«Τα εκατό διηγήματα –παραμύθια, παραβολές ή αφηγήσεις-, γράφτηκαν για να διώξουν τη μελαγχολία από τις γυναίκες» λέει ο ίδιος ο Βοκάκιος για το κολοσσιαίο του βιβλίο Δεκαήμερο, μία συλλογή εκατό νουβελών που έγραψε με φόντο την πανούκλα της Φλωρεντίας, το 1349 με 1351. Μεσαίωνας στη Μεσόγειο, με τον ήλιο να λούζει τα πρόσωπα, τα κορμιά, τις αισθήσεις. Και ένα αξεπέραστο αίσθημα να καλεί όλους, άντρες, γυναίκες, νιούς, γέρους και γριές, καταραμένους από τη φύση και προνομιούχους, άσχημους και ωραίους, να απολαύσουν αυτό το αρχέγονο κάλεσμα του έρωτα.
Ο Βοκάκιος, θέλοντας να μιλήσει γι’ αυτό αφαιρώντας το αίσθημα της αμαρτίας, βάζει ακόμα και κληρικούς, ακόμα και άσηπτες καλόγριες να συνουσιάζονται, να ανακαλύπτουν τη χαρά του έρωτα, να τον χαίρονται σε όλο του το μεγαλείο! Περίπου με μια τέτοια σκηνή ξεκινάει η παράσταση του Νίκου Καραθάνου στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, όπου πέντε καλόγριες βρίσκουν έναν πανέμορφο νέο άντρα να λιάζεται στην όχθη μιας λίμνης, γυμνό. Ή σχεδόν γυμνό με ένα μαντήλι να κρύβει το φύλο του. Οι προσπάθειες τους να διώξουν το μαντήλι με το φύσημα τους αποτυχαίνει και επιστρατεύουν τη γηραιότερη και τυφλή καλόγρια να το αφαιρέσει.
Μένουν έκθαμβες μπροστά στο θαύμα της φύσης και θέλουν πολύ να δοκιμάσουν όλες για λίγο την ηδονή του έρωτα. Να το κάνουν, αλλά αν μιλήσει; Ο νέος ξυπνάει και λέει με χειρονομίες ότι είναι μουγκός. Σώθηκαν! Ορμούν όλες με σειρά σαν φαντάροι που «περνάν» νουμεράδα μια πουτάνα, μέχρι και η ηγουμένη και η γριά τυφλή. Ο νέος δεν αντέχει άλλο την λαίλαπα και εκρήγνυται. Τελικά δεν ήταν καθόλου άλαλος. Ο ρυθμός, οι σιωπές, ο ανεπιτήδευτος ερωτισμός, η υπόγεια κωμικότητα της κατάστασης είναι τόσο έντονα που σε προετοιμάζουν για ό,τι ακολουθεί. Ο έρωτας άλλωστε είναι το κυρίαρχο στοιχείο τόσο του μεγαλειώδους έργου όσο και της παράστασης του Εθνικού, που θαρρείς ότι στήθηκε με τα πιο απλά μέσα.
Μερικά πανιά, τρία τέσσερα στρώματα, έναν μπερντέ που άλλοτε λειτουργεί ως κουβούκλιο εξομογητηρίου κι άλλοτε ως θέατρο σκιών, έναν ανθρώπινο σκελετό, και 14 κορμιά, κάποια πιο νέα και θελκτικά, άλλα πιο κακοφορμισμένα, συχνά γυμνά αλλά ποτέ χυδαία. Επιστρατεύονται όλες μας οι αισθήσεις, μέχρι και η όσφρηση, όταν οι ηθοποιοί προσφέρουν φυλλαράκια βασιλικού στο κοινό και ευωδιάζει όλος ο χώρος. Οι σκηνές ακολουθούν η μία την άλλη με μία απίστευτη αγνότητα, απλότητα κι αφαίρεση. Ουδεμία αποστροφή απέναντι στη γύμνια αλλά ούτε απέναντι στη σεξουαλική πράξη, που αρκετές φορές ως δρώμενα πιάνουν εξαπίνης τους συμμετέχοντες χαρακτήρες δημιουργώντας θυμηδία στο κοινό. Με κορύφωμα το ξεκαρδιστικό μπουρδούκλωμα σωμάτων και συνουσιών σε ένα καλοκαιρινό νυχτερινό ύπνο μιας οικογένειας που συνεχώς «ενισχύεται» από την άφιξη όλο και περισσότερων συγγενών και αγνώστων.
Πιο λιτά και στοιχειώδη μέσα δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Καραθάνος. Ακόμα και οι ελάχιστοι νεωτερισμοί του, δεν αποσπούν, δε μουτζουρώνουν. Απλά σου υπενθυμίζουν ότι βλέπεις ένα θεατρικό παιχνίδι. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός επαναφέρει εκείνη την τρέλα και το joie de vivre του Συρανό πριν από μερικά χρόνια, φιλτραρισμένα μέσα από την «ιερότητα» με την οποία αντιμετώπισε τη Γκόλφω. Μας υπενθύμισε το ανενδοίαστο της εποχής των παιδιών των λουλουδιών του χίπυ κινήματος και τη γλυκύτητα της ομώνυμης ταινίας του Παζολίνι. Κοντολογής, μία παράσταση βάλσαμο! Σε μία εποχή μεγάλου θυμού, μεγάλης απόγνωσης και ακόμα μεγαλύτερης καταπίεσης συναισθημάτων. Η πρεμιέρα χθες το βράδυ Παρασκευή 28 Μαρτίου, ήταν από τις ευτυχέστερες των τελευταίων ετών. Νομίζω ότι όλοι, εχθροί και φίλοι, βγήκαμε αλαφρωμένοι κι εξιλεωμένοι, ίσως και λίγο σα μεθυσμένοι από την γλυκιά μυσταγωγία που μας είχε παρασύρει ο Καραθάνος και οι Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Αναστάσια Διαμαντοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Άγγελος Παπαδημητρίου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Άγγελος Τριανταφύλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, ο μουσικός επί σκηνής Δημήτρης Τίγκας.
σχόλια