Σ.Β. Σκοπελίτης
Νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά
1975, έτος "Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς", η πρώτη του έκδοση από τις εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ. Από τότε έγιναν τρεις επανεκδόσεις. Η οικονομική κρίση, στην πραγματικότητα αφαίμαξη πλούτου μικρών κρατών-μελών της Ευρωζώνης, το κράτησε μακριά από τα τυπογραφεία.
Πέρασαν 12 χρόνια και να που οι εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ αποφάσισαν να το επανεκδώσουν. Τύχη αγαθή για μένα. Τα χρόνια πέρασαν όπως περνούν οι θερισμοί σιταριού και πολλά από τα έργα των ανθρώπων πέφτουν στον Καιάδα. Δεν με ενδιαφέρει πια η κατεδαφισμένη ομορφιά της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, όσο η απουσία πολιτιστικών και ηθικών αρχών που την κατεδάφισε.
Το βιβλίο είναι σημαντικό Μόνο για εμένα, γιατί το υλοποίησα από βαθιά ανάγκη και με μεγάλο κόπο... Γεννήθηκα στη Μυτιλήνη, δημιούργησα στην Αθήνα, πόλεις που δεν με αποδέχτηκαν ως γέννημά τους, όπως εγώ που τις αποδέχτηκα ως μητέρες.
Σ.Β. ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ
Σύρος, 2021
Κείμενο του Γιάννη Τσαρούχη για την πρώτη έκδοση
Γεννήθηκα στον Πειραιά, σε νεοκλασικό σπίτι. Μεγάλωσα σε δύο άλλα σπίτια, επίσης νεοκλασικά, στον Πειραιά. Δύο υπέροχα σπίτια. Μετά πήγαμε στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι πάλι νεοκλασικό και μετά σ’ ένα του Τσίλλερ. Για μένα σπίτι ήταν μόνο το νεοκλασικό. Δεν μπορώ να πω πως μου άρεσαν όλα αυτά τα σπίτια απολύτως.
Δεν θα ’μουν ακριβής αν έλεγα κάτι τέτοιο. Με γοήτευαν και κάτι μ’ απωθούσε συγχρόνως. Εζύμωναν ακόμη ψωμί σ’ αυτά τα μέγαρα οι δούλες.
Όταν αργότερα άρχισαν να τα γκρεμίζουν ένα-ένα, τότε αισθάνθηκα ότι ξηλώνουν τη ζωή μου. Ήταν κάτι παραπάνω από αισθητική διαμαρτυρία αυτό που αισθανόμουν. Ήταν ξαφνικοί θάνατοι στενών φίλων. Εκείνον τον καιρό δεν μιλούσαμε ακόμα για ομορφιά και αναλογίες. Τα σπίτια αυτά ήταν σκηνικά ξενόφερτα και σαν αχειροποίητα για τους μικρούς και τους μεγάλους ανίδεους. Τα είχαν κάνει οι ειδικοί, οι μάστοροι. Βέβαια, νόημα μεγάλο υπήρχε στο δράμα που παιζόταν προ και εντός αυτών. Κηδείες, γάμοι, βαφτίσια. Η ζωή, με λίγα λόγια, με βάθος· σκηνογραφίες άσχετες ή πολύ σχετικές. Όλη η συγκινητική επιπολαιότης του Έλληνος, όλη η κούφια έπαρσίς του, όλη η λεπτότης του, η μεγαλομανία ή η φτώχεια. Τα βαρβαρικά αυτά ή ιταλικά σπίτια σιγά-σιγά γινήκανε ελληνικά. Όχι μόνο από τους ενοίκους. Τα ’κανε δικά της η μαστοράντζα και οι Έλληνες αρχιτέκτονες που άρχισαν να τα σχεδιάζουν όταν έφυγαν οι Βαυαροί – πλην του Τσίλλερ που έμεινε.
Συχνά, στην αρχή, αρχιτέκτονες ήταν αξιωματικοί, αισθηματίες, γεμάτοι ενθουσιασμό που τον αποτύπωσαν με σεμνότητα στα έργα τους. Όλη η ζωή μου είναι συνδεδεμένη μ’ αυτές τις προσόψεις, μ’ αυτά τα εσωτερικά. Δεν πρόκειται για αισθητική. Αηδίες. Από πόρτα με αέτωμα από τραβηχτό σοβά που σκέπαζε η μαύρη κουρτίνα, είδα να βγαίνει το πρώτο λείψανο που θυμάμαι στον Πειραιά. Η κόρη του πεθαμένου είχε ξέμπλεχτα τα ξανθά της μαλλιά και άπλωνε το χέρι της στη νεκρόκασα. Οι γριές έκριναν αν τον κλαίει καλά και αρκετά, την ώρα που τον σηκώνανε. Από τα ανοιχτά παράθυρά τους έμπαινε το ασημένιο φως του Πειραιά.
Πίσω από τους θριγκούς αυτών των κτιρίων είδα πολλές φορές, γεμάτος από τη γνωστή παιδική πλήξη και μελαγχολία, το αιώνιο μυστήριο του ουρανού και των συννέφων. Είδα πολλές φορές τον ήλιο να δύει.
Όταν για πρώτη φορά αντίκρισα έργα του Κλωντ Λορραίν και αργότερα σκηνογραφίες της ίδιας εποχής, η ψυχή μου εσκίρτησε παράξενα. Όλα αυτά ήταν ένας άλλος Πειραιάς, μυθικός. Δεν ήταν μόνο ζωγραφική ή μόνο αισθητική. Κάπου τα είχα δει όλα αυτά. Όλους αυτούς τους ακαθαιρέτους πύργους της μυστικής Σιών. Ο βίος της αγίας Ουρσούλης και του αγίου Παύλου ή της Κλεοπάτρας, οι μύθοι της Δάφνης και του Ορφέα, μέσα σ’ όλα αυτά τα κλασικίζοντα σπίτια των πινάκων και των σχεδίων ενώνονταν με τη δική μου ασήμαντη και σημαντική ζωή στον Πειραιά. Πριν καταλάβω την αξία τους ή τα ελαττώματά τους, μου μίλησαν διαφορετικά. Ψευτοκλασικά τ’ ανεβάζανε, ψευτοκλασικά τα κατεβάζανε, ζητώντας δήθεν το πρωτόγονο, το οργανικό και το πρακτικό, κατάφεραν να τα γκρεμίσουν στο τέλος και να τα εξαφανίσουν.
Έτσι, ζητώντας την αλήθεια ήρθε ο Μεσαίων της ελληνικής αρχιτεκτονικής, οι σκοτεινοί χρόνοι. Τα γκρεμίσματα από τον πόλεμο και μετά ήταν τόσο συχνά, που δεν πρόφταινες όχι να τα σχεδιάσεις πριν εξαφανιστούν, αλλά ούτε καν να τα φωτογραφίσεις, άσε που οι φωτογραφίες εστοίχιζαν ακριβά (ήταν η δύσκολη εποχή από την Απελευθέρωση και μετά).
Ήταν σαν τους πολλούς νεκρούς από μια επιδημία, τα ’ριξαν όλα στον κοινό λάκκο. Η αισθητική αγάπη άρχισε τότε, σαν αντίδρασις στην προστυχιά που ορμούσε απειλητική. Ιδιοκτήτες και αρχιτέκτονες μπερδεύανε τη μικρή και ασήμαντη κοινωνική τους άνοδο με τη μεγάλη πρόοδο της Τέχνης. Οι αξίες πέφτανε και αντικαθίσταντο με αξιοποιήσεις. Τα νέα και κακά υλικά, που έπρεπε να τους πληρώσει κανείς ακριβά για να τα διαδώσουν οι αρχιτέκτονες, γίνηκαν γι’ αυτούς ανιδιοτελή ιδανικά. Τα νέα παιδιά ίσως να θεωρούν σήμερα σπίτι μόνο τις πολυκατοικίες. Ίσως πριν γίνουν τα σπίτια με τις Καρυάτιδες και τ’ αετώματα και τους κορινθιακούς θριγκούς, άλλα σπίτια όμορφα υπήρχαν και τα γκρέμισαν. Για τα παιδιά εκείνου του καιρού άλλο ήταν το σπίτι.
Βλέπω καθαρά τι ύβρις θα ήταν ήδη τα τριώροφα σπίτια για το ντελικάτο τοπίο της Αττικής με τα μικρά σχετικά σπίτια τόσο πλούσιο και όμορφο, ώστε μόνο η φτώχεια να του ταιριάζει, ήδη από την εποχή του Θουκυδίδη, που δεν ήταν νεοκλασικός, ούτε νοσταλγός.
Αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος...
Αγαπώ με πάθος μερικά παλιά πράγματα, όπως απεχθάνομαι χωρίς όρια μερικά άλλα επίσης παλιά, αν όχι παλαιότερα. Δεν είμαι ρομαντικός, ούτε νοσταλγικός, απλούστατα κατάλαβα μεταξύ άλλων ότι η ανάγκη της ζώνης προϋπήρξε της ανάγκης του παντελονιού και ότι η ζωγραφιστή με χώμα ζώνη είναι πιο αρχαία από την υφαντή ή την πέτσινη· επίσης γνωρίζω ότι η ζωγραφική αναπτύχθηκε πριν από τις αρχιτεκτονικές κατασκευές, μέσα στα έτοιμα σπίτια που έκανε η φύση: τα σπήλαια. Κατάλαβα πως αυτός που δέχεται τη φύση, όπως με επιμονή επαναλαμβάνεται, δεν μπορεί να θαμπώνεται εύκολα με το φυσιολογικό των επιστημόνων.
Γιάννης Τσαρούχης
Μαρούσι, 1975
Σ. Β. Σκοπελίτης, Νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά (τέταρτη έκδοση). Εκδόσεις Αίολος, Αθήνα, Χαριλάου Τρικούπη 25.
ιστοσελίδα: www.aiolosbooks.gr
facebook: Aiolos Publications