Ο σαμουράι
[...] Kαι την ίδια στιγμή, το σπαθί που βάσταγε στον ώμο του έπεσε με ορμή ευθεία μπροστά του. Η λάμα είχε ανοίξει στα δύο το κρανίο του άνδρα, ο οποίος, ουρλιάζοντας, έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του πριν τελικά σωριαστεί. 'Ολα συνέβησαν αστραπιαία. 'Εξαλλοι, οι άλλοι δύο δοκίμασαν να χτυπήσουν ταυτόχρονα. Ο Ινούμπο έκανε ένα σάλτο προς τα πίσω και το όπλο του σάρωσε το χώρο. Τότε ακούστηκε μια διπλή κραυγή πόνου. Ο ένας από τους αντιπάλους του είχε απομακρυνθεί τέσσερα ή πέντε βήματα πατώντας με το ένα του πόδι, κι ο άλλος είχε τρέξει κουτσαίνοντας μέχρι το πεύκο στην άκρη του δρόμο και αγκάλιαζε τον κορμό του. Και οι δύο είχαν ένα σκίσιμο στη γάμπα από τo μυτερό σπαθί του Ινούμπο.
Ο Ινούμπο πλησίασε τον στρατιώτη που είχε πέσει, κι όταν διαπίστωσε πως δεν ανέπνεε πια έκατσε ανακούρκουδα πάνω του. 'Επειτα, σα να χρησιμοποιούσε κόφτη λαχανικών, πίεσε με τα δύο του χέρια τη λάμα που κρατούσε οριζόντια και του έκοψε το λαιμό. Η επιχείρηση αυτή διήρκησε περισσότερο απ' όσο θα περίμενε. Στη συνέχεια, τύλιξε το κεφάλι του άνδρα μέσα σ' ένα βγαλμένο ρούχο, αλλά όταν σηκώθηκε με το πακέτο του στο χέρι, οι άλλοι δύο είχαν εξαφανιστεί. Είχαν πιθανότατα κρυφτεί πίσω από το φράγμα κάποιου ορυζώνα.
Τότε μόνο, έχοντας κάτω από τη μασχάλη του το μπόγο με το κεφάλι, πήρε πάλι το δρόμο του Γουασίνο, εκεί που βρισκόταν το στρατοπεδό του. 'Οπως και πριν, πότε έτρεχε και πότε σταματούσε. Ο δρόμος του φάνηκε τρομερά μακρύς. Δεν ήταν περίεργο, εφόσον η καταδίωξη τον είχε οδηγήσει, χωρίς να το καταλάβει, ως τον χερσότοπο του Αουάνο, σε μια απόσταση από το κάστρο γύρω στα 12 μίλλια.
Αφού διέσχισε το ένα τρίτο της απόστασης περίπου, εκεί όπου το μονοπάτι χωριζόταν στα δύο, ο Ινούμπο χώθηκε μέσα στα ψιλά χορτάρια της άκρης του δρόμου, έψαξε για λίγο, ώσπου βρήκε κι έβγαλε από κει ένα ακόμη κομμένο κεφάλι. Είχε σκοτώσει έναν εχθρό στο σημείο εκείνο και είχε κρύψει το κεφάλι του μέσα σε μια τούφα χόρτου.
Από κει κι έπειτα, ο Ινούμπο σταμάτησε να τρέχει και βάδισε κανονικά. Το να περπατάς με δύο κομμένα κεφάλια δεν είναι όμως εύκολο πράγμα. Πέρασε από μερικά χωριουδάκια, αλλά οι πόρτες τους ήταν καλά κλειδαμπαρωμένες.
'Εφτασε τελικά σε μια κατοικία αρκετά μεγάλη και κάπως παλιά στην όψη. 'Εκανε το γύρω του κτηρίου από αριστερά και βρέθηκε στην πίσω πόρτα. 'Ηθελε να πιεί νερό και έψαχνε για πηγάδι, αλλά πηγάδι δεν φαινόταν πουθενά.
Ο Ινούμπο ξαναέκανε έτσι το γύρο και έδωσε δυό-τρεις κλοτσιές στην πόρτα φωνάζοντας:
- Ε! Νερό! Δεν υπάρχει νερό;
Κι έδωσε πάλι μια δυνατή κλοτσιά στην πόρτα.
- Αμέσως! Θα ανοίξω!
'Ηταν μία γυναικεία φωνή ακριβώς πίσω από την πόρτα. 'Ενα κορίτσι είκοσι χρονών περίπου στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Αφήνοντάς την ανοιχτή, έκανε δυό-τρία βήματα πίσω προς το εσωτερικό της ευρύχωρης εισόδου με το χωμάτινο δάπεδο, αλλά ταυτόχρονα ο Ινούμπο απομακρύνθηκε κι αυτός τρία-τέσσερα βήματα από την πόρτα. Η ομορφιά της κοπέλας τον είχε κυριολεκτικά θαμπώσει. Το ντυσιμό της, το προσωπό της, η κινησή της μαρτυρούσαν ότι ήταν χωρίς αμφιβολία η κόρη της κατοικίας εκείνης με την παλιά όψη. Ο Ινούμπο επανέλαβε τραυλίζοντας:
- Νε... Νερό!
- Νερό, είπατε;
Η γυναίκα χάθηκε στο βάθος του σπιτιού και επέστρεψε σε λίγο με έναν κουβά και ένα κύπελλο. Σήκωνε τον κουβά με μεγάλη προσπάθεια σαν να ήταν πολύ βαρύς, αλλά όταν κοίταξε μέσα, μπόρεσε να διαπιστώσει πως είχε μόνο λίγο νερό στον πάτο.
Ο Ινούμπο πήρε το κύπελλο από το λευκό και λεπτό χέρι της γυναίκας και το γέμισε. Το άδειασε αρκετές φορές καθαρίζοντας το λαιμό του καθώς έπινε. Κι όσο έπινε, ο Ινούμπο είχε τα μεγάλα μάτια του στυλωμένα πάνω στο κορίτσι.
Μπόρεσε έτσι να δει το όμορφο πρόσωπο ξαφνικά να συσπάται. Παρά την αλλαγή αυτή, παρέμενε το ίδιο όμορφο. Το κορίτσι άρχισε να τρέμει με όλο της το σώμα. Ο τρόπος που έτρεμε θύμιζε αντικείμενο που το φυσάει ο αέρας. Και ξαφνικά, έπεσε προς τα μπρος. Ο Ινούμπο, έκπληκτος, πρόλαβε και την έπιασε στα χέρια του. Κρατούσε στην αγκαλιά του ένα ευπαθές και πολύτιμο αντικείμενο το οποίο δεν ήξερε τι να το κάνει.
- Τα ... Τα κεφάλια! ψιθύρισε η γυναίκα, με τα μάτια της κλειστά.
Τότε μόνο ο Ινούμπο κατάλαβε πως το πακέτο που είχε αφήσει στα πόδια του ήταν αυτό που είχε προκαλέσει τη λιποθυμία της συνομιλητριάς του. 'Εριξε μια ματιά: ο μπόγος είχε λυθεί και τα δύο κεφάλια είχαν κυλήσει κάτω.
Ο Ινούμπο έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, συνεχίζοντας να κρατάει το κορίτσι στην αγκαλιά του. Σε λίγο όμως προσπάθησε να ταρακουνήσει το λεπτεπίλεπτο σώμα.
- Τα... Τα κεφάλια!
Η ίδια λέξη βγήκε από το στόμα του κοριτσιού, που είχε τα ματιά της πάντα κλειστά.
- Δεν πρέπει να φοβάστε!
Ο Ινούμπο, ο οποίος κρατούσε με τα δύο του χέρια τους ώμους του κοριτσιού, κοιτούσε από πάνω το προσωπό της. 'Εμεινε για λίγο σ' αυτήν τη στάση, κι έπειτα το δικό του πρόσωπο έγειρε προς εκείνο της γυναίκας. Δεν ήξερε κι ο ίδιος τι ήταν αυτό που τον έσπρωχνε να συμπεριφερθεί έτσι. Το προσωπό του πλησίασε το πρόσωπο του κοριτσιού. Αλλά τη στιγμή που τα χείλη του άγγιξαν τα χείλη της γυναίκας, ο Ινούμπο αισθάνθηκε όλο του το σώμα να κυριεύεται από τον τρόμο. Βιάστηκε να ξαπλώσει το κορίτσι καταγής.
- Τα... Τα κεφάλια!
- Μην φοβάστε! Θα τα μαζέψω!
Ο Ινούμπο ξανατύλιξε τα κεφάλια μέσα στο υφασμά τους και τα έβαλε πάλι κάτω από το μπράτσο του. Είπε στον εαυτό του πως για να ευχαριστήσει αυτήν την κοπέλα θα έπρεπε να τα πάρει γρήγορα από κει. Πριν φύγει, κοίταξε μια τελευταία φορά το χλωμό πρόσωπο του κοριτσιού. Φαινόταν να έχει επί τέλους ανακτήσει τις αισθήσεις της, γιατί, με μια μικρή κραυγή, προσπάθησε να ανασηκωθεί.
Ο Ινούμπο άρχισε να βαδίζει. Τη στιγμή που έβγαινε στο δρόμο, έριξε μια ματιά στην αυλή. Κάποιες γυναίκες, υπηρέτριες μάλλον, που είχαν βγει από ποιός ξέρει που, έτρεχαν τώρα προς την κοπέλα. Φτάνοντας στο δρόμο, Ο Ινούμπο άρχισε να τρέχει σαν σε όνειρο. Τα πόδια του ήταν αδύναμα, σα να τα είχε προσλάβει ο πυρετός. Το λευκό πρόσωπο της γυναίκας της οποίας τα χείλη είχαν αγγίξει τα δικά του έπλεε μπροστά στα μάτια του. [...]
Yasushi Inoué, 真田軍記, Sanada gu. Η εποποιία των Σαναντά, εκδ. POF, Παρίσι, 1984.
Μτφ. Σ.Σ.