Στο Μπόζοβο ή Μακρύκαμπο
*
Tου Μιχάλη Μακρόπουλου
Θα διασχίζαμε το Μπόζοβο ή Μακρύκαμπο, εφτά ώρες από το Ορεινό, χωριό στην ελληνοαλβανική μεθόριο με μία κάτοικο –τη Σοφία Βαλερά–, ως το Σταυροσκιάδι. Ξεκινήσαμε δεκατρείς, γρουσούζικος αριθμός. Ο πεζοπόρος, ο κυνηγός, ο ψαράς, είναι προληπτικοί γιατί σ' ό,τι κάνουν είναι τόσα αυτά που εξαρτώνται από την τύχη. Όταν δίνεις βάση στη γρουσουζιά, αυτή 'ναι πάντα υποχρεωτική απέναντί σου και μπορεί μάλιστα να σ' ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Τ' αμάξι του Παντελή έβγαλε καπνούς απ' τη μηχανή, και το παράτησε. Έπειτα, ξεκόλλησε η σόλα απ' το παπούτσι του Κώστα. Τη δέσαμε με μια κορδέλα που βρέθηκε πρόχειρη και μ' επίδεσμο – μαύρη πεζοπορία, με μπανταρισμένο το παπούτσι. Κι αρχινήσαμε να ανεβοκατεβαίνουμε στα πέτρινα κύματα του βουνού, με το ξερό χόρτο να σκύβει στον άνεμο – ο καθένας τοσοσδά στην πλαγιά, φορτωμένος με τη σκιά του και μ' όλες του τις προλήψεις.
Μονάχα λέγαμε να μην τριτώσει το κακό. Μα ο Δημήτρης φόρεσε το ξεχαρβαλωμένο παπούτσι του Κώστα για να τον ξεκουράσει· σκόνταψε κι έσχισε το δάχτυλο σε μια πέτρα. Το έδεσε και συνεχίσαμε ξαλαφρωμένοι, που τρίτωσε το κακό έτσι, χωρίς να συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο. Ατάραχο το βουνό δεν έπαυε να κυματίζει γύρω μας, και το χόρτο να λυγάει σε κάθε πνοή. Όταν κατεβήκαμε, μας είπαν πως από την Πωγωνιανή χαμηλά στις υπώρειες μας παρακολούθαγαν μ' ένα τηλεσκόπιο, τοσουσδά, να προχωράμε πότε σε φάλαγγα, και πότε διάσπαρτοι, στον βοϊδήσιο αυχένα του Μπόζοβου ή Μακρύκαμπου.