TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Τα ταξίδια της Ιωάννας

 Tα ταξίδια

της Ιωάννας

Ήταν μια γυναίκα που με διαμόρφωσε, με τα βιβλία της και με την παρουσία της. Την εκτιμούσα πολύ, μάλλον την αγαπούσα - μ' άρεσε ο αέρας της, η κοφτή κρίση της, η μποέμικη ανεμελιά της. Ήταν μια από τις λίγες φορές που τα «λευκά, αστικά προνόμια» αντί να είναι βαρίδι, ήταν πλεονέκτημα, πάνω της. Δεν την ξεχνάω ποτέ. Αυτό είναι ένα κείμενο που της είχαμε ζητήσει για ένα παλιό μου περιοδικό. Το ψηφιοποιώ για πρώτη φορά. Oνομαζόταν Ιωάννα Χατζηνικολή.

Τα ταξίδια της Ιωάννας Facebook Twitter
Η Xεβρώνα το 1950, Δυτική Όχθη. (Φωτογραφία: Sepia Times / Universal Images Group μέσω Getty Images)

ΠΑΡΙΣΙ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Ήταν λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο. Με μια φίλη μου -τρελή κι αυτή όπως εγώ- αποφασίσαμε να πάμε στο Παρίσι. Στα σπίτια μας, βέβαια, δεν υπήρχε δεκάρα τσακιστή, όπως και σε κανένα αξιοπρεπές σπίτι. Λεφτά τότε είχαν μόνο όσοι ήταν μαυραγορίτες στην Κατοχή. Φανταστείτε ότι το παλτό μου ήταν φτιαγμένο από μία κουβέρτα, που την είχαμε μετατρέψει σε ρούχο. Το ίδιο έκαναν οι περισσότεροι τότε. Όπως έφτιαχναν μόνοι τα παπούτσια τους από ύφασμα και σκοινί. Σ’ αυτήν την κατάσταση, λοιπόν, εμείς θέλαμε Παρίσι! Δεν τολμούσαμε φυσικά ούτε καν να το πούμε στους γονείς μας, που αγωνίζονταν οι άνθρωποι με νύχια και με δόντια να γεμίσουν κάθε μέρα το τσουκάλι. Έτσι, μαζέψαμε με τη φίλη μου κρυφά χρήματα, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, και μια ωραία πρωία πήραμε το τρένο—τρίτη θέση- για το Παρίσι. Το ταξίδι διάρκεσε δύο μέρες και τρεις νύχτες, και το βγάλαμε καθιστές. Αφού, όταν φτάσαμε, δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, τα πόδια μας ήταν πρησμένα κι ας ήμασταν μικρές κοπέλες.

Ήταν, όμως, πραγματικό ταξίδι! Περάσαμε τόσες χώρες και καθεμία παρουσίαζε εντελώς άλλο σκηνικό. Στο Βελιγράδι χάσαμε την ανταπόκριση του τρένου και μας πήγαν να κοιμηθούμε στο ξενοδοχείο Μόσχα.

Υπήρχε τόση φτώχεια στη Γιουγκοσλαβία τότε, που όλος ο σταθμός του τρένου ήταν στρωμένος με ανθρώπους που κοιμόνταν κατάχαμα. Είχαν πάει εκεί για να βρουν λίγη ζεστασιά. Στο ξενοδοχείο τα τζάμια ήταν σπασμένα και δεν τα είχαν επισκευάσει παρόλο το τσουχτερό κρύο.

 

Μόλις φτάσαμε στο Παρίσι, είπαμε στον ταξιτζή να μας πάει σ’ ένα ξενοδοχείο σχετικά φτηνό. Μας πήγε σ’ ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο-με το που μπήκαμε νόμιζα ότι έβλεπα μπροστά μου όλη την Belle Epoque για την οποία διάβαζα στα μυθιστορήματα. Όλος ο Μπαλζάκ ήταν εκεί. Μας μπήκε βέβαια μια ψιλοϋποψία για το κόστος, αλλά είχαμε την αφέλεια της νιότης. Μείναμε μία βραδιά και την επομένη, όταν συνειδητοποιήσαμε πόσο κόστιζε το δωμάτιο, δώσαμε σχεδόν όλα μας τα λεφτά να το πληρώσουμε και φύγαμε. Και από τον Μπαλζάκ πήγαμε στον... Ζολά! Σ’ ένα ξενοδοχείο στο Μονπαρνάς, που πράγματι υπήρχε από την εποχή του Ζολά, το οποίο μόνο με μία λέξη μπορώ να περιγράφω: πουταναριό! Όλη τη νύχτα το ξενοδοχείο τρανταζόταν από χάχανα. Και απ' έξω οι γυναίκες έκαναν πεζοδρόμιο. Μείναμε εκεί περίπου ένα μήνα. Σχεδόν δεν τρώγαμε, για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα. Ευτυχώς που οι γονείς της φίλης μου μας έστειλαν κάποια στιγμή λίγα χρήματα. Δεν μας ένοιαζαν, όμως, οι στερήσεις. Αρκεί που ήμασταν στο Παρίσι!

ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Είχαμε πάει με τον άντρα μου στη Βηρυτό αεροπορικώς και νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο για να γυρίσουμε όλη τη Μέση Ανατολή. Σκοπεύαμε να μείνουμε εκεί τρεις μήνες. Όταν περάσαμε από τη Χεβρώνα, σταματήσαμε σ’ έναν καφενέ. Οι ντόπιοι μας έπιασαν την κουβέντα, μας κέρασαν και ένας από αυτούς μας κάλεσε στο σπίτι του. Εμείς νομίζαμε ότι ήθελε απλώς να μας κεράσει κανένα μεζέ, αλλά η οικογένειά του έστησε ολόκληρο γλέντι. Κάλεσαν όλη τη γειτονιά, έφεραν όργανα και το ’ριξαν στο χορό. Μέχρι και ο παππούς με τη γιαγιά του σπιτιού χόρεψαν τσιφτετέλι για χάρη μας. Η φιλοξενία τους μου θύμισε την Ελλάδα της δεκαετίας του πενήντα. Δύο μέρες μετά το γεγονός αυτό, άρχισε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών. Αναρωτιέμαι αν ζουν αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι σήμερα-μην ξεχνάμε πως η Χεβρώνα δοκιμάστηκε σκληρά τα επόμενα χρόνια.

Από αυτό το ταξίδι θυμάμαι έντονα τις χιλιάδες σκηνές που είχαν στηθεί στα σύνορα με το Ισραήλ, για να στεγάσουν τους Παλαιστινίους που είχαν χάσει τα σπίτια τους από τους Ισραηλινούς. Οι άνθρωποι αυτοί μεγάλωσαν στην έρημο βλέποντας την πατρίδα τους μέσα από τα αντίσκηνα. Όταν φτάσαμε στη Βηρυτό, νιώσαμε μαγεμένοι. Ο Λίβανος δεν είχε εμπλακεί ακόμα στον πόλεμο και η πόλη ήταν απίστευτα όμορφη. Περάσαμε είκοσι μέρες στη λεωφόρο Χάμρα, γυρίζοντας όλα τα cafes, τα εστιατόρια και τους κινηματογράφους, μέχρι που τα μπουχτίσαμε και φύγαμε.

Καθώς διασχίζαμε μια έρημο -σαν αυτές που βλέπουμε στον Λόρενς της Αραβίας- σταματήσαμε σ’ ένα σημείο και βγήκαμε από το αυτοκίνητο για να παρατηρήσουμε καλύτερα τους αντικατοπτρισμούς του φωτός και να βγάλουμε φωτογραφίες. Η ζέστη, βέβαια, ήταν τρομακτική. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και σταμάτησε μπροστά μας ένα απαστράπτον, υπερπολυτελές αυτοκίνητο, με δύο Άραβες, που έμοιαζαν με εμίρηδες, και τον οδηγό τους. Βγαίνει ο οδηγός, μας πλησιάζει και μας ρωτά αν χρειαζόμαστε βοήθεια. Οι άνθρωποι νόμιζαν πως είχαμε πάθει κάτι. «Όχι, ευχαριστώ», λέει ο άντρας μου, «σταματήσαμε για να θαυμάσουμε το τοπίο». «Δεν θαυμάζουν, κριε, τα τοπία στη μέση της ερήμου !», μας λέει αυστηρά ο οδηγός, γυρίζει στο αμάξι του, βροντάει την πόρτα και εξαφανίζονται. Είχε δίκιο, διότι στην έρημο υπάρχουν ληστές, κάτι που γνωρίζαμε άλλωστε, και ήταν εξαιρετικά επιπόλαιο εκ μέρους μας που σταματήσαμε και τραβούσαμε με το πάσο μας φωτογραφίες.

ΜΥΚΟΝΟΣ

Στη Μύκονο πήγαινα με την παρέα μου από το ’55, όταν ακόμα ήταν ολόκληρο ταξίδι να φτάσεις στο νησί. Ταξίδευες δώδεκα, δεκατρείς ή και δεκαπέντε ώρες. Κάποια στιγμή, είπαμε με τους φίλους μου—γύρω στα τριάντα άτομα—να αγοράσουμε μια μεγάλη έκταση στον Ορνό και να κτίσουμε σπίτι. Ιστορίες για αγρίους... Τότε στη Μύκονο ήταν η Σοράγια. Η φίλη μου η Λένα Τσούχλου, ήταν φίλη της. Η Σοράγια ήθελε να αγοράσει το νησάκι Μπάο, που είναι απέναντι από τον Ορνό. Πήραμε, λοιπόν, εκατό στρέμματα και τα μοιράσαμε μεταξύ μας για να χτίσει ο καθένας ένα σπιτάκι. Εγώ πήρα τέσσερα στρέμματα. Δεν πέρασαν τρεις μήνες και μου έρχεται από την εφορία της Σύρου μία ειδοποίηση να πάω να υποβάλω κάτι χαρτιά, να δώσω κάποια χρήματα, τα γνωστά.

Εγώ μισώ τη γραφειοκρατία. Λέω, λοιπόν, στη Λένα: «Σου παραχωρώ όλο το μερίδιό μου, αρκεί να κάνεις εσύ όλα τα πάρε δώσε με την εφορία. Δεν θέλω να τους δω ούτε ζωγραφιστούς».  

            

ΛΑΠΩΝΙΑ

Είχα τέτοιο πάθος με τα ταξίδια, ώστε κάποια στιγμή έπιασα δουλειά στα γραφεία μιας ταξιδωτιχής εταιρείας, της SAS, επειδή έδιναν δωρεάν ταξίδια στους υπαλλήλους τους. Η δουλειά μου ήταν να φτιάχνω ναύλους, κάτι που με έκανε να φαντάζομαι ότι ταξίδευα κι εγώ η ίδια. Οι συνάδελφοι ρυθμίζαμε έτσι τις βάρδιες μεταξύ μας, ώστε να μας μένουν τρεις τέσσερις μέρες ελεύθερες, οπότε πεταγόμασταν να ψωνίσουμε στη Ρώμη ή οπουδήποτε αλλού, αφού τα εισιτήρια ήταν δωρεάν.

 

Η SAS, λοιπόν, κάθε χρόνο έστελνε όλους τους υπαλλήλους στο εξωτερικό για εκπαίδευση, να γνωρίσουν δηλαδή τους τόπους τους οποίους «πουλούσαν» στους πελάτες. Σ’ ένα από αυτά τα ταξίδια, μας πήγαν στη Λαπωνία, στο βορρά της Σουηδίας, στην πόλη Κιρούνα. Ήταν Νοέμβριος, είχε θερμοκρασία—30 βαθμούςΚελσίου και οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με μάσκες για να μην εισπνέουν τον ψυχρό αέρα και παγώσουν τα πνευμόνια τους. Συνειδητοποίησα τι ευτυχία είναι να ζεις στην Ελλάδα...

ΗΠΑ-1

Το πρώτο μου ταξίδι στην Αμερική δεν θυμάμαι ποια ακριβώς χρονιά έγινε, πρόεδρος πάντως ήταν ο Τζόνσον. Εγώ, ως χαρακτήρας, ήμουν πάντα ένα κράμα τρέλας και φοβερής υπευθυνότητας και εργασιομανίας. Στη SAS με είχαν πάρει είδηση ότι έχω και τα δύο αυτά χαρακτηρισπκά και με θεώρησαν τον κατάλληλο άνθρωπο να αναλάβει μία συγκεκριμένη αποστολή. Ο Τζόνσον είχε οργανώσει στην Ουάσιγκτον παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου κωφαλάλων, Μου ανέθεσαν, λοιπόν, να συνοδεύσω την ελληνική ομάδα. Θα πηγαίναμε πρώτα Κοπεγχάγη και από εκεί Αμερική. Ήταν δύσκολη η δουλειά που αναλάμβανα, διότι εγώ δεν γνώριζα τη γλώσσα των κωφαλάλων κι εκείνοι βεβαίως δεν μπορούσαν να ακούσουν τις οδηγίες που τους έδινα. Ήταν πολύ εύκολο, λοιπόν, να χαθεί κάποιος. Στη SAS ωστόσο ήξεραν ότι ήμουν τόσο λυσσασμένη να παω στην Αμερική, που δεν θα με αποθάρρυνε καμία δυσκολία. Δεν είχα ξανασυναναστραφεί κωφαλάλους και μου έκανε εντύπωση που, όταν ξεκίνησε η πτήση, λύθηκαν στα γέλια λέγοντας μεταξύ τους ανέκδοτα, τα οποία μάλιστα προσπαθούσαν να τα εξηγήσουν και σ’ εμένα. Δεν περίμενα άτι θα ήταν τόσο γελαστά και καλά παιδιά. Μέσα σε λίγες ώρες τους καταλάβαινα μια χαρά. Ανταλλάσσαμε και απόψεις! Το δε γέλιο τους ήταν το κάτι άλλο. Γέλιο βροντερό. Και δώσ’του το ένα ανέκδοτο μετά το άλλο. Χρυσά παιδιά. Στην Κοπεγχάγη έπρεπε να μείνουμε λίγες ώρες μέχρι να έρθει το αεροπλάνο για Αμερική.

Την Κοπεγχάγη τη γνώριζα καλά. Ζήτησα λοιπόν, από τη SAS να μας στείλει ένα πούλμαν για να ξεναγήσω τους αθλητές, αλλά και για να τους έχω όλους μαζί, να μην τους χάσω. Είναι χαρακτηριστικό ότι μαζί με το πούλμαν, η SASμας έστειλε και ξεναγό που μιλούσε τη γλώσσα των κωφάλάλων. Κάναμε την ξενάγηση και σταματήσαμε για φαγητό στο μεγαλύτερο και πιo σικ εστιατόριο της Κοπεγχάγης. Έτρωγαν εκεί υπουργοί, πρεσβευτές, επιχειρηματίες. Καθίσαμε και τα παιδιά άρχισαν πάλι τα ανέκδοτα και τα γέλια. Μου έκανε εντύπωση με πόση στοργή και διακριτικότητα μας αντιμετώπισαν και οι υπάλληλοι και οι πελάτες. Δεν λέω εύκολα καλή κουβέντα για τους ξένους, αλλά εκεί τους έβγαλα το καπέλο.

Στην Αμερική, πήγαμε πρώτα στη Νέα Υόρκη. Τα παιδιά τα παρέλαβαν οι Αμερικανοί, ενώ εγώ θα επέστρεφα την επόμενη μέρα στην Ελλάδα. Παρά την κούραση του ταξιδιού βγήκα αμέσως στο δρόμο για να δω ό,τι προλάβαινα. Περπατούσα όλη τη νύχτα μέσα στην ερημιά αναζητώντας ένα μέρος με κόσμο. Τα βήματά μου με οδήγησαν στην 9η Λεωφόρο που ήταν γεμάτη, τότε τουλάχιστον, με Πορτορικανούς, Ιταλούς, μετανάστες κάθε προέλευσης. Την άλλη μέρα, όταν είπα σε φίλους που έμεναν στη Νέα Υόρκη ότι περπάτησα το βράδυ μόνη σ’ εκείνα τα μέρη, πήγε να τους στρίψει. Προσωπικά, πίστευα και πιστεύω ότι ο φόβος είναι πολύ κακός σύμβουλος. Αν είχα ακούσει τους φόβους μου, από τη Νέα Υόρκη θα είχα δει μόνο το ξενοδοχείο μου!

ΗΠΑ-2

Στην Αμερική, από τη στιγμή που παντρεύτηκα, πηγαίναμε κάθε χρόνο επειδή ο σύζυγός μου ο Αντρέας είχε εκεί παιδιά από τον πρώτο του γάμο και τα επισκεπτόμασταν. Σε μία από αυτές τις επισκέψεις αγοράσαμε ένα αυτοκίνητο και διασχίσαμε την Αμερική από το ένα άκρο στο άλλο. Φλώριδα-Καλιφόρντα και πάλι πίσω. Ο άντρας μου ανησυχούσε, αλλά πες πες τον έπεισα να το τολμήσουμε. Από αυτό το ταξίδι μού έχει μείνει μία ανεξίτηλη εικόνα: διασχίζαμε το Γκραν Κάνιον. Δεξιά και αριστερά, δάσος πυκνό. Καθώς τρέχαμε, διακρίναμε στο βάθος του δρόμου ένα στίγμα, που όσο το πλησιάζαμε τόσο μεγάλωνε. Μόλις φτάσαμε κοντά διαπιστώσαμε ότι ήταν ένα τεράστιο αρσενικό ελάφι, που στεκόταν ακίνητο. Σταματήσαμε. Γύρισε τότε το κεφάλι του προς στο δάσος από όπου ξεπετάχτηκαν η ελαφίνα και το μωρό τους και διέσχισαν το δρόμο. Το λέω και ανατριχιάζω. Το ελάφι αυτό έπαιζε τη ζωή του —γιατί ο συγκεκριμένος δρόμος είναι γεμάτος σκοτωμένα ελάφια από τα αμάξια που τρέχουν με ταχύτητα- προκειμένου να περάσει με ασφάλεια απέναντι η οικογένειά του. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα.

ΡΩΣΙΑ - ΓΕΩΡΓΙΑ

Επισκεφτήκαμε τη Ρωσία και τη Γεωργία όταν είχε ανέβει στην εξουσία ο Γκορμπατσόφ. Μπορεί εμείς στη Δύση να τον είχαμε περί πολλού, αλλά τους Ρώσους και τους Γεωργιανούς τους είχαν ζώσει τα φίδια. «Θα πεινάσουμε», έλεγαν. Όπως αποδείχτηκε όχι μόνο πείνασαν αλλά και εξαθλιώθηκαν και εκπορνεύτηκαν. Τότε -ασχέτως του τι νομίζαμε εμείς- οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης —τουλάχιστον οι Ρώσοι και οι Γεωργιανοί τους οποίους επισκεφτήκαμε— ζούσαν πολύ καλά. Ζούσαν οι άνθρωποι σαν άνθρωποι. Είχαν όλοι στέγη, έστω και μικρή, νερό, ηλεκτρικό και θέρμανση δωρεάν, συγκοινωνίες και περίθαλψη δωρεάν και μία αξιοπρεπή δουλειά. Μπορεί να μη φορούσαν Armani αλλά είχαν ένα κυριακάτικο κοστούμι και τρία καθημερινά. Υπήρχε, βέβαια, πρόβλημα στην ελευθερία του λόγου, αλλά κάθε χρόνο τα πράγματα βελτιώνονταν και οι περιορισμοί γίνονταν πιο χαλαροί. Θυμάμαι με πόση αξιοπρέπεια και περηφάνια έκαναν τη βόλτα τους στις πλατείες της Μόσχας οι παλιοί πολεμιστές του Ερυθρού Στρατού με τα παράσημα καρφιτσωμένα στο σακάκι τους.

ΑΙΓΥΠΤΟΣ

Ο ιδανικός προορισμός για ταξίδι παραμένει για μένα η Αίγυπτος. Δεν θα πω τίποτα γι’ αυτήν. Χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να περιγράψω τι σημαίνει για μένα αυτή η χώρα.

Ημερολόγιο

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ