Η μεγάλη πολιτιστική αηδία
Ένα βιβλίο του Γάλλου φιλόσοφου –και παλιού μου φίλου– Alain Brossat
Le Grand dégoût culturel
Υπάρχει μια συναίνεση γύρω από το θέμα της κουλτούρας: υποτίθεται πως πρόκειται για μία απυρόβλητη έννοια, επειδή είναι κατ' ανάγκην προοδευτική. Την ομοφωνία αυτή θέλησα να αντικρούσω. Και αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που το βιβλίο κατάφερε να ενδιαφέρει κάποιους που συνήθιζαν να αναπαύονται σε χλιαρά νερά, όντας πεπεισμένοι πως η κουλτούρα μάς εκπαιδεύει, μας εκπολιτίζει, ώσπου στο τέλος μας σώζει κιόλας.
Υπήρξαν κατά το παρελθόν διαστήματα περιόδων που η κουλτούρα ήταν σε θέση να υποστηρίζει μαζικές δυνατότητες χειραφέτησης. Διαλέγω συχνά για παράδειγμα το πρόσωπο του Ζακ του μοιρολάτρη του Ντιντερό ή τον Φιγκαρό του Μπωμαρσαί: πρόκειται για αυτοδίδακτα άτομα που απαλλάσσουν τον εαυτό τους από την ιδιότητα του υπηρέτη επειδή έχουν διαβάσει βιβλία και μπορούν να κατατροπώνουν το αφεντικό τους. Ο Ρανσιέρ έχει δουλέψει πολύ πάνω σ' αυτό το ζήτημα πέρα από τη λογοτεχνική προσέγγιση, και ειδικότερα πάνω στη συγκρότηση μιας αυτοδίδακτης εργατικής νοημοσύνης που στρέφεται στη χειραφέτηση. Η νοημοσύνη αυτή επέτρεπε στους εργάτες να αντιλαμβάνονται την ισότητα με τους δικούς τους όρους.
Πράγματι, σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες είδαμε να πραγματοποιείται μια συνεργία μεταξύ της κουλτούρας και μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στη χειραφέτηση. Αλλά τρέφει ψευδαισθήσεις όποιος νομίζει πως πρόκειται για ένα εγγενές χαρακτηριστικό της κουλτούρας, ένα δομικό στοιχείο της στο διηνεκές. Με το που αρχίζει η εποχή των πολιτιστικών βιομηχανιών, της κρατικοποίησης της κουλτούρας, αυτό χάνεται τελείως. Πόσο μάλλον μετά το 1981 και το κύμα Λανγκ (πρώην υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις Μιτεράν). Έκτοτε, η κουλτούρα γίνεται ένα είδος ρευστής επιφάνειας που δεν έχει καμία διακριτή άκρη: όλα είναι κουλτούρα. Και η κουλτούρα γίνεται τότε ένας τρόπος διακυβέρνησης μεταξύ άλλων.
Το γεγονός αυτό έχει κι άλλες προεκτάσεις. Από τη στιγμή που εισέρχεται κανείς στον κόσμο της κουλτούρας είναι ήδη εγκλωβισμένος σε έναν μηχανισμό που διαχωρίζει τους παραγωγούς από τους καταναλωτές. Ακόμη κι όταν υπάρχει η διάθεση να καταπολεμηθεί ο ελιτισμός της κουλτούρας, αυτοί οι φραγμοί παραμένουν. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του "εκδημοκρατισμού της κουλτούρας", θεατές μεταφέρονται με πούλμαν από τα προάστια στο Θέατρο της Κομμούνας του Ομπερβιγιέ. Είναι άνθρωποι ταπεινής καταγωγής, εργάτες κ.λπ. Γιατί όχι; Μόνο που θεωρούμε πως εφόσον η κουλτούρα φεύγει από το παραδοσιακό αστικό κοινό της, το συμβόλαιο τηρείται. Δεν είναι όμως έτσι. Για να αλλάξει κάτι, για να ενταχθούν τα αντικείμενα της τέχνης σε πολιτικές συνεργίες, δεν αρκεί να διευρυνθεί το κοινό. Όσο διατηρείται αυτό το παιχνίδι του διαχωρισμού μεταξύ παραγωγών και δημιουργών στο πεδίο της τέχνης από τη μια κι ενός κοινού που καταναλώνει από την άλλη, διαιωνίζεται ένας φραγμός. Γι' αυτόν το λόγο πρέπει να σκεφτούμε τους όρους μιας οικειοποίησης της τέχνης από τα ίδια τα υποκείμενα, να προβάλουμε το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του καθενός. Αυτό κι αν είναι δύσκολο! Είναι όμως κάτι που βλέπουμε να εμφανίζεται σε όλα τα χειραφετικά γεγονότα. Ακόμη και μια απλή απεργία με κατάληψη αρκεί για να δημιουργήσει τις συνθήκες: ο κόσμος αρχίζει να κατασκευάζει πράγματα, να οργανώνεται ο ίδιος... Όταν η κοινότητα αφυπνίζεται, υπάρχουν νέες ελπίδες για την τέχνη. Είναι οι δυναμικές που ωθούν τους ανθρώπους να εφευρίσκουν άλλα προφίλ, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Δημιουργούνται ρήγματα στον συνηθισμένο χρόνο, στιγμές παύσης. Και στις ρωγμές αυτές μπορούν να εισχωρήσουν πρακτικές που θα επιτρέψουν νέες προοπτικές.
Για μένα φυσικά –είναι θέμα γενιάς– ο Μάης του '68 αντιστοιχεί σε μια παραδειγματική στιγμή αυτής της διαδικασίας. Είχε εφευρεθεί τότε αυθόρμητα μια ποίηση του δρόμου: εκφραζόταν στους τοίχους, στις προκηρύξεις, στις αφίσες κ.λπ. Δεν είναι παράξενο που ο καταστασιασμός γνώρισε την πλήρη ακμή του στον αστερισμό του Μάη: τοποθετήθηκε ακριβώς στο σημείο ζεύξης ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές και τις καλλιτεχνικές πρακτικές.
Δεν είναι μόνο το ζήτημα του κράτους, των μηχανισμών εξουσίας. Υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα στη σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Σήμερα όλα οδεύουν προς μία συρρίκνωση των δυνατοτήτων χειραφέτησης των υποκειμένων. Και στη διαδικασία αυτή, η κουλτούρα παίζει καθοριστικό ρόλο, επειδή είναι ένα απόλυτα αποτελεσματικό κέλυφος για ανοσοποιημένα υποκείμενα.
Υπάρχουν, στην πραγματικότητα, πολλών ειδών κελύφη: υγειονομικά, αστυνομικά... και πολιτιστικά. Αυτά τα τελευταία ιδίως είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά. Το κοινό πολιτιστικό κέλυφος γίνεται ένα είδος κλειστού σάκου που κουβαλάμε παντού. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να διασχίσει μία πόλη χωρίς να έχει ακούσει έναν θόρυβο, χωρίς να διασταυρωθεί με ένα βλέμμα ή να έχει την παραμικρή εμπειρία του αστικού χώρου. Το υποκείμενο αναδιπλώνεται στον εαυτό του με τα προσθετικά μέλη του –το κινητό, το MP3 player– μέσω των οποίων μετακινείται όπως μέσα σε μια φούσκα.
Είναι βέβαιο πως η τεχνολογία συμβάλλει σ' αυτό το ρεύμα μέσα από διάφορους μηχανισμούς. Η καινοτομία έχει γίνει νοσηρή, βοηθάει την εξημέρωση. Δεν είναι όμως η τεχνολογία καθαυτή που ευθύνεται γι' αυτό, είναι η όλη συνδεσμολογία. Κατασκευάζεται έτσι μία ανθρωπότητα μέσα σε σελοφάν, η οποία αποστρέφεται την επαφή και κινείται διαρκώς στο πλαίσιο της κοινωνικής προσποίησης. Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται αφορά την εκπληκτική ζωτικότητα και εμμονή όλων αυτών που εργάζονται για την απόκτηση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος, όπου οι καινοτομίες οδηγούν συχνά σε μια ακόμα χειρότερη χρήση. Ο εμπνευσμένος από τον Φλωμπέρ λόγος της δεκαετίας του '60 που σάρκαζε την ηλιθιότητα της αστικής τάξης είναι πια ξεπερασμένος. Κι αυτό επειδή η κυρίαρχη τάξη έδειξε μια εντυπωσιακή αντοχή και μια διαρκή ικανότητα να καινοτομεί ώστε να ανακάμπτει, να ορθοποδίζει, να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, κάτι που προϋποθέτει την κατοχή της τεχνολογίας. Μόνο το Ίντερνετ ξεφεύγει λίγο από τoν απόλυτο έλεγχο, αλλά κι αυτό μάλλον δεν θα κρατήσει για πολύ.
Δεν μπορούμε, βέβαια, να χαρακτηρίσουμε μια δεδομένη περίοδο ως την περίοδο όπου η πολιτιστική σφαίρα έρχεται να υπερκεράσει την πολιτική σφαίρα: υπήρξαν αλληλοκαλύψεις, μία στρωματοποίηση με διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Η αλλαγή που σημειώθηκε την περίοδο Μιτεράν ήταν καίρια. Είναι μια θεμελιακή στιγμή της πολιτικής ιστορίας της σύγχρονης Γαλλίας, επειδή, εκτός των άλλων, η έλευση της αριστεράς στην εξουσία έδωσε αφορμή για μια παρεξήγηση: ένα μέρος του λαϊκού πληθυσμού πίστεψε ότι η κοινωνία θα άλλαζε εφεξής πραγματικά. Δεν συνέβη όμως: μπήκαμε σε μια ατελείωτη περίοδο, δεκατέσσερα χρόνια μονοκρατορίας, όπου μόνο το περιτύλιγμα άλλαξε. Και το χειρότερο, η κατάσταση επιδεινώθηκε: όλα άρχισαν πλέον να λειτουργούν στο μοτίβο των χαμένων προσδοκιών, της απάτης, κάτι που δημιούργησε μια πραγματική συλλογική πολιτική κατάπτωση. Τότε είναι που εξαφανίζονται τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, που το πολιτικό παύει να νοείται με όρους συγκρουσιακούς. Με τις δύο επταετίες Μιτεράν, οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται θολές και η κοινωνία κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά προς την πολιτιστική δημοκρατία: όλα ισοδυναμούν με όλα, οι πολιτικές θέσεις παύουν να λογαριάζονται. Μια πολύ δυνατή στιγμή της καταστροφής της πολιτικής.
Alain Brossat
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ: Artketing. Πως η πολυτέλεια δάμασε την τέχνη.