Περιδιαβαίνοντας τον Καύκασο
Frédérique Longuet Marx, Chroniques caucasiennes 1967-2019,
Ed. Du Croquant, 2022
Μία προσωπική διαδρομή στους δρόμους του Καυκάσου
Εδώ και σαράντα χρόνια η Frédérique Longuet Marx περιδιαβαίνει τους δρόμους και τα μονοπάτια του Καυκάσου, μιας περιοχής που παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, αλλά τόσο πλούσια σε ιστορία και τόσο σημαντική για τις περιφερειακές ισορροπίες.
Jean Michel Morel
Orient XXI - 10 Ιουνίου 2023
Υπάρχουν δύο Καύκασοι. Ο Νότιος Καύκασος, ή Υπερκαυκασία, που περιλαμβάνει τρεις χώρες από το Κρασνοντάρ έως το Μπακού - χωρίς να ξεχνάμε την τουρκική περιοχή του Καρς με το επιβλητικό του φρούριο: τη Γεωργία και την Αρμενία, που συνορεύουν με τη Μαύρη Θάλασσα, και το Αζερμπαϊτζάν, που βρέχεται στην ανατολική πλευρά του από την Κασπία Θάλασσα. Ο άλλος Καύκασος, ο Βόρειος Καύκασος, αποτελεί μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Χωρίζεται από τον πρώτο από τον ορεινό όγκο του Μεγάλου Καυκάσου, που φτάνει μέχρι τα 5643 μέτρα.
Διανύοντας 1.200 χιλιόμετρα από το νότο προς το βορρά, συναντάμε διαδοχική τις δημοκρατίες του Νταγκεστάν, της Τσετσενίας, της Βόρειας Οσετίας, της Καμπαρντίνο-Μπαλκάριας, του Καρατσάγεβου-Κιρκασίας και της Αντιγκέγια. Η θέση του στο σταυροδρόμι πολλών πολιτισμών έχει καταστήσει την περιοχή κοιτίδα λαών από δεκάδες διαφορετικές εθνότητες, που μιλούν χιλιάδες διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους και, ανάλογα με τη στιγμή, ασκούν αρμονικά ή μέσα από εντάσεις το σουνιτικό και το σιιτικό Ισλάμ, τον ορθόδοξο και τον μονοφυσιτικό Χριστιανισμό (που δέχεται μόνο τη θεϊκή φύση του Χριστού), τον Βουδισμό και τον Ιουδαϊσμό.
Αυτό το είδος εθνοτικού και θρησκευτικού χωνευτηρίου, ένας πραγματικός Πύργος της Βαβέλ, είναι μια ευλογημένη γη για τους ανθρωπολόγους. Αυτό είναι που γοήτευσε τη Frédérique Longuet Marx, η οποία διδάσκει κοινωνιολογία και ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο της Caen, και την οδήγησε να κάνει συχνές επισκέψεις εκεί.
Απόγονος του Charles Longuet, γαμπρού του Καρλ Μαρξ, ταξίδευε συχνά στη Σοβιετική Ένωση από νεαρή ηλικία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, σπούδασε στο Λένινγκραντ, το οποίο, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στις εκβολές του Νέβα, φιλοξενούσε ανθρώπους από κάθε περιοχή της μεγαλύτερης χώρας του κόσμου. Ήταν μια ευκαιρία για την ίδια να εξοικειωθεί με τη μεγάλη ετερογένεια των λαών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά από μια καθοριστική συνάντηση με τη ρωσόφωνη εθνολόγο Roberte Hamayon, ειδική στη Σιβηρική Άπω Ανατολή, και αφού αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, υπέβαλε αίτηση στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ για να συμμετάσχει σε μια μελέτη πεδίου στη Σιβηρία. Της έγινε μια αντιπροσφορά: μια διαμονή στο Νταγκεστάν. Σε αυτή τη δημοκρατία λοιπόν των μόλις 3 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου ζουν περισσότερες από τριάντα εθνοτικές ομάδες που μιλούν τριάντα διαφορετικές γλώσσες, μεταξύ των οποίων δεκατέσσερις κύριες, ξεκίνησε την έρευνά της, την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο της Chroniques caucasiennes [Καυκάσια χρονικά -σ.σ.] εξετάζει αρχικά την ιστορία της χώρας, η οποία συνδέεται με τον ρωσικό αποικισμό και στη συνέχεια με το ελπιδοφόρο ξεκίνημα της σοβιετοποίησης μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων.
"Το χωριό είχε μόλις περάσει δύο περιόδους λιμού. Όλο το χωριό [πρόκειται για το Botlikh] βγήκε έξω, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας αντεπαναστάτης. Ο εκπρόσωπος των σοβιετικών αρχών έγινε δεκτός με ψωμί και αλάτι".
Αλλά αυτό δεν κράτησε. Ο αποικισμός είχε δημιουργήσει μια κουλτούρα εξέγερσης και διεκδίκησης της ταυτότητας που στηριζόταν στον εξισλαμισμό των λαών του Νταγκεστάν από τον 8ο αιώνα και μετά, και στη μετέπειτα προσήλωσή τους στη Naqshbandiyya, ένα ριζοσπαστικό κίνημα των Σούφι. Ακριβώς αυτό το πανταχού παρών θρησκευτικό στοιχείο και ο αδέξιος τρόπος με τον οποίο το αντιμετώπισαν οι αρχές της Μόσχας (το 1983 δεν υπήρχαν πλέον τζαμιά στα χωριά, παρά μόνο ένα "επίσημο" θρησκευτικό κτίριο στην πρωτεύουσα Μαχατσκαλά) ήταν που προκάλεσε επανειλημμένες συγκρούσεις. Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ο σαλαφισμός εκτόπισε τον σουφισμό, τα τζαμιά άνοιξαν ξανά, άλλα χτίστηκαν με χρήματα που διέθεσαν οι ολιγάρχες, η ανεργία πήρε διαστάσεις (ήταν η υψηλότερη στη Ρωσία) και σύντομα οι νέοι μπήκαν στον πειρασμό να ακολουθήσουν την παράδοση του Ιμάμ Σαμίλ, της ηγεμονικής μορφής του Βόρειου Καυκάσου τον 19ο αιώνα, και να μπουν στην περιπέτεια του τζιχαντισμού. Εσωτερικός τζιχαντισμός στην αρχή, με αντάρτικο και τρομοκρατικές επιθέσεις, και στη συνέχεια μέσα από την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (από τους 10.000 μαχητές από τη Ρωσία που εντάχθηκαν στην οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, οι 5.000 προέρχονταν από το Νταγκεστάν).
Την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη και αν είχε γίνει δεκτή από ένα πανεπιστήμιο τόσο υψηλού κύρους όσο το Λένινγκραντ, δεν ήταν εύκολο για μια δυτική ερευνήτρια, η οποία συνοδευόταν πάντα από ένα μέλος του κόμματος που ανέφερε καθημερινά στην KGB τις κινήσεις της, να συναντήσει τους ανθρώπους που χρειαζόταν για την έρευνά της. Το πλεονέκτημα (για μια φορά) της Frédérique Longuet Marx είναι ότι είναι γυναίκα και, ως τέτοια, μπόρεσε να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα νεαρά κορίτσια και τις μητέρες του Νταγκεστάν, διεισδύοντας στην οικειότητα των σπιτιών για να μπορέσει να κατανοήσει και να περιγράψει το ρόλο τους χωρίς να τον σχηματοποιήσει. Ο γάμος, για παράδειγμα, είναι μια μακρά και δαπανηρή διαδικασία στην οποία οι μητέρες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Και τα νεαρά ερωτευμένα κορίτσια αναπτύσσουν στρατηγικές για την παράκαμψη της πατριαρχίας, ώστε να παντρευτούν όχι τον άνδρα που ήταν προορισμένα να παντρευτούν από την κούνια, αλλά τον άνδρα της επιλογής τους.
Ένα από τα ενδιαφέροντα του βιβλίου έγκειται σε αυτές τις μακροχρόνιες στάσεις, οι οποίες της επέτρεψαν να εκτιμήσει τι αλλάζει και τι συνεχίζει να υφίσταται στο διάστημα μεταξύ της σοβιετικής περιόδου και, από το 1991 και μετά, της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το κάνει αυτό με μεγάλη ενσυναίσθηση για τους λαούς του Νταγκεστάν και με την τεκμηριωμένη (και κοφτερή) ματιά μιας ερευνήτριας, μιας διακεκριμένης ειδικού στο αντικείμενό της, η οποία δεν ξεγελιέται από τις αρνητικές πτυχές ορισμένων προγονικών εθίμων, αλλά νοιάζεται να διασφαλιστεί η ταυτότητα αυτών των λαών και να μην υπονομευθεί από τον πατριωτισμό της Μεγάλης Ρωσίας. Έτσι, υποστήριξε την υπόθεση των Τσετσένων στον αγώνα τους κατά της Μόσχας. η οποία αρνείται τις διαφορές τους προκειμένου να διατηρήσει τον αυταρχικό της έλεγχο πάνω στις καυκάσιες δημοκρατίες.
O Jean Michel Morel είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και μέλος της συντακτικής επιτροπής του σάιτ Orient XXI
Εισβολή στην Ουκρανία και μείωση ρωσικής επιρροής σε Καύκασο και Κεντρική Ασία
Θόδωρος Τσίκας
GR DIPLOMATIC REVIEW, τεύχος 12, 15 Μαίου -15 Ιουνίου 2023
Η απρόκλητη και παράνομη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εισέρχεται σε νέα φάση. Μετά την παρέλευση του χειμώνα ετοιμάζεται κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Μέχρι τώρα, οι βαριές καιρικές συνθήκες επέβαλαν τον περιορισμό των συγκρούσεων. Οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες καταπονούν το στρατιωτικό προσωπικό, ενώ ο μεγάλος όγκος χιονιού και πάγου, αλλά και το λασπώδες έδαφος, δεν επιτρέπουν στα τεθωρακισμένα να αναπτύξουν τις δυνατότητες τους. Εξάλλου οι Ρώσοι πολίτες που επιστρατεύθηκαν το φθινόπωρο, είχαν ανάγκη εκπαίδευσης, τουλάχιστον κάποιων μηνών.
Τους επόμενους μήνες, ο Πούτιν θα θελήσει να δείξει, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και προς την διεθνή Κοινότητα, ότι δεν έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες του, παρά τα πενιχρά - σε σχέση με τα προσδοκώμενα - αποτελέσματα της εισβολής.
Η ηγεσία της Ουκρανίας και η παλλαϊκή αντίσταση θα θελήσουν να ανακαταλάβουν όσα περισσότερα ουκρανικά εδάφη μπορούν, ώστε να έχουν την καλύτερη δυνατή διαπραγματευτική θέση, όταν κάτι τέτοιο χρειαστεί.
Θα υπάρξουν μεγάλες ρωσικές επιθέσεις και ουκρανικές αντεπιθέσεις, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον μέχρι τον ερχομό του επόμενου χειμώνα.
"Ρωσικός κόσμος" και "εγγύς εξωτερικό"
Για την κατανόηση των εξελίξεων είναι αναγκαίο να αναλύσουμε την πραγματική φύση του καθεστώτος Πούτιν. Η ηγετική ομάδα του έχει διαφορετικού είδους γεωστρατηγικές βλέψεις και «ιδεολογική» αντίληψη του κόσμου, από αυτήν που έχουμε εμείς στις δημοκρατικές χώρες.
Οι θεωρητικοί που εργάζονται μέσα στο σύστημα εξουσίας του αυταρχικού καθεστώτος Πούτιν, συμβάλλουν αποφασιστικά στη χάραξη της γεωπολιτικής ατζέντας του. Ενστερνίζονται έναν μεγαλοϊδεατικό ρωσικό σωβινισμό και επιθετικό εθνικισμό, έναν αντι-δυτικισμό με «ευρασιατική» αντίληψη, με χαρακτηριστικά ασιατικού δεσποτισμού που υποτιμά τις δημοκρατικές κατακτήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κεντρικό αφήγημα τους είναι να «αναστήσουν» αυτό που θεωρούν ως «χαμένο μεγαλείο» της παλιάς Ρωσίας.
Εδώ και χρόνια μιλούν για έναν "ρωσικό κόσμο", που υπερβαίνει τα σύνορα της σημερινής Ρωσίας. Θεωρούν ότι υπάρχουν και άλλες χώρες γύρω τους που ανήκουν στον «ρωσικό κόσμο», στις οποίες η Ρωσία ηγεμονεύει –ή πρέπει να ηγεμονεύει– γεωστρατηγικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Ο βασικός στόχος είναι οι ανεξάρτητες σήμερα χώρες, που ανήκαν κάποτε στην παλιά ρωσική αυτοκρατορία, τσαρική ή σοβιετική, τις οποίες στη Μόσχα αποκαλούν "εγγύς εξωτερικό", να ενταχθούν σε μια ελεγχόμενη από τη Ρωσία ζώνη επιρροής.
Να καταστούν δηλαδή χώρες "περιορισμένης κυριαρχίας", με δικαίωμα "βέτο" της Ρωσίας για τον διεθνή προσανατολισμό τους, για το σε ποιες συμμαχίες και διεθνείς ή περιφερειακούς οργανισμούς μπορούν να ενταχθούν. Ή να αποδεχτούν ένα καθεστώς ουδετερότητας από θέση αδυναμίας, δηλαδή μια "φινλανδοποίησή" τους. Ίσως και έλεγχο του εσωτερικού καθεστώτος τους, ώστε αυτό να είναι φιλικό προς το Κρεμλίνο.
Κάποια εδάφη πιθανόν στοχεύουν να τα εντάξουν απευθείας στη «ρωσική κυριαρχία», όπως τα κατεχόμενα μέχρι σήμερα από τη Ρωσία εδάφη της Γεωργίας (Αμπχαζία, Νότια Οσετία) και της Μολδαβίας (Υπερδνειστερία). Μαζί με την παράνομα προσαρτημένη Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία.
Τον Ιανουάριο του 2022 είχε γίνει στρατιωτική επέμβαση με επικεφαλής ρωσικά στρατεύματα στο Καζακστάν, για να διασωθεί το ημι-δικτατορικό καθεστώς του από τις λαϊκές διαδηλώσεις. Αυτά καταδεικνύουν την κεντρική του αντίληψη για το πώς αντιλαμβάνεται τον "ζωτικό χώρο" του.
Η εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία (2008) είχε φανεί πολύ "μακρινή" στους Δυτικούς για να παρέμβουν με κάποιον τρόπο. Η ρωσική εισβολή στην Κριμαία (2014) είχε κοστίσει στην Ρωσία την καταδίκη από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, την αποπομπή της από τους G8 και κάποιες οικονομικές κυρώσεις. Ήταν όμως εύκολα ενσωματώσιμες συνέπειες. Όλα τα προηγούμενα ώθησαν τη ρωσική ηγεσία να υποτιμήσει τις ενδεχόμενες διεθνείς αντιδράσεις.
Ανησυχία και αναδιάταξη συμμαχιών
Οι χώρες στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, κυρίως πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης, παρακολουθούν με μεγάλη ανησυχία τις εξελίξεις. Βλέπουν την απόπειρα της σημερινής ρωσικής ηγετικής ομάδας "να πάρει τη ρεβάνς" για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ως άμεσο κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία τους.
Οι οικονομικές συνέπειες της εισβολής τις επηρεάζουν άμεσα. Οι πιθανότητες για ακόμα πιο μεγάλα προσφυγικά/μεταναστευτικά κύματα προς αυτές ενισχύονται.
Η συνεχής διπλωματική απομόνωση της Ρωσίας, οι συνέπειες από τις οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε βάρος της από την διεθνή Κοινότητα, η επικέντρωση στο ουκρανικό μέτωπο και η συνεχής ανάγκη για στρατεύματα και εξοπλισμούς, δεν επιτρέπουν στην ρωσική ηγεσία να ασκεί τον ρόλο που θα ήθελε στην περιοχή της.
Στην προ ολίγων μηνών αναζωπύρωση των συγκρούσεων μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, η Ρωσία δεν έπαιξε τον ρόλο που αναμενόταν ως δύναμη που έχει ειρηνευτικά στρατεύματα στην περιοχή. Γεγονός που προκάλεσε βαθιά απογοήτευση της αρμενικής ηγεσίας.
Ήδη ρόλο μεσολαβητών παίζουν, σε συνεννόηση μεταξύ τους, οι πρόεδροι Γαλλίας και Τουρκίας, Εμανουέλ Μακρόν και Ταγίπ Ερντογάν. Η μεν Γαλλία διατηρώντας παραδοσιακές σχέσεις με την Αρμενία, η δε Τουρκία έχοντας αδελφικές σχέσεις με το Αζερμπαϊτζάν.
Επίσης, οι ΗΠΑ δείχνουν το ενδιαφέρον τους να μην οδηγηθεί σε αποσταθεροποίηση η περιοχή, αναλαμβάνοντας προσεκτικές πρωτοβουλίες.
Στην Γεωργία πρόσφατα, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών που κρατούσαν τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόρθωσαν να ακυρώσουν νόμο της κυβέρνησης. Ο νόμος που θεωρείτο "ρωσικής λογικής", θα επέβαλε να καταγραφούν πολλές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ως "ξένοι πράκτορες".
Ο νέος ηγέτης του Καζακστάν παρατηρεί την υποβάθμιση της ρωσικής επιρροής. Με μια εντυπωσιακή κίνηση, στρέφεται προς την Κίνα, με την οποία υπογράφει σειρά συμφωνιών ως αντιστάθμισμα.
Πολλές άλλες κεντροασιατικές χώρες κάνουν το ίδιο. Προεξοφλούν περιορισμό των δυνατοτήτων της Ρωσίας και αποδέχονται την διείσδυση της Κίνας. Η τελευταία αξιοποιεί τη ευκαιρία να εδραιώσει την επιρροή της στις γειτονικές προς αυτήν χώρες. Σε κάποιες από αυτές τις χώρες, ενδυναμώνεται παράλληλα και ο ρόλος των ΗΠΑ.
Η ίδια η Ρωσία, ολοένα και περισσότερο, αρχίζει να εξαρτάται από την Κίνα. Είναι αναγκασμένη να της παρέχει ορυκτά καύσιμα σε ολοένα και χαμηλότερες τιμές, αφού η πρόσβαση στις δυτικές αγορές έχει περιοριστεί κατά πολύ. Κινδυνεύει έτσι η Ρωσία να μεταβληθεί σε "βενζινάδικο της Κίνας", όπως προσφυώς έχει διατυπωθεί.
Η Κίνα έχει μεν απολυταρχικό καθεστώς, είναι όμως κατεξοχήν δύναμη της παγκοσμιοποίησης. Αντλεί δύναμη από τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές της σε όλο τον κόσμο. Υποσκελίζει την Ρωσία στην διεθνή σκηνή, ενισχυόμενη ως βασικός παγκόσμιος ανταγωνιστής των ΗΠΑ.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όχι μόνο δεν οδήγησε σε ενδυνάμωση του διεθνούς ρόλου της Ρωσίας, αλλά συμβάλει στην μείωση της επιρροής της, ακόμα και στην άμεση γειτονιά της.
Η Ρωσία απομονώνεται ολοένα και περισσότερο. Τείνει να γίνει κράτος-"παρίας" της διεθνούς ζωής. Ο Πούτιν καταστρέφει την ίδια τη χώρα και τον λαό του.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας-Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)