ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
«Παναγιά μου, έχει ακόμη οκτώ ώρες» σκέφτηκε ο Παναγιώτης Βεληνικόπουλος, καθώς άνοιγε τη βαριά πόρτα της αίθουσας του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και από το πρωινό, μουντό φως έμπαινε γι ακόμα μία φορά στην υποφωτισμένη σκηνή της 24ωρης περφόρμανς του Γιαν Φαμπρ «Mount Olympus». Ο Παναγιώτης ήταν από τους λίγους που έμειναν 24 ώρες απέναντι από τους ηθοποιούς του Φαμπρ και είχε μια στιγμή αδυναμίας, την οποία γρήγορα ξεπέρασε με τη βοήθεια των τυμπάνων στην εντυπωσιακή σκηνή του «ξυπνήματος» των ηθοποιών και του κοινού. «Ήθελα να δω πώς μπορεί να φτιάξει μια τόσο μεγάλη παράσταση και να αντιμετωπίσει την τραγωδία ως ενιαίο σώμα και όχι ως μεμονωμένο έργο» μας λέει ο Παναγιώτης για τον Βέλγο καλλιτέχνη. Μαζί του είχε δύο θερμός γεμάτα καφέ για τις δύσκολες ώρες, ενώ ακολούθησε τους τρεις σύντομους «ύπνους» των ηθοποιών επάνω σκηνή για να ξεκουραστεί. «Τα ερεθίσματα που δίνει σε κρατάνε. Είναι εξαιρετικό που ήρθε στην πόλη. Αν εξαιρέσεις ένα πιάσιμο στη μέση, νιώθω μια χαρά» τονίζει λίγο πριν από το τέλος της επικής παράστασης που καταγράφηκε στο κοντέρ των 50ών Δημητρίων.
«Οι ηθοποιοί προτιμούν να ξεκουράζονται στη σκηνή παρά στα κρεβάτια που τους παρέχουμε» μας λέει ο υπεύθυνος οργάνωσης της παραγωγής Σεμπάστιαν Πέετερς. Ανησυχούν, μας λέει, μήπως δεν ξυπνήσουν και χάσουν τη σειρά τους στη λίγη ώρα ξεκούρασης που έχουν στη διάθεσή τους. Συναντήσαμε τον Σεμπάστιαν για να ρίξουμε μια ματιά στα παρασκήνια της περφόρμανς. Καλλυντικά και υλικά μακιγιάζ, φρούτα, γλυκά, λουλούδια, μαγειρεμένο φαγητό, βιταμίνες και μέλι, κούπες γεμάτες καφέ και τσάι, βούρτσες και χτένες μαλλιών, δεκάδες φιάλες με λακ και σελίδες με μονολόγους βρίσκονται πάνω στα τραπέζια της παραγωγής. Κάποιοι παίρνουν μια ανάσα πριν μπουν για ένα γρήγορο ντους, γι' άλλους είναι ώρα για μια σέλφι, ενώ ορισμένοι τσεκάρουν τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν βγουν ξανά στη σκηνή. Μας δείχνει τους χώρους ξεκούρασης και φαγητού αλλά και το ψυγείο όπου αποθηκεύουν τα περίφημα κομμάτια κρέατος που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Φαμπρ στην περφόρμανς. «Δεν είναι οποιοδήποτε κρέας» μου λέει ο Νίκος από τη διοργάνωση των Δημητρίων και μου δείχνει τη λίστα με τα περίπου 200 κιλά από χοιρινούς πνεύμονες, καρδιές, γλώσσες κ.ά. που παρήγγειλε ο σκηνοθέτης. Τίποτε απ' ό,τι βγαίνει στη σκηνή δεν είναι τυχαίο, ακόμη και τα χρώματα των φυτών έχουν κάποιον συμβολισμό, μου λένε. Πλησιάζουμε τη Γαλλίδα ηθοποιό Ανί Τζουπέρ για να τη ρωτήσουμε πώς αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις της παράστασης. «Το βουνό είναι πολύ μεγάλο για να το ανέβουμε. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουμε κάθε φορά. Ο καθένας μας είναι σαν ήρωας» μας λέει. «Είναι πολύ σημαντικό για εμάς που είμαστε τόσο κοντά στον Όλυμπο. Θα επισκεφθούμε και την περιοχή τις επόμενες μέρες» μας λέει και η σημασία της διοργάνωσης μεγεθύνεται από το γεγονός ότι ο Φαμπρ δέχτηκε να φέρει την παράσταση στη Θεσσαλονίκη χωρίς αμοιβή, παρά μόνο με την κάλυψη των εξόδων παραγωγής.
Αποχαιρετούμε την Ανί και επιστρέφουμε στο φουαγέ του Μεγάρου Μουσικής. Το εισιτήριο σου έδινε τη δυνατότητα να μπεις και να βγεις από την αίθουσα χωρίς αυτό να δημιουργεί πρόβλημα στη ροή της παράστασης. Για πρώτη φορά το Μέγαρο μένει ανοιχτό όλη τη νύχτα και η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη για όλους. Η Ελπίδα και ο Ανδρέας έχουν ήδη παραγγείλει ντελίβερι: γύρος και κινέζικο φτάνουν στο Μέγαρο, ενώ άλλοι, πιο υποψιασμένοι για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, έχουν προμηθευτεί φρούτα, ξηρούς καρπούς και δημητριακά για ενέργεια. «Έχω την εντύπωση ότι οι ηθοποιοί είναι τρομερά εκπαιδευμένοι. Διατηρούν μια απίστευτη αρμονία, παρά την κούραση. Κοιμήθηκα για λίγο πάνω στην καρέκλα, αλλά αν χρειαστεί έχουμε υπνόσακους στο αυτοκίνητο» μας λέει η Δήμητρα Παπαδημητρίου και μας προσφέρει από τα μπισκότα της.
Η ώρα έχει πάει 3 ξημερώματα Κυριακής και μετράμε έξι ώρες παράστασης, με τους ηθοποιούς να κάνουν το πρώτο άτυπο διάλειμμα στην «Ώρα του Ονείρου». Μέσα στην αίθουσα μετράμε περίπου 150 άτομα. Ορισμένοι κοιμούνται στο κάθισμά τους, άλλοι βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ κάποιοι βγαίνουν έξω και ξαπλώνουν στα στρώματα που βρίσκονται στον χώρο. Στις γωνιές βγαίνουν υπνόσακοι και κουβέρτες και για λίγο το φουαγέ θυμίζει κατάστρωμα πλοίου σ' εκείνα τα πολύωρα, ατέλειωτα ταξίδια που έκανες όταν ήσουν νέος. Καθισμένη σε μια γωνιά συναντώ την Ολέσια Γιακουνίνα, δημοσιογράφο από τη Ρωσία, η οποία δουλεύει αυτή την περίοδο στην Αθήνα και ήρθε στη Θεσσαλονίκη μόνο για την παράσταση του Φαμπρ. «Οι φίλοι μου δεν πίστευαν ότι θα έρθω και θα μείνω. Είναι προσωπική μου πρόκληση. Αν μπορώ να περιγράψω με μια λέξη την περφόρμανς, θα έλεγα ότι είναι υπνωτιστική, σε μαγνητίζει, εκμηδενίζει τα όρια μεταξύ του κοινού και των ηθοποιών» σημειώνει.
Οι ώρες περνούν και πλησιάζει το ξημέρωμα. Πάνω στη σκηνή η περφόρμανς συνεχίζεται απρόσκοπτα, ενώ έξω από την αίθουσα υπάρχει μια περίεργη ησυχία. Είναι η δύσκολη ώρα που αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τα πρώτα έντονα σημάδια της κούρασης στο σώμα σου. Τα μάτια τσούζουν, κρυώνεις λίγο περισσότερο, νιώθεις πιο βαρύς, πρέπει να κοιμηθείς. «Για εμάς περνάει η ώρα πολύ εύκολα» μας λένε οι φύλακες του Μεγάρου, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που βρίσκονται στους χώρους του εκείνες τις ώρες, και η αποψινή «ολονυχτία» τούς φαίνεται υπέροχη. Ο Βαλάντης και η Ειρήνη ποζάρουν στον καναπέ του φουαγέ με ένα ποτήρι κρασί. Πήρανε τα εισιτήρια των 16 ωρών κι έφτασαν πριν από λίγο. «Ξυπνήσαμε μετά τη 1 τα ξημερώματα, φάγαμε καλά και ήρθαμε. Είναι μια επική παραγωγή και μπροστά σ' αυτό που κάνουν οι ηθοποιοί, ο ύπνος που χάσαμε δεν είναι τίποτα» μας λένε.
Μετά τις 7 το πρωί και ενώ η παράσταση βρίσκεται στο κεφάλαιο του «Ηρακλή», νιώθουμε ότι αγγίξαμε τα δικά μας όρια. Έχοντας συμπληρώσει περίπου 12 ώρες «ανάβασης», νιώθουμε ότι ο Φαμπρ, ο οποίος περιφερόταν μεταξύ των παρασκηνίων και του κοντρόλ, μας νίκησε. Στην επιστροφή μας βρίσκουμε με χαρά την αίθουσα γεμάτη, με διπλάσιο κόσμο απ' ό,τι την προηγούμενη μέρα. Οι περφόρμερ είναι εκεί, σαν να ξεκινήσανε μόλις το πρωί, αδυσώπητα αρμονικοί και ακούραστοι, συνεχίζουν με τον Αγαμέμνονα, τη Μήδεια, την Αντιγόνη και τον Αίαντα για να φτάσουν στο Τέλος. Δεν μας αφήνουν να δούμε την κούραση στα πρόσωπα και το κορμί τους. Από την αρχή ο Φαμπρ δοκιμάζει τις αντοχές των ηθοποιών και του κοινού. Το σώμα γίνεται εργαλείο, χοάνη χρησμών, παιχνίδι στα χέρια του μυθικού θεού Διόνυσου, αντικείμενο ηδονής και λαγνείας, τραυματίζεται, πεθαίνει, κατασπαράζεται και διαμελίζεται, κορδώνεται υπερήφανο και γκρεμίζεται από την ύβρη, υμνείται και εκδικείται, βάφεται με αίμα και χρώμα, ιδρώνει και εκστασιάζεται, τρελαίνεται σε ένα γαϊτανάκι, με την κορύφωση και την ηρεμία να έρχονται κατά κύματα πάνω σου. Ο Φλαμανδός καλλιτέχνης σε πιάνει από το χέρι και σε βομβαρδίζει με εικόνες και ερεθίσματα, προκαλώντας τα πιο ακραία και ζωώδη ένστικτα, με φόντο την καταστροφή, τους αρχαίους τραγικούς ήρωες που ποτέ δεν πετυχαίνουν την κάθαρση.
Η πλατεία γεμίζει και ο κόσμος βγαίνει στα θεωρεία. Συμπάσχουμε με τους ηθοποιούς και σχεδόν νιώθουμε την εξάντλησή τους. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά κι έχοντας φτάσει στα όριά τους, ξεκινούν ένα τελευταίο «καψόνι»: ένα επιτόπιο τρέξιμο όσο βάφονται με ζωντανά χρώματα και χρυσόσκονη. Για να έρθει η τελευταία έκπληξη του Φαμπρ: η μουσική αλλάζει και αρχίζει ένας καταιγιστικός, οργιαστικός χορός από όλο το καστ, μια διονυσιακή χορογραφία που παρασύρει όλη την αίθουσα στον ρυθμό της!
«Is this the end, my obnoxious friend, the end?» ρωτάει ο θεός Διόνυσος. «Αναπνεύστε, απλώς αναπνεύστε και φανταστείτε κάτι καινούργιο» η απάντηση. Και μετά η αποθέωση.
σχόλια