"Πριν η λήθη τα κάνει όλα ίσωμα"
Ο χρόνος σκοντάφτει συχνά στις λακκούβες τη μνήμης. Πότε πέρασε κιόλας μισός αιώνας; Ε, και λοιπόν; Αν και πότε δεν έχω αναφερθεί δημόσια στη κατάληψη της Πολυτεχνικής Θεσσαλονίκης, ο χρόνος δεν τη θόλωσε. Θυμάμαι φυσιογνωμικά όλους όσους αντίκρυσα πρώτη φορά εκείνο το δραματικό βράδυ του Νοεμβρίου του 1973. Ανασύρω την κάθε στιγμή. Μα πιο πολύ δεν ξεχνώ τους πρωτοετείς, όπως κι εγώ, συμφοιτητές μου στο Αριστοτέλειο εκείνης της χρονιάς. Δεκαοχτάχρονα παιδία όλοι τους, τότε, βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί που έπρεπε. Το Μιχάλη Τριανταφυλλίδη , τη Ζιζή ( δεν συγκρατώ το επίθετο της μετέπειτα συζύγου του Θωμά Βασιλειάδη) και τη Λίλη Δημοκίδου από τη Θεσσαλονίκη. Τον Τάσο Λύτρα και το Δημήτρη Παραρά από το Περιστέρι, τον Γιάννη Χρανιώτη από τα Μέγαρα, τον Ανδρέα Παπαδόπουλο από τα Πατήσια, το Γιώργο Ζανιά από τον Ορχομενό, τον Ανδρέα Λοβέρδο από τη Πάτρα, τον Κώστα Αλεφάντη από την Κυψέλη. Μου διαφεύγουν τα ονόματα μια παρέας συνομηλίκων μου από το Γαλάτσι που σύχναζε στο σφαιριστήριο του "Δήμου" στην Αγγελάκη και κάποιων άλλων από τη Δάφνη που μαζεύονταν στο καφενείο "Άλφα" στην άλλοτε Πρίγκιπος Νικολάου. Νιόφερτοι κι αυτοί στη πόλη συμμετείχαν θαρραλέα στη κατάληψη. Τους κρατώ στο μυαλό μου σαν σε ανεξίτηλη αναμνηστική φωτογραφία που δεν ξεθώριασε 50 ολόκληρα χρόνια. Χλωμούς, βωβούς αλλά όχι έντρομους να διαφεύγουν 5 η ώρα αξημέρωτα στη σκοτεινή Κονίτσης υπό την απειλή της κάνης του τανκ και τις βρισιές των χουντικών ανδρείκελων. Δεν ξέρω αν ό,τι βιώθηκε ως γεγονός εκείνη τη συνταρακτική νύχτα ανακαλείται ταυτόσημο πλέον από όλους σαν αποτύπωμα χαραγμένο στο ίδιο κοινό παρελθόν. Σίγουρα, όμως, κάθε συμμετοχή εγκαινιάζει τη γέννηση μιας ανάμνησης. Ή μιας ζώσας υπόμνησης, αν θέλετε. Συνεχίζω, ωστόσο, να πιστεύω, ή να ελπίζω, πως κανείς δεν διανοήθηκε τότε πως η εμπειρία που ζούσε θα γινόταν κάποτε μέρος ενός νοσταλγικού εορταστικού αφηγήματος. Και εύχομαι ότι ο καθένας συγκράτησε να παραμείνει αυθεντικό κομμάτι της καρδιάς του. Πριν η λήθη τα κάνει όλα ίσωμα.
Δημήτρης Παγαδάκης
Δημοσιογράφος
Τι έκανες στο Πολυτεχνείο Θανάση;
(Ρωτάει η Νίκη που δεν είχε γεννηθεί ακόμη τότε)
Το πλεονέκτημα όταν είσαι μαθητής το '73 είναι το φροντιστήριό σου να είναι κοντά στο Πολυτεχνείο, έτσι δε χρειάζεται να σε ειδοποιεί κάποιος για να βρίσκεσαι μέσα σε λίγα λεπτά στη μέση μιας αντιχουντικής διαδήλωσης. 'Οταν την πρώτη μέρα είχε ακόμα λίγο κόσμο μαζεμένο μπροστά στη Πατησίων, ανάμεσα στους αγνώστους βλεπω να πλησιάζουν ο Κώστας και ο Τάκης, οι οποίοι ως φοιτητές, αφοσιωμένοι Κνίτες, άρχισαν να μου λένε ότι αυτά είναι βλακείες κι ότι θα ήταν καλύτερα να φύγω, αλλά καθόλου δεν επηρέασαν την απόφασή μου να παρακολουθήσω τουλάχιστον από το οδόστρωμα της Πατησίων την κατάληψη και την αυξανόμενη κοσμοσυρροή. 'Οταν ξαναφέρνω στο μυαλό μου αυτές τις ημέρες αναρωτιέμαι πώς αντέχαμε να φωνάζουμε συνθήματα χωρίς παύση, με ένα ρυθμό απίστευτο. Η μόνη εναλλαγή ήταν τα τραγούδια, και πιο συχνά απ' όλα το "Πότε θα κάνει ξαστεριά". Άλλαζε λίγο και η ένταση ανάλογα με τα συνθήματα, Το “κάτω η χούντα” ήταν το πιο πετυχημένο, ενώ μερικοί φώναζαν “κάτω το κράτος” κι άλλοι επέμεναν σε αντιαμερικανικά συνθήματα... Καθώς ο χρόνος κυλούσε, μόνο μερικές αλλαγές στην πολιτική της αστυνομίας προκαλούσαν ανησυχία για την πορεία της κατάληψης, όταν προσπαθούσαν ομάδες αστυνομικών να αποκλείσουν τους γύρω δρόμους, αλλά όσο μαζευόταν περισσότερος κόσμος αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Σε ένα κυνηγητό αστυνόμου από το εξαγριωμένο πλήθος που έτρεχε ξωπίσω του και τον χτύπαγε αλύπητα γεννήθηκαν οι πρώτες μου αμφιβολίες για τη χρήση ανελέητης βίας... Κι έφτασε το κρίσιμο βράδυ που όλα άλλαξαν, ενώ για πολλά χρόνια πολλοί κρότοι με ενοχλούσαν γιατί μου θύμιζαν τις ριπές των όπλων. Οι διαδηλώσεις συνέχιζαν σε όλους τους γύρω δρόμους κι ακόμα κι όταν τύχαινε κάποιος να πέσει τραυματισμένος από σφαίρα οι υπόλοιποι συνέχιζαν.
Οι γονείς μου πρέπει να ανησύχησαν πολύ και περισσότερο το τελευταίο πρωί μετά την επίθεση. Το βράδυ είχα περάσει μερικές ώρες σε ένα δώμα κοντά στην πλατεία Βικτωρίας με την Όλγα, την ανηψιά της Νανάς [Καλλιανέση -σ.σ.], τότε γυναίκα του Βούλγαρη, και τη Ρόζα, τη γυναίκα του Γιάννη του Καλαϊτζή του γελοιογράφου, νομίζω ότι ήταν κι αυτός αλλά δεν είμαι σίγουρος, σιγά σιγά σβήνονται όλα αυτά. Προσπαθούσαν να με συγκρατήσουν να μη βγω έξω. Μετά από το διάλειμμα αυτό, ξαναβρέθηκα στους δρόμους. 'Ούτε το ξημέρωμα ούτε ο στρατιωτικός νόμος εμπόδιζαν τους διαδηλωτές να συνεχίζουν απεγνωσμένα στις γύρω περιοχές, απομακρυνόμενοι πια από το κέντρο. Θυμάμαι κάποια στιγμή να έχουμε φτάσει στην πλατεία Κυψέλης... Χρειάστηκαν πολλές ώρες για να διαλυθεί το πλήθος...
Νομίζω ότι ήμουνα εντελώς μόνος σχεδόν συνέχεια, δε θυμάμαι κανένα φίλο μαζί μου. Που το έβρισκα το κουράγιο αναρωτιέμαι, λυσσασμένα σκυλιά μας είχε κάνει η χούντα.
Θανάσης Δρίβας
Μαθηματικός, πρώην Γυμνασιάρχης