Υπόγεια Νάπολη
Napoli subterranea
Κείμενο: Νίκη Κόλλια - Φωτ.: Σπύρος Στάβερης
Έχασα τον πατέρα μου πριν το καλοκαίρι.
Κτίρια, φωνές και σώματα έρχονταν κάθε μέρα κατά πάνω μου για μήνες, μα δεν το έβαλα κάτω.
Στις "Επτά πράξεις του Ελέους" ο Καραβάτζιο ζωγράφισε μια γυναίκα η οποία, προσφέροντας το στήθος της, δίνει γάλα σ' έναν κατάδικο, χαρίζοντας τη ζωή σε κάποιον δίχως ελευθερία.
Φτάσαμε στη Νάπολη αρχές Ιουλίου.
Η πόλη εκτείνεται σε τρεις στρώσεις, στην πρώτη πάνω-πάνω τρέχεις δίχως φρένο στους στενούς της δρόμους, στη δεύτερη κατεβαίνεις σκάλες μερικούς αιώνες πριν, στην τρίτη βρίσκεις την αποικία.
Μεσημέρι, περπατούμε ολομόναχοι την πιο έρημη κατηφόρα της Sanità. Τα μικρά εικονοστάσια στις προσόψεις και τις αυλές είναι πυκνοκατοικημένα: άγιοι, νεκρά παιδιά, χαρούμενα ζευγάρια και γέροι σε γιορτές -όλοι πεθαμένοι- λουλούδια και μικροί άγγελοι τριγύρω.
Οι ψυχές των νεκρών κρύβονται παντού και είναι ολόγυρα παρούσες: στο παλιό λατομείο λάβας-νεκροταφείο στην άκρη αυτής της γειτονιάς, στα χωμάτινα μπαλκόνια με τις γριές, τις ανοικτές πόρτες των σπιτιών με τ' απλωμένα τζιν, τις εκκλησίες. Ένα βελούδινο χαλί, η φλόγα των κεριών, λεμονάδες γεμάτες χρώμα και ζάχαρη, έτσι απλή είναι εδώ η ζωή και η μνήμη της, ανάμεσα σε σεντόνια και καρέκλες στα δρομάκια, όπου οι παγωμένες ψυχές νεκρών και οι ζεστές ψυχές των ζωντανών μπορούν και λιάζονται ακόμη στη Μεσόγειο.
Στρίβουμε σ' ένα στενό, κατεβαίνουμε πολλές σκάλες στο υπόγειο μιας εκκλησίας, αρχίζουμε να κινούμαστε μες το σκοτάδι του χώματος σε μια άλλη γη, κρύα και ζεστή ταυτόχρονα, αλλόκοτα οικεία.
Κάποτε, εδώ κάτω, άνθρωποι ζούσαν ζωές σαν τις δικές μας, μανάβικα, ραφτάδικα, ταβέρνες, ξενοδοχεία, βουλές υπήρχαν στην παλιά πόλη και ύστερα μια άλλη χτίζονταν από πάνω της και έτσι συνέχιζε κάθετα η ιστορία. Στη Νάπολη η μια περίοδος πλάκωσε την άλλη σαν λάβα που σκέπασε μια νέα Πομπηία, όχι πλούσια, όχι κοσμοπολίτικη και κυνική, μα γήινη, φτωχική και ταραχώδη και το σχήμα της πόλης μπλέχτηκε σε μικρούς και μεγαλύτερους λαβυρίνθους, λες και πρόκειται για αυλάκια μιας αθάνατης δυνατής καρδιάς που πάλλεται ασταμάτητα, χωρίς χρόνο.
Ο μακρύς διάδρομος, δαιδαλώδης, σκοτεινός, οδηγεί σε μακρόστενα υδραγωγεία, καταφύγια και ένα αρχαίο θέατρο κάπου στη μέση. Δεξιά και αριστερά στη διαδρομή μικρές λίμνες και δεξαμενές νερού εμφανίζονται και προσφέρουν δροσιά και λουλούδια. Μια ελληνίδα φοιτήτρια μας δίνει τα κεριά -σχεδόν ουράνια τύχη να την βρούμε στα έγκατα τούτου του κόσμου- και όπως μας τ' ανάβει, όλα συνηγορούν στο ότι τίποτε δεν είναι άσκοπο και πως μόνο η τύχη φτιάχνει τις πιο ωραίες σύντομες ιστορίες.
Σηκώνουμε μια καταπακτή, βγαίνουμε σε ένα διαμέρισμα δίπλα ακριβώς στο στενό του κρεβάτι κι από εκεί σε ένα δρομάκι, όπου σε μια λέσχη σκακιστών πολλοί γέροι παίζουν χαρτιά μες το απόγευμα. Με χαιρετούν γελώντας.
Στις "Επτά πράξεις του Ελέους" δύο άνδρες θάβουν το νεκρό. Φαίνονται μόνο τα πόδια του απ' το σεντόνι και είναι άσπρα και παγωμένα.
Πέρδικες, λουλούδια, ελάφια, δελφίνια και ερωτικές σκηνές σώθηκαν παρά την φωτιά και τη φοβερή λάβα, και εκεί, μες το αρχαιολογικό μουσείο, η ζωή ζωγραφισμένη απλώνεται αθάνατη για πάντα, τα μάτια μας γεμίζουν με ομορφιά κι η μεγάλη ομορφιά είναι παντοτινή κι ολόκληρη αποκαλύπτεται μπροστά μας, μας προσφέρει θαλπωρή, μας προσφέρεται απλόχερα, χωρίς όρια και φροντίζει την λυπημένη καρδιά μου.
Με αγκαλιές γεμάτες λουλούδια, κεριά και πλαστικά λεμόνια, όλο ελπίδα, ο λαός της Νάπολης ζει χρόνια τώρα παράξενα εξοικειωμένος με τους νεκρούς δίπλα σε ένα καταπράσινο ηφαίστειο που δεν είναι για κανέναν απειλή, αλλά συμβολίζει τη γονιμότητα και τον πλούτο της πόλης.
Ανάμεσα στους ξεφλουδισμένους τοίχους, εκεί που ο δρόμος τελείωνει και χρειάζεται κανείς να πάρει ένα κρυμμένο ασανσέρ για να ανέβει στο επόμενο επίπεδο, οι άνθρωποι έχουν σφραγίσει μια παράξενη συμφωνία με τους νεκρούς. Ο θάνατος είναι οικείος. Ζει και βασιλεύει παντού. Όμως η μνήμη της ζωής δεν είναι οδύνη. Όσο υπάρχει ακόμη η ζωή, όλα είναι στο κόκκινο, χωρίς έξοδα και φτιασίδια. Πλαστικές καρέκλες, πλαστικά λουλούδια, πλαστικά τραπέζια αρκούν για να ζεις απλά. Η ζωή. Που τρέχει με τρελή ταχύτητα πάνω σε μηχανάκια, αυτοκίνητα, η ζωή που είναι τόσο απλή, καθαρή και ωραία. Χωρίς περιττές σκοτούρες και άγχος.
Νάπολη θα πει ελευθερία.
Εδώ, όλοι έχουν θέση, στην πόλη του αληθινού ελέους: οι πεινασμένοι, οι φτωχοί, οι άγγελοι, οι έκπτωτοι, οι ανέστιοι, οι παράνομοι, οι φυλακισμένοι.
Σε αυτή την πόλη αποχαιρέτησα τον μπαμπά μου.
Νίκη Κόλλια