Εκεί όπου ανήκουμε
Η τελευταία επίσκεψη της φωτογράφου Akiko Takizawa στο κλειστό σπίτι του παππού και της γιαγιάς της
Najima
Δεκέμβρης του 2003. Μαθαίνω από τη μητέρα μου πως το σπίτι του παππού και της γιαγιάς στη Najima, στην πόλη Fukuoka, πρόκειται να κατεδαφιστεί. Ακούγοντας αυτό το νέο, αποφασίζω γρήγορα να φύγω απ' την Αγγλία, την χώρα όπου μένω, για να ταξιδέψω στην Ιαπωνία. Από τη στιγμή που το έμαθα, δεν έπαψα να το σκέφτομαι...
'Ορθια μπροστά στο σπίτι, δεν πολυεκπλήσσομαι που οι γείτονες εκφράζουν την απεχθειά τους προς αυτό. Μου λένε : "Το σπίτι σας είναι τόσο θλιβερό που ακόμα και οι κλέφτες φοβούνται να το πλησιάσουν. Αυτό πιστεύει και η γυναίκα μου! Μερικες φορές, μάλιστα, έχουμε την εντύπωση πως κάποιος άνδρας κρύβεται πίσω από τον φράκτη, θέλοντας να μας τρομάξει. Αλήθεια, πότε θα κατεδαφιστεί; "
Το σπίτι είναι ακατοίκητο εδώ και δέκα χρόνια. Ασυνείδητα, ετοιμάζομαι να χτυπήσω το κουδούνι. Νοιώθω αμήχανα όμως και συγκρατιέμαι την ίδια στιγμή.
Στο εσωτερικό, τίποτα σχεδόν δεν έχει αλλάξει, η μυρωδιά της υγρασίας είναι αναμειγμένη μ' αυτήν του ξύλου και του θυμιάματος. Το τσιμεντένιο δάπεδο όπου οι καλεσμένοι άφηναν τα παπούτσια τους υφίσταται πάντα. Μπορώ και διακρίνω το μεγάλο κόκκαλο που χρησιμοποιούσε ο παππούς μου και το έβαζε δίπλα στο κουτί με τα παπούτσια.
Κοντά στο τηλέφωνο είναι ακόμη κολλημένες μερικές σημειώσεις που έγραψε η γιαγιά μου πάνω σε μικρά χαρτάκια : Takuya 03/12, Yuta 31/01 και Yasuko 24/06, οι ημερομηνίες γέννησης των εγγονιών της. Υπάρχει επίσης γραμμένος και ο αριθμός του κοντινότερου μαγαζιού με σούσι που καλούσαν στις εξαιρετικές περιστάσεις.
'Εχοντας διασχίσει την κουζίνα, μπαίνω στο δωμάτιο της γιαγιάς. Πατάω επανειλλημένα τον διακόπτη χωρίς να περιμένω πραγματικά ότι θα ανάψει το φως, κι όμως ! Μία λάμπα ανάβει. Κρέμεται από ένα μακρύ μαύρο σύρμα. Αναρωτιέμαι πόσα βράδια θα πέρασε η γιαγιά μου μονάχη κάτω από τη λάμπα αυτή. Και ο παππούς πέθανε κάτω από το ίδιο φως. 'Ενα βράδυ έπαθε εγκεφαλικό. 'Οπως φαίνεται, έβαλε γρήγορα τα χέρια του πάνω στο κεφάλι και συνέχισε να ρογχαλίζει, η γιαγιά μου τον σκούντησε αλλά δεν ξύπνησε ποτέ. Η λάμπα αυτή είναι ο μοναδικός μάρτυρας όλων των γεγονότων. Οι καλλιγραφίες του παππού, που υπάρχουν πάνω στις συρόμενες πόρτες, πλέουν στο σκοτάδι. Διαβάζω "λουλούδι του αγρού, ένα πουλί στον ουρανό". Η γιαγιά μου τοποθέτησε τις φράσεις αυτές στις σχισμές της πόρτας.
Με μεγάλη προσοχή, την σπρώχνω και μπαίνω στο κυρίως δωμάτιο. 'Ενα έντονο φως με τυφλώνει και με ζαλίζει. Παρατηρώ τις φωτοσκιάσεις που αλλάζουν συνέχεια πάνω στα χέρια μου, καθώς η εξωτερική φθινοπωρινή αύρα, πίσω από το παράθυρο, κουνάει τις κορυφές των μπαμπού.
Πρατηρώ ένα φλυτζάνι του τσαγιού από αμμόλιθο πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι. Δεν έχω ιδέα ποιός ήπιε σ' αυτό για τελευταία φορά, αλλά το μοναχικό αυτό σκεύος μου φέρνει στο νου τον παππού μου. Τα ράφια του δωματίου είναι γεμάτα βιβλία. Δεν χρειάζεται να τα ανοίξω για να μαντέψω την παρουσία του σε κάθε σελίδα τους. Μπορώ να τον φανταστώ να τα ξεφυλλίζει ένα ένα.
Δεν ξαναβρήκα ποτέ το μοναδικό, απαλό, φυσικό φως αυτής της κατοικίας. Ξέρω πολύ καλά πως προέρχεται απ' έξω, από τον ήλιο στον ουρανό, κι όμως απ' την εποχή της παιδικής μου ηλικίας, είχα πάντα φανταστεί πως ερχόταν στην πραγματικότητα από τα βάθη του ωκεανού. Το ονόμαζα εξάλλου το φως "του ήλιου της θάλασσας".
Η θεία μου πέθανε στην ηλικία των 33 ετών, όταν εγώ ήμουν επτά. 'Οταν την είδα για τελευταία φορά, ήταν αρχές Δεκεμβρίου, δήλαδή την ίδια εποχή με την τελευταία μου επίσκεψη εδώ, μία μέρα τόσο κρύα...
Θυμάμαι πως η θεία μου ήταν ξαπλωμένη πάνω σ' ένα φουτόν. 'Ηταν τόσο αδύνατη που δεν γινόταν ουσιαστικά να μαντέψεις τις γραμμές του σώματός της κάτω από την κουβέρτα. Κοιτούσε το ταβάνι. Το βλέμμα της έδειχνε να έχει βυθιστεί στις σκιερές και φωτεινές περιοχές που διέγραφαν τα καλάμια των μπαμπού που χόρευαν πάνω στο πάπλωμα.
Επειδή ήξερε πως επρόκειτο να πεθάνει, η θεία μου μου είπε πως θα την παρηγορούσε αν ήξερε πως θα μπορούσε να συνεχίζει να γράφει γράμματα. Και πρόσθεσε : "Akiko, είσαι το μόνο κορίτσι της οικογένειας τώρα, γι' αυτό να βοηθάς τη μητέρα σου."
Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς ήταν παλιό. Η παγερή θερμοκρασία του δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός χειμώνα. Οφειλόταν σε μια παγωνιά χιλιάδων χρόνων που προερχόταν από τα βάθη του εδάφους και διαπερνούσε ένα ξύλινο πάτωμα που ενίσχυε στα μάτια μου την αυστηρότητα του χώρου. Στην πραγματικότητα, το κρύο υπολογιζόταν σαν ένας από τους τελευταίους κατοίκους αυτού του σπιτιού και ήταν ένας ένοικος πολύ πιο ηλικιωμένος από τους ίδιους τους τοίχους.
Πριν τα καταπιεί το σκότος, στις τελευταίες τους στιγμές, το φως και τα αντικείμενα μοιάζουν να έχουν αφεθεί παθητικά στη μοίρα τους για να μοιραστούν το ίδιο τους το τέλος, την εξαφάνισή τους βαθιά μέσα στο έδαφος.
Akiko Takizama 瀧澤明子
(Wukali, La Galerie des Photographes)
[Η Akiko Takizawa κέρδισε το βραβείο HSBC 2014 -της γνωστής τράπεζας που ενεπλάκη πρόσφατα σε ένα τεράστιο σκάνδαλο φορολογικής απάτης στην Ελβετία]