Η βουτιά
Ξεκινάς από ένα σημείο του καναλιού Saint-Martin, και προχωράς τουλάχιστον μέχρι τη La Villette, όπου είχε αγκυροβολήσει η Αταλάντη. Εκεί, στις παρυφές της πόλης, η Dita Parlo εγκατέλειψε την άχαρη ζωή της στο ποταμόπλοιο για να συναντήσει το παραμυθένιο Παρίσι. Το Παρίσι, "η μόνη πόλη της Γαλλίας", έγραφε ο André Breton, "όπου έχεις την εντύπωση ότι κάτι μπορεί να σου συμβεί και να αξίζει, όπου κάποια μάτια καίγονται εσωτερικά από χίλιες φωτιές"...
Σήμερα τ' απόγευμα, μια γυναίκα με πλησίασε, αλαφιασμένη, στη γέφυρα Saint-Michel και είπε με περίλυπο ύφος: "βούτηξε μέσα". Δεν παραμιλούσε, απευθυνόταν σ' εμένα. Ακολούθησα το βλέμμα της και είδα κόσμο μαζεμένο στην άλλη άκρη της γέφυρας. Κάποιοι κατέβαιναν κιόλας βιαστικά τα σκαλιά. Ο πρώτος που έφτασε στην αποβάθρα πέταξε γρήγορα το παντελόνι του, έκανε να βγάλει και το πουκάμισό του, αλλά το άφησε τελικά μισό ξεκούμπωτο και πήδηξε χωρίς δεύτερη σκέψη στα νερά του Σηκουάνα. Ζηλεύω αυτή την ετοιμότητα. Αν ήμουν στη θέση του και με ένα πακέτο στα χέρια, νομίζω πως δεν θα ήξερα τι να κάνω το πακέτο. Εξαιτίας του ρεύματος, η διάσωση επιχειρήθηκε κάτω από τη γέφυρα. 'Ολοι μεταφερθήκαμε μεμιάς στην άλλη πλευρά, μα δεν είδαμε την προσπάθεια, παρά μόνο το αποτέλεσμα. Ο άνδρας που είχε ανασυρθεί από τα νερά χάρη στον ατρώμητο σωτήρα του και καναδυό ακόμα αστυνομικούς δεν φαινόταν ωστόσο καθόλου ευτυχής κι ευγνώμων για την πρωτοβουλία τους. Παρέμενε απόλυτα απαθής, χωρία καμιά διάθεση να συνεργαστεί όση ώρα προσπαθούσαν να τον τραβήξουν και να τον ανεβάσουν από μία στενή σιδερένια σκάλα. Αντιστεκόταν με όλο το ακίνητο βάρος του. Χρειάστηκε να του περάσουν ζώνες γύρω από τη μέση για να τον ανελκύσουν. Τον ανέβασαν έτσι κακήν κακώς στην αποβάθρα. Φορούσε ακόμη όλα του τα ρούχα, ως και το αδιάβροχό του και τα παπούτσια του, και η όλη εικόνα δεν ήταν ενός φτωχού. Διατηρούσε το αδιάφορο, μοιρολατρικό, ύφος του απελπισμένου, κι αυτό με έκανε να τον πονέσω, γιατί στα ίδια νερά παρολίγο κάποτε να πνιγώ κι εγώ. Μετά από ποιος ξέρει ποια κρίση, σε μια πόλη μαύρη κι εχθρική, η μητέρα μου είχε φύγει μια μέρα σαν τρελή από το σπίτι, από τη δική της μονότονη και θλιβερή Αταλάντη. Με είχε πάρει μαζί της και χωρίς να γνωρίζει το Παρίσι, βρεθήκαμε τυχαία κοντά στο Σηκουάνα. Για μια στιγμή, τα μαύρα νερά τη μαγνήτισαν, και ήταν έτοιμη να με πάρει μαζί της στο βυθό του ποταμού, αν - από ποια διαίσθηση, ποιο αίσθημα αυτοσυντήρησης; - δεν της έσφιγγα το χέρι για να την ρωτήσω αν ήταν ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Η μητέρα μου ξαφνιάστηκε, επέστρεψε στην πραγματικότητα, και έτσι σωθήκαμε και οι δύο. Η αποτυχημένη αυτοκτονία σήμερα το απόγευμα μήπως ήταν αυτό το "κάτι που αξίζει", εξαιτίας αυτού που ξυπνάει απρόσμενα μέσα μας, το οποίο και είχαμε επιμελώς αποδιώξει;
Μια άλλη μέρα, σταματάμε ένα ταξί με τον Θανάση. Ο δρόμος οδηγεί πάλι στο Σηκουάνα. "Τι ωραία θέα", λέω, καθώς αντικρίζουμε κι άλλα γνώριμα αξιοθέατα του Παρισιού. Ο ταξιτζής όμως ξεχάστηκε και σε λίγο το αυτοκίνητο απογειώνεται όπως στις ταινίες με τον Fantômas. "'Ανοιξε τις πόρτες", προλαβαίνω να φωνάξω στον Θανάση, καθώς το ταξί υπερίπταται πάνω από το ποτάμι.