Willy Ronis. 'Ενας φωτογράφος μέσα σε απεργία.
Jean-Claude Monneret και Jean-Michel Steiner, Willy Ronis en reportage à Saint-Étienne. Une enquête au cœur de la grève de 1948. Presses universitaires de Saint-Étienne, 280 σελ., 35 €
Danielle Tartakowsky
En attendant Nadeau - 17 Δεκεμβρίου 2022
Τον Οκτώβρη του 1948, στην καρδιά της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων, ο Willy Ronis στάλθηκε από το αμερικανικό περιοδικό Life και το γαλλικό Regards για ένα ρεπορτάζ στο Saint-Étienne. Σήμερα, ο ειδικός στον κινηματογράφο και τη σημειολογία Jean-Claude Monneret και ο ιστορικός Jean-Michel Steiner αναλύουν αυτές τις φωτογραφίες στο βιβλίο Willy Ronis en reportage à Saint-Étienne.
1948. Η Γαλλία εισέρχεται στον Ψυχρό Πόλεμο. Τον Σεπτέμβριο, με τα διατάγματα Lacoste δόθηκε ένα βίαιο χτύπημα σε εκείνους που υπήρξαν ωστόσο οι βασικοί συντελεστές της μάχης του άνθρακα, αναθεωρώντας, μεταξύ άλλων, τα κεκτημένα της Απελευθέρωσης, μεταξύ των οποίων και τη διαχείριση του κινδύνου "επαγγελματικών ατυχημάτων και ασθενειών", που επήλθε και πάλι στην αρμοδιότητα της εταιρείας των ανθρακωρυχείων. Στις 4 Οκτωβρίου, η απεργία ήταν καθολική σε όλα τα ανθρακωρυχεία της Γαλλίας. Στον Λίγηρα, η αστυνομία κατέλαβε ορισμένα φρεάτια από τις 18 Οκτωβρίου. Οι ανθρακωρύχοι αντεπιτέθηκαν, κατάφεραν να ανακαταλάβουν κάποια απ' αυτά και να διατηρήσουν τον έλεγχο κάποιων άλλων. Εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις σημειώθηκαν στο Firminy και στο La Ricamarie, στο φρεάτιο La Béraudière. Στις 21 Οκτωβρίου, η αστυνομία άνοιξε πυρ, προκαλώντας το θάνατο του ανθρακωρύχου Antonin Barbier.
Ο Willy Ronis, στον οποίο οφείλουμε μερικές από τις εμβληματικές φωτογραφίες του Λαϊκού Μετώπου, όπως αυτή της Rose Zehner στα κατειλημμένα εργοστάσια της Citroën (Tangui Perron, Rose Zehner & Willy Ronis. Naissance d'une image, éd. de l'Atelier, 2022), εργάζεται μετά την Απελευθέρωση για το περιοδικό Regards και, όσο μεγάλο και αν είναι το χάσμα, για το Life (το οποίο άφησε το 1951), μεταξύ άλλων τίτλων. Για τα δύο αυτά περιοδικά στάλθηκε στο Firminy στις 25 Οκτωβρίου για να "καλύψει" την κηδεία του Antonin Barbier.
Οι Jean-Claude Monneret και Jean-Michel Steiner, καθηγητές κινηματογράφου και ιστορίας αντίστοιχα, αναλύουν τις 130 φωτογραφίες που τράβηξε ο Ronis σε δύο ημέρες στο Saint-Étienne και στο Firminy, φωτογραφίες οι οποίες εξαιτίας των απαιτήσεων μιας τρέχουσας επικαιρότητας δεν δημοσιεύθηκαν από το Regards και παρέμειναν αδημοσίευτες. Γι' αυτό και πρέπει να χαιρετίσουμε τις Presses universitaires de Saint-Étienne που μας τις παρέδωσαν σχεδόν στο σύνολό τους, σε μια ποιοτική έκδοση. Μια συνέντευξη που παραχώρησε το 2008 ο Jean-Claude Monneret επιτρέπει στον Willy Ronis, εξήντα χρόνια μετά, να αναφερθεί στις συνθήκες λήψης ορισμένων από αυτές, τη στιγμή του κλικ.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση της σύγκρουσης του 1948, της πορείας του Willy Ronis, του "κόσμου των μέσων ενημέρωσης" της εποχής, των πλεονεκτημάτων του Rolleiflex, που επέτρεπε την αναπλαισίωση, και των διαφόρων στάσεων που έκανε στις δύο αυτές μέρες που πέρασε στη λεκάνη των ακινητοποιημένων ορυχείων, στην Εργατική Εστία, στη δίκη των κατηγορουμένων, στην κηδεία, και στη συνέχεια γύρω και μέσα στο φρεάτιο Couriot, το οποίο εξακολουθούσε να είναι κατειλημμένο. Το δεύτερο μέρος είναι μια ανάλυση καθεμιάς από τις λήψεις και της αλληλουχίας τους, με έμφαση στην περιγραφή της απεργίας που έδωσε ο Willy Ronis, όντας "φωτορεπόρτερ" και καλλιτέχνης συνάμα, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της στιγμής, και όχι "φωτοδημοσιογράφος", όπως τονίζουν οι συγγραφείς, αν εννοούμε με αυτό "την αναζήτηση της κρίσιμης στιγμής που είναι κατάλληλη για την εικονογράφηση ενός άρθρου".
Ο Willy Ronis, δεν ήταν ο μόνος φωτογράφος που κάλυψε το γεγονός, αλλά είχε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Η συνεργασία του με το Life του απέφερε δώδεκα ρολά φιλμ, έναν πραγματικό θησαυρό. Την ίδια ώρα που ο Léon Leponce, ρεπόρτερ του Le Patriote, έπρεπε να περιορίζεται δραστικά, ο Ronis μπορούσε να φωτογραφίζει με άνεση, υπερβαίνοντας τις ανάγκες της παραγγελίας, στο ρυθμό μιας περιπλάνησης που άφηνε χώρο για το απροσδόκητο, τις τυχαίες συναντήσεις και τις εναλλαγές του φωτός. Το 1938, οι πολιτικές του συμπάθειες του επέτρεψαν να είναι ένας από τους λίγους φωτογράφους που οι απεργοί άφησαν να μπει στα κατειλημμένα εργοστάσια. Και αυτή τη φορά πάλι, οι ανθρακωρύχοι τον υποδέχτηκαν ως σύντροφο, είτε στα σπίτια τους, είτε στο οχυρωμένο φρεάτιο Couriot.
Οι συγγραφείς αναλύουν με λεπτότητα και σχολαστικότητα τις ακολουθίες και τα κάδρα της υποκειμενικής του προσέγγισης της πενθούσας πόλης, η οποία, όπως γράφουν στον επίλογό τους, υποδηλώνει έναν "ανθρωπισμό του πολίτη", σε αντίθεση με τον "αφηρημένο ανθρωπισμό" που επικρατούσε στην Απελευθέρωση. Κάνουν διαφωτιστικές συγκρίσεις ανάμεσα στα πρωτοσέλιδα των περιοδικών Regards και Life και εξετάζουν τις φωτογραφίες που ο Ronis προόριζε για τα δύο περιοδικά κάτω από αυτές τις περιστάσεις. Συγκρίνουν επίσης τις εικόνες του με εκείνες του Léon Leponce. Εκεί που ο Leponce όφειλε για τον παραλήπτη του να προκρίνει σχεδόν αποκλειστικά τους τοπικούς ομιλητές, επειδή έπρεπε να εξοικονομήσει φιλμ, αλλά ίσως και επειδή η καθημερινή ζωή δεν ήταν θέμα για όσους ήταν βυθισμένοι σε αυτήν, ο Willy Ronis φωτογραφίζει κι αυτός τους εθνικούς ηγέτες για το Regards, αλλά εστιάζει παράλληλα, σχεδόν αδιάκριτα, και στον πόνο της χήρας και της κόρης της. Μια άλλη συναρπαστική σύγκριση γίνεται με τον François Kollar, ο οποίος, φωτογραφίζοντας το εσωτερικό ενός εργατικού σπιτιού, σκηνοθετεί μια εικόνα τακτοποιημένη, αποκλείοντας κάθε αυτοσχεδιασμό, ενώ ο Ronis ενεργεί με την αυστηρότητα μιας κοινωνιολογικής έρευνας, αποτυπώνοντας τη βιωμένη στιγμή, χωρίς μιζεραμπιλισμό ωστόσο, και πάντα και παντού με μια προφανή γλυκύτητα.
Το έργο αυτό, όσο προσωπικό κι αν είναι, αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο. Λαμβάνοντας υπόψη τη δολοφονική καταστολή των προηγούμενων ημερών, η ώρα της κηδείας επιτρέπει μια παύση. Όμως, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που τον οδήγησαν εκεί, ο Willy Ronis δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με τη μόνιμη παρουσία των δυνάμεων της τάξης, ενώ ενδιαφέρεται για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για τις συγκινητικές στιγμές, ή ακόμη και για το τοπίο. Οι φωτογραφίες του καταγράφουν τις πρακτικές της αλληλεγγύης, την αγωνιστική ηθική, τη διαφοροποιημένη χρήση των σημαιών, τα κόκκινα λάβαρα της κηδείας με μία εξαίρεση, αλλά και τις τρίχρωμες σημαίες που κυματίζουν πάνω από το κατειλημμένο πηγάδι (η ανάλυση των οποίων μας φάνηκε εδώ ως υπερερμηνεία), τη φύση του οδοφράγματος και τους τρόπους κατάληψης που, αν και διαφορετικοί από το 1936 λόγω της φύσης του κατειλημμένου χώρου, αναβιώνουν ορισμένες πρακτικές της εποχής, όπως το "καθάρισμα της πατάτας".