Giorgio Agamben
Ο πυρηνικός πόλεμος και το τέλος της ανθρωπότητας
Giorgio Agamben, La guerra atomica e la fine dell’umanità
Quodlibet - 04.10.2022
Το 1958, ο Karl Jaspers δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Η ατομική βόμβα και το μέλλον της ανθρωπότητας, στο οποίο προσπάθησε να θέσει υπό ριζική αμφισβήτηση - όπως αναφέρει ο υπότιτλος - την πολιτική συνείδηση της εποχής μας. Η ατομική βόμβα, ξεκινάει να γράφει στην εισαγωγή του, δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας, φέρνοντάς την αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο δίλημμα: "είτε ολόκληρη η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε μία φυσική καταστροφή, είτε ο άνθρωπος θα πρέπει να αλλάξει την ηθικοπολιτική του στάση". Αν στο παρελθόν, όπως στις απαρχές των χριστιανικών κοινοτήτων, οι άνθρωποι είχαν σχηματίσει "φανταστικές αναπαραστάσεις" για το τέλος του κόσμου, σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ανθρωπότητα έχει την "πραγματική δυνατότητα" να αφανιστεί η ίδια όπως και να εξαφανίσει όλη τη ζωή από τη γη. Αυτή η δυνατότητα, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν φαίνεται να την συνειδητοποιούν πλήρως, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μια νέα αρχή για την πολιτική συνείδηση και να ισοδυναμεί με "μία καμπή σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας".
Σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, η "πραγματική πιθανότητα" της αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας, που φάνηκε να κλονίζει τη συνείδηση του φιλοσόφου και να συγκινεί άμεσα και τους αναγνώστες του (το βιβλίο συζητήθηκε πλατιά), φαίνεται να έχει γίνει μία αυτονόητη πραγματικότητα, στην οποία εφημερίδες και πολιτικοί αναφέρονται καθημερινά ως ένα απολύτως φυσιολογικό ενδεχόμενο. Όσο περισσότερο μιλάμε για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης -όπου το έκτακτο γίνεται ο κανόνας όπως τον ξέρουμε- το γεγονός που ο Jaspers θεωρούσε χωρίς προηγούμενο παρουσιάζεται ως μία εντελώς κοινότοπη περίπτωση, που επαφίεται στους ειδικούς να εκτιμήσουν πόσο επικείμενη και σκόπιμη είναι. Εφόσον η βόμβα έχει πάψει να είναι μια αποφασιστική "πιθανότητα" για την ιστορία της ανθρωπότητας και μας αφορά τόσο άμεσα ως μια "πιθανότητα" μεταξύ άλλων που καθορίζουν μια πολεμική κατάσταση, θα ήταν καλό να επανεξετάσουμε το ζήτημα, το οποίο ίσως δεν είχε τεθεί με τους κατάλληλους όρους.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, σε ένα δοκίμιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η Αποκάλυψη απογοητεύει, ο Maurice Blanchot έθεσε με τη σειρά του το πρόβλημα του τέλους της ανθρωπότητας. Και το έκανε αυτό υποβάλλοντας τις θέσεις του Jaspers σε μια κριτική, που αν και διακριτική, ήταν ωστόσο αποτελεσματική Αν το θέμα του βιβλίου ήταν η ανάγκη για μια αλλαγή εποχής, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι "από την πλευρά του Jaspers, στο βιβλίο που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε τη συνείδηση, την ανάκτηση και τον σχολιασμός αυτής της αλλαγής, τίποτα δεν έχει αλλάξει - ούτε στη γλώσσα, ούτε στη σκέψη, ούτε στις πολιτικές διατυπώσεις, οι οποίες διατηρούνται, και μάλιστα παγιώνονται γύρω από ισόβιες προκαταλήψεις, μερικές πολύ ευγενείς, αλλά άλλες πολύ στενές... πώς είναι δυνατόν ένα ζήτημα που θέτει σε κίνδυνο τη μοίρα της ανθρωπότητας και που η αντιμετώπισή του δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει έναν εντελώς νέο προβληματισμό, να μην έχει ανανεώσει τη γλώσσα που το εκφράζει και να παράγει μόνο σκέψεις που είναι μερικές και μεροληπτικές στο πολιτικό επίπεδο, ή επείγουσες και συναισθηματικές στο πνευματικό επίπεδο, πανομοιότυπες ωστόσο με εκείνες που τις ακούμε να επαναλαμβάνονται μάταια εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια; " Η ένσταση είναι ασφαλώς εύστοχη, επειδή το βιβλίο του Jaspers όχι μόνο παρουσιάζεται ως μια εκτεταμένη ακαδημαϊκή μονογραφία που εννοεί να εξετάσει το πρόβλημα σε όλες του τις πτυχές, αλλά εμφανίζει τον συγγραφέα να αντιτάσσει στην καταστροφή τον κοινό τόπο "μιας παγκόσμιας ειρήνης χωρίς ατομικές βόμβες, με μια νέα ζωή οικονομικά βασισμένη στην πυρηνική ενέργεια". Εξίσου άξιο απορίας είναι το γεγονός ότι η ατομική βόμβα αντιπαραβάλλεται ως θανατηφόρος κίνδυνος αντίστοιχος με την ολοκληρωτική κυριαρχία του μπολσεβικισμού, με την οποία είναι αδύνατο να συμβιβαστεί κανείς.
Το γεγονός είναι, φαίνεται να υποδηλώνει ο Blanchot, ότι μια τέτοια αποκαλυπτική προοπτική είναι αναγκαστικά απογοητευτική, επειδή παρουσιάζει ως δύναμη στα χέρια της ανθρωπότητας κάτι που, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ως τέτοια. Είναι, στην πραγματικότητα, "μια δύναμη που δεν την εξουσιάζουμε, που παραπέμπει σε μια πιθανότητα της οποίας δεν είμαστε κύριοι, μια πιθανότητα - ας την ονομάσουμε πιθανή-απίθανη - που θα εξέφραζε μια δική μας δύναμη μόνο αν την ελέγχαμε με ασφάλεια. Προς το παρόν, όμως, είμαστε εξίσου ανίκανοι να κυριαρχούμε πάνω της, όσο και να τη θέλουμε, κι αυτό για έναν προφανή λόγο: δεν είμαστε κύριοι του εαυτού μας, επειδή αυτή η ανθρωπότητα, ικανή να καταστραφεί ολοκληρωτικά, δεν υπάρχει ακόμη ως ολότητα. Από τη μία πλευρά, υπάρχει μια εξουσία που δεν μπορεί να εξουσιαστεί, και από την άλλη, ως υποτιθέμενο υποκείμενο αυτής της εξουσίας, μια ανθρώπινη κοινότητα, "η οποία μπορεί να αφανιστεί, αλλά όχι να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της, ή αλλιώς, η οποία θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί με κάποιο τρόπο μόνο μετά την εξαφάνισή της, μέσω του κενού, που είναι αδύνατο να συλληφθεί, αυτής της εξαφάνισης, κάτι, επομένως, που δεν μπορεί καν να καταστραφεί, εφόσον δεν υπάρχει" (σ. 124).
Αν, όπως φαίνεται αναμφισβήτητο, η καταστροφή της ανθρωπότητας δεν είναι μια δυνατότητα που η ανθρωπότητα διαθέτει συνειδητά, αλλά εξακολουθεί να ανατίθεται σε ένα ενδεχόμενο τυχαίων σε μεγάλο βαθμό αποφάσεων και αξιολογήσεων του ενός ή του άλλου αρχηγού κράτους, τότε το επιχείρημα του Jaspers καταστρέφεται εκ θεμελίων, καθώς οι άνθρωποι που δεν έχουν πραγματικά την ικανότητα να καταστρέφουν τον εαυτό τους δεν μπορούν καν να συνειδητοποιήσουν αυτή τη δυνατότητα, ώστε να μεταβάλλουν ηθικά και πολιτικά τη συνείδησή τους. Ο Jaspers εδώ φαίνεται να επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος που είχε κάνει ο Husserl όταν, σε μια διάλεξη του 1935 με θέμα "Η φιλοσοφία και η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας", αν και είχε εντοπίσει τις "παρεκκλίσεις του ορθολογισμού" ως την αιτία της κρίσης, εντούτοις είχε αναθέσει σε μία απροσδιόριστη ευρωπαϊκή "λογική" το καθήκον να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα στην ατέρμωνη πορεία της προς την ωριμότητα. Η εναλλακτική λύση που έχει ήδη διατυπωθεί με σαφήνεια εδώ, μεταξύ "μιας εξαφάνισης της Ευρώπης που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τον εαυτό της και την ορθολογική της κλίση" και μιας "αναγέννησης της Ευρώπης" χάρη σε "έναν ηρωισμό της λογικής", προδίδει την ανομολόγητη επίγνωση ότι όπου υπάρχει ανάγκη για "ηρωισμό" δεν υπάρχει πλέον χώρος για αυτή την "ορθολογική κλίση" (η οποία, όπως διευκρινίζεται, ξεχωρίζει την ευρωπαϊκή ανθρωπότητα "από τον άγριο Παπούα", τουλάχιστον στο βαθμό που διαφέρει ο τελευταίος από ένα ζώο).
Αυτό που η ορθά σκεπτόμενη λογική δεν έχει το θάρρος να δεχτεί είναι ότι το τέλος της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας ή της ίδιας της ανθρωπότητας, που παραδίδεται σε ανόδυνες και μάταιες προσδοκίες που αφήνουν ανέπαφη την αρχή που είναι υπεύθυνη γι' αυτό, καταλήγει να αντιστρέφεται, όπως είχε διαισθανθεί ο Blanchot, σε "ένα απλό γεγονός για το οποίο δεν υπάρχει τίποτα να πούμε, εκτός από το ότι είναι η ίδια η απουσία νοήματος, κάτι που δεν αξίζει ούτε έξαρση, ούτε απόγνωση, και ίσως ούτε καν προσοχή". Κανένα ιστορικό γεγονός - ούτε ο πυρηνικός πόλεμος (ή, για τον Husserl, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος), ούτε η εξόντωση των Εβραίων, κι ακόμη λιγότερο βέβαια η πανδημία - δεν μπορεί να υποστασιοποιηθεί σε ένα συγκυριακό γεγονός, αν δεν θέλουμε να καταντήσει ένα ακατανόητο και κενό idolum historiae, το οποίο δεν μπορεί κανείς πλέον να σκεφτεί ή να διαχειριστεί.
Το επιχείρημα του Jaspers, που προβλέπει την αδυναμία της δυτικής λογικής να σκεφτεί το πρόβλημα ενός τέλους που η ίδια δημιούργησε, τον οποίο όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση σε θέση να ελέγξει, πρέπει επομένως να απορριφθεί χωρίς επιφύλαξη. Αντιμέτωπη με την πραγματικότητα του τέλους της, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο μετατρέποντας αυτή την πραγματικότητα σε μια πιθανότητα μελλοντικής πραγματοποίησης, σε έναν πυρηνικό πόλεμο που η λογική μπορεί ακόμη να αποτρέψει. Θα ήταν ίσως πιο συνεπές να υποθέσουμε ότι μια ανθρωπότητα που έχει παράγει τη βόμβα είναι ήδη πνευματικά νεκρή και ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και όχι τη δυνατότητα αυτού του θανάτου. Αν η σκέψη δεν μπορεί λογικά να θέσει το πρόβλημα του τέλους του κόσμου, αυτό συμβαίνει επειδή η σκέψη βρίσκεται πάντα στο τέλος, βιώνει πάντα την πραγματικότητα και όχι τη δυνατότητα του τέλους. Ο πόλεμος που φοβόμαστε είναι πάντα σε εξελιξη και δεν τελειώνει ποτέ, όπως η βόμβα που έπεσε κάποτε στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν σταμάτησε ποτέ να ρίχνεται. Μόνο αν ξεκινήσουμε από τη συνειδητοποίηση αυτή, το τέλος της ανθρωπότητας, ο πυρηνικός πόλεμος και οι κλιματικές καταστροφές θα πάψουν να είναι φαντάσματα που τρομοκρατούν και παραλύουν μια λογική ανίκανη να τα αντιμετωπίσει, και αντίθετα θα εμφανίζονται ως αυτό που είναι: πολιτικά φαινόμενα που είναι ήδη παρόντα μέσα στην τυχαιότητα και τον παραλογισμό τους, τα οποία ακριβώς γι' αυτό το λόγο δεν χρειάζεται πλέον να φοβόμαστε ως μια μοιραία προοπτική χωρίς εναλλακτική λύση, αλλά μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε κάθε φορά ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου εμφανίζονται και τις δυνάμεις που έχουμε στη διάθεσή μας για να τα αντιμετωπίσουμε ή να τα αποφύγουμε. Αυτά μάθαμε στα δύο χρόνια που μόλις πέρασαν και, απέναντι σε κυβερνώντες που αποδεικνύονται όλο και πιο ανίκανοι να διαχειριστούν την έκτακτη ανάγκη που οι ίδιοι δημιούργησαν, σκοπεύουμε να τα αξιοποιήσουμε στο έπακρο.
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ: Οδεύουμε προς τη χρήση πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη;