήριξης αξιόλογων φίλων, που με κάθε ευκαιρία τιμώ αλλά και μέχρι να εξασφαλιστεί η απαραίτητα καύσιμη ύλη για να ξεκινήσει το ταξίδι του.
Παναγιώτης Πλουμής
Πώς βλέπει κανείς μία πόλη, ένα μνημείο ή ακόμη και έναν πίνακα που φέρει το βάρος ενός μύθου; Άραγε αναμένει να δει εάν αυτό που αντικρύζει ανταποκρίνεται σε κάποιο από τα κινηματογραφικά έργα που έχει δει ή ίσως στην νοητική εικόνα που έπλασε διαβάζοντας ένα βιβλίο; Ενδεχομένως να είναι σχεδόν αδύνατο το βλέμμα να ανακαλύψει εκ νέου κάτι για το οποίο ο νους είναι τόσο προδιατεθειμένος - τουλάχιστον όχι σε πρώτο χρόνο. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να τιθασεύσει την εικόνα μιας πόλης που έχει λάβει μυθικές διαστάσεις; Ίσως μέσα από συγκρίσεις και συνδέσεις;
Αυτό είναι και το βλέμμα που επιλέγεται αρχικά από τον Παναγιώτη Πλουμή για να προσεγγίσει τις δύο πόλεις - το βλέμμα του άλλου. Και συγκεκριμένα σε εκείνα τα εμβληματικά σημεία και μέρη που ο κόσμος συρρέει και βέβαια φωτογραφίζει και φωτογραφίζεται. Βλέποντας αυτό που οι άλλοι βλέπουν, η προσοχή μας ως θεατές/αναγνώστες στρέφεται αμέσως σε αυτούς και στο εκάστοτε σκηνικό: εντασσόμαστε μονομιάς σε ένα κάδρο θεατρικό, όπως έχει κατασκευαστεί από το στιγμιότυπο της φωτογραφίας δρόμου που παρουσιάζεται. Με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε παρατηρητές αλλά και άθελά μας και οι ίδιοι θαυμαστές του Μανχάταν, της Ακρόπολης, του Αγάλματος της Ελευθερίας ή ορθότερα, των εικόνων τους.
Αυτή η επισήμανση φωτίζεται από τις εικόνες που εμφανίζονται στη συνέχεια, καθώς ο Πλουμής μετατοπίζει το ενδιαφέρον του στο οπτικό περιβάλλον της κάθε πόλης. Μέσα από αντιστικτικά παιχνίδια και συνδυασμούς, οι εικόνες των δύο πόλεων φαίνεται να αποκτούν μία πιο οικεία διάσταση, καθώς οι γιγαντοαφίσες γεφυρώνουν τις διαφορές και τα στερεότυπα που τις χαρακτηρίζουν αρχίζουν να ξεθωριάζουν.
Οι δύο τόσο διαφορετικές μητροπόλεις αλληλοκαλύπτονται, καθώς η αφήγηση καταλήγει στους πραγματικούς ανθρώπους που τις κατοικούν. Πρόσωπα της καθημερινότητας σε καφέ, στο μετρό, σε χώρους τέχνης συνδέονται μέσα από τις εικόνες και τις λεπτομέρειές τους. Κάποιος ανάβει ένα τσιγάρο στη Νέα Υόρκη και κάποιος άλλος το καπνίζει σε μία αθηναϊκή ταράτσα, μία άμαξα με ένα άλογο με φόντο την Ακρόπολη και στο άλλο κάδρο με φόντο τους ουρανοξύστες. Τα όρια της κάθε πόλης αμβλύνονται και συγχωνεύονται μέσα από κοινά στοιχεία.
Αρχική πρόθεση του δημιουργού ήταν να δείξει πως «φωτογραφίζονται όμοια πράγματα, διατηρώντας όμως όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με κάθε μία απ' αυτές τις εικόνες». Πράγματι, η πρόθεση εκπληρώνεται, επιτρέποντας στο θεατή να συμμετέχει στον χώρο που δημιουργείται μέσα από την αντιπαραβολή. Σε εκείνη την ελάχιστη παύση, ανάμεσα στις δύο σελίδες που παρουσιάζουν δύο διαφορετικές εικόνες ή μία ενιαία, ανάλογα πως επιλέξει κανείς να τις δει, ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, ίσως εκεί να βρίσκεται η ψευδαίσθηση της προσέγγισης του μύθου.
Αλεξάνδρα Αθανασιάδου