Η κουτσομπόλα
Απόσπασμα από Το Στομάχι του Παρισιού, του Εμίλ Ζολά.
"Οι τρεις γυναίκες κάθισαν στο βάθος του στενού μαγαζιού. 'Ηταν η μια πάνω στην άλλη και μιλούσαν με τα μούτρα τους κολλημένα. Η δεσπονίς Σαζέ έμεινε σιωπηλή για δυο ολόκληρα λεπτά. 'Επειτα, σαν είδε τις δυο άλλες να καίγονται από περιέργεια, με μια διαπεραστική φωνή: "Τον ξέρετε αυτόν τον Φλοράν;... Ε, λοιπόν, τώρα μπορώ να σας πω από που έρχεται."
Εκδ. Στάχυ και Brainfood Εκδοτική, Αθήνα. Μτφ. Ντορέτα Πέππα.
Η δεσποινίς Σαζέ ήταν τόσο αδύνατη, που πάντα έβρισκε τρόπο να γλιστρήσει σε κάποιο παγκάκι. 'Ακουγε, έπιανε κουβέντα με τη διπλανή, κάποια κατακίτρινη γυναίκα εργάτη που επιδιόρθωνε τα ασπρόρουχα τραβώντας τα από ένα καλαθάκι και έραβε με σπάγγο μαντίλια και κάλτσες όλα τρύπια σαν κόσκινα. Είχε άλλωστε, τις γνωριμίες της. Μέσα στα ανελέητα μυξοκλάματα από το παιδομάνι και το αδιάκοπο πηγαινέλα των αμαξών πίσω στην οδό Σεντ-Ντενίζ, το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε, ιστορίες για τους προμηθευτές, τους ζαχαροπλάστες, τους φουρναρέους, τους χασάπηδες, μια πραγματική εφημερίδα της γειτονιάς γραμμένη με πικρία εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης και της αλλόκοτης διάθεσης του φτωχού. Από 'κείνες τις δυστυχισμένες μάθαινε κυρίως κάποια ανομολόγητα πράγματα, το τι κατέβαινε από τα ύποπτα δωμάτια, το τι έβγαινε από τα σκοτεινά σπίτια των θυρωρών, βρομιές και κακοήθειες, που ικανοποιούσαν, λες και κορφολογούσε πιπεριά, τις ορέξεις της, την περιέργειά της. 'Επειτα, μπροστά της, με το πρόσωπο γυρισμένο προς την πλευρά των Αλ, είχε την πλατεία, τα τρία τετράγωνα με τα σπίτια, διάτρητα από παράθυρα, που μέσα τους ζητούσε να διεισδύσει με το βλέμμα. Φαινόταν σαν να ψήλωνε, να περνούσε τους ορόφους από την μια άκρη μέχρι την άλλη λες κι ήταν γυάλινες τρύπες, έφτανε μέχρι τα στρογγυλά παράθυρα στις σοφίτες, καρφωνόταν στις κουρτίνες, ανασκεύαζε κάποιο δράμα από την απλή και μόνο παρουσία κάποιου κεφαλιού πίσω από τα πατζούρια, είχε στο τέλος μάθει τις ιστορίες των νοικάρηδων σ' όλα εκείνα τα σπίτια και μόνο που κοίταζε τις προσόψεις. Ξεχωριστό ενδιαφέρον είχε για το ρεστοράν Μπαράτ, με το μαγαζί του όπου πουλούσαν κρασί, την προεξέχουσα και επιχρυσωμένη μαρκίζα του που σχημάτιζε ταράτσα κι από πάνω της ξεχείλιζε η πρασινάδα μέσα από τις γλάστρες, τα τέσσερα στενά πατώματά του, διακοσμημένα και ζωγραφισμένα με ζωηρά χρώματα. Της άρεσε το απαλό γαλάζιο φόντο, οι κίτρινες κολόνες με τη στήλη τους να στεφανώνεται από ένα διακοσμητικό σε σχήμα όστρακου, σ' αυτήν την πρόσοψη ενός ναού χάρτινου, τη σοβατισμένη φάτσα ενός σπιτιού τσακισμένου από το χρόνο, που κατέληγε ψηλά, άκρη άκρη με τη στέγη, σε μια τσίγκινη γαλαρία περασμένη με μπογιά. Πίσω από τα ευέλικτα πατζούρια με τις κόκκινες λουρίδες διάβαζε τα νόστιμα πρωϊνά γεύματα, τα φίνα σουπέ, τους γάμους όπου τα σπάγανε όλα. 'Ελεγε και ψέματα. Εδώ έρχονταν και έκαναν τα όργιά τους ο Φλοράν και ο Γκαβάρ με τις δυο εκείνες τσούλες, τις Μεϊντέν. Κατά το επιδόρπιο συνέβαιναν πράγματα φρικτά.