Μού έδωσαν ένα νέο γαϊδουράκι. Δώρο.
Το πόδι του παλιού έσπασε. Το είχα χρόνια.
Δεν το πέταξα. Ούτε τού το κόλλησα.
Το έβαλα να στηρίζεται δίπλα στο νέο.
Λειτουργεί.
______________
ΑΡΙΘΜΟΙ 22
21 και αναστάς Βαλαάμ το πρωί επέσαξε την όνον αυτού και επορεύθη μετά των αρχόντων Μωάβ.
22 και ωργίσθη θυμώ ο Θεός, ότι επορεύθη αυτός, και ανέστη ο άγγελος του Θεού διαβαλείν αυτόν, και αυτός επιβεβήκει επί της όνου αυτού, και δύο παίδες αυτού μετ' αυτού.
23 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Θεού ανθεστηκότα εν τη οδώ και την ρομφαίαν εσπασμένην εν τη χειρί αυτού, και εξέκλινεν η όνος εκ της οδού και επορεύετο εις το πεδίον· και επάταξε την όνον εν τη ράβδω αυτού του ευθύναι αυτήν εν τη οδώ.
24 και έστη ο άγγελος του Θεού εν ταις αύλαξι των αμπέλων, φραγμός εντεύθεν και φραγμός εντεύθεν·
25 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Θεού προσέθλιψεν εαυτήν προς το τοίχον· και απέθλιψε τον πόδα Βαλαάμ προς τον τοίχον· και προσέθετο έτι μαστίξαι αυτήν.
26 και προσέθετο ο άγγελος του Θεού και απελθών υπέστη εν τόπω στενώ, εις ον ουκ ήν εκκλίναι δεξιάν ή αριστεράν.
27 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Θεού συνεκάθισεν υποκάτω Βαλαάμ· και εθυμώθη Βαλαάμ και έτυπτε την όνον τη ράβδω.
28 και ήνοιξεν ο Θεός το στόμα της όνου, και λέγει τω Βαλαάμ· τι εποίησά σοι ότι πέπαικάς με τρίτον τούτο;
29 και είπε Βαλαάμ τη όνω· ότι εμπέπαιχάς μοι· και ει είχον μάχαιραν εν τη χειρί, ήδη αν εξεκέντησά σε.
30 και λέγει η όνος τω Βαλαάμ· ούκ εγώ η όνος σου, εφ' ής επέβαινες από νεότητός σου έως της σήμερον ημέρας; μη υπεροράσει υπεριδούσα εποίησά σοι ούτως; Ο δε είπεν· ουχί.
31 απεκάλυψε δε ο Θεός τους οφθαλμούς Βαλαάμ, και ορά τον άγγελον Κυρίου ανθεστηκότα εν τη οδώ και την μάχαιραν εσπασμένην εν τη χειρί αυτού και κύψας προσεκύνησε τω προσώπω αυτού.
32 και είπεν αυτώ ο άγγελος του Θεού· διατί επάταξας την όνον σου τούτο τρίτον; και ιδού εγώ εξήλθον εις διαβολήν σου, ότι ουκ αστεία η οδός σου εναντίον μου,
33 και ιδούσα με η όνος εξέκλινεν απ' εμού τρίτον τούτο· και ει μη εξέκλινεν, νύν ούν σε μεν απέκτεινα, εκείνην δ' αν περιεποιησάμην.
34 και είπε Βαλαάμ τω αγγέλω Κυρίου· ημάρτηκα, ου γαρ ηπιστάμην ότι συ μοι ανθέστηκας εν τη οδώ εις συνάντησιν· και νύν ει μη σοι αρκέσει, αποστραφήσομαι.
35 και είπεν ο άγγελος του Θεού προς Βαλαάμ· συμπορεύθητι μετά των ανθρώπων· πλήν το ρήμα, ο εάν είπω προς σε, τούτο φυλάξη λαλήσαι. και επορεύθη Βαλαάμ μετά των αρχόντων Βαλάκ.
36 Και ακούσας Βαλάκ ότι ήκει Βαλαάμ, εξήλθεν εις συνάντησιν αυτώ, εις πόλιν Μωάβ, η εστιν επί των ορίων Αρνών, ο εστιν εκ μέρους των ορίων.
37 και είπε Βαλάκ προς Βαλαάμ· ουχί απέστειλα προς σε καλέσαι σε; διατί ούκ ήρχου προς με; όντως ου δυνήσομαι τιμήσαι σε;