Η Κενταυρομαχία
στο δυτικό αέτωμα του ναού του Δία
στην Ολυμπία
Κενταυρομαχία: ο μύθος της αρπαγής των Λαπιθίδων από τους Κενταύρους στο γάμο του βασιλιά Πειρίθοου
Νέα προσέγγιση με αρτιότερες φωτογραφίες
Ο γάμος έληξε οδυνηρά, πριν προλάβει να γίνει.
Κένταυροι όρμησαν και διέλυσαν τη γιορτή χωρίς να λογαριάζουν τίποτε και κανέναν: ούτε την πόλη, ούτε το ζευγάρι, ούτε τους θεούς τους.
Μεθυσμένοι από πολύ κρασί ρίχτηκαν στη μάχη.
Πώς θα βουτήξουν λαίμαργα ό,τι είναι ξένο. Άγριοι, ανικανοποίητοι και σκοτεινοί αδιαφόρησαν για τη λεπτότητα της στιγμής και ξεκίνησαν να αρπάζουν. Τα στήθη και τα πόδια, τα μαλλιά και τα φορέματα, τις καλεσμένες και την νύφη, έτοιμοι να τις κάνουν δικές τους, να τις σύρουν στη μυστηριώδη χώρα τους, εκεί όπου συμβαίνουν ταυτόχρονα όλα τα καιρικά φαινόμενα και έχει όλον τον καιρό δυνατό ήλιο και μαζί ισχυρές καταιγίδες. Ο ένας βουτά απ’ τα μαλλιά μια Λαπιθίδα κι ο άλλος χουφτώνει λαίμαργα το στήθος της νύφης, σπρώχνουν, ποδοπατούν, χώνουν τα χοντρά δάχτυλα στο φίνο γυναικείο δέρμα, τις επιθυμούν με λύσσα. Κεφάλια, μάτια, χέρια, δάχτυλα και πόδια, χιτώνες, πτυχώσεις και γόνατα, μύες, βλέμματα και χείλη, όλα καταγράφουν την ενστικτώδη εκείνη φοβερή πρωτόγονη βία που προσπαθεί να επιβληθεί και να καταστρέψει έναν ήσυχο κόσμο. Αν κάνεις ησυχία, ακούς τις ανάσες της βίας. Πώς βγαίνει από τα ανθρώπινα σπλάχνα αυτών των μισών τρελών ζώων, πώς συγκεντρώνεται στην κοιλιά τους ακριβώς στο σημείο εκείνο που ενώνει την ανθρώπινη με τη ζωώδη φύση τους, πώς καλπάζει ανεξέλεγκτη μαζί με τα άλογα, πώς γενικεύεται. Οι ορμητικοί Κένταυροι, που κατάγονται από ένα σύννεφο, παιδιά ενός τρελού έρωτα, πολεμιστές χωρίς αρχές, είναι γεμάτοι πόθο. Οι γυναίκες έντρομες φοβούνται το άγνωστο. Οι άνδρες, καθαροί κι ανήσυχοι πολεμούν για την τάξη. Μα τα συμπλέγματα κενταύρων και γυναικών αφοπλίζουν τους πολεμιστές, και έτσι δεν μπορούν μόνοι τους να τις σώσουν. Το φως της λευκότητας των μαρμάρων, ίδιο με μια αγνότητα που κινδυνεύει να χαθεί, η πλαστικότητα των σωμάτων που απεικονίζει ζαλιστικά στο τέρμα της την ένταση, όλα αποτυπώνουν το χάος. Η σιωπή της άδειας αίθουσας δυναμώνει τον καλπασμό, την αγωνία. Ω! Ο πόλεμος απλώνεται φοβερός μπροστά σου. Και ξαφνικά, στη μέση της σκηνής ο Απόλλωνας, όμορφος όσο ποτέ και πουθενά αλλού, αγέρωχος κι αρμονικός, τεντώνει αμείλικτα το τόξο του και επιβάλλει τη δικαιοσύνη της αδέκαστης αρμονίας. Οι Κένταυροι σε λίγο θα σκορπίσουν μακριά και ο πόθος της κατάκτησης θα τελειώσει σαν πάθημα. Όμως, οποιος δεν είναι πάντα δίκαιος και ισορροπημένος στη ζωή του, αλλά έχει υπάρξει παθιασμένος ή ονειρεύεται έναν μεγάλο πόθο, αυτός θα είναι πάντα με τους χαμένους.
Νίκη Κόλλια
Πότε θα επιστρέψει το μουσείο του Λούβρου τα τμήματα από τις ανάγλυφες μετόπες του ναού του Δία που κατέχει;