Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια. Από την Ματίνα Καλτάκη

Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια. Από την Ματίνα Καλτάκη Facebook Twitter
Φωτό: Μιχάλης Κλουκίνας
12

 

Η Ορέστεια, η τριλογία του Αισχύλου που αποτελείται από τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες, όπως την προσέγγισε ο Γιάννης Χουβαρδάς προκαλεί δύο τουλάχιστον μεγάλα ερωτήματα. Το πρώτο έχει να κάνει μ’ ένα βασικό στοιχείο του έργου τέχνης (με την έννοια του εξαιρετικού δείγματος, του αριστουργήματος, όχι απλώς της καλλιτεχνικής έκφρασης), την απόλυτη σύγκλιση της μορφής και του περιεχόμενου. Αν ο σκηνοθέτης αλλοιώνει τη μορφή (κόβοντας π.χ. τα χορικά), αλλοιώνει και το περιεχόμενο, που ούτως ή άλλως έχει αλλοιωθεί από την εργασία της διασκευής του πρωτοτύπου σε μια εκδοχή pocket. Oπότε, τι ακριβώς μένει από το αριστούργημα του Αισχύλου στην παράσταση και γιατί αξίζει κάποιος να το δει; 

 

Το δεύτερο ερώτημα αφορά την οντολογία της τέχνης, δηλαδή τα όρια της ελευθερίας της. Σήμερα, οι επαναγνώσεις διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο της προσοχής μας απ’ ό,τι η πρωτότυπη δημιουργία (μια που αδυνατεί να ακολουθήσει τον καλπασμό αυτής της πρωτόγνωρης, μεταιχμιακής εποχής και να τον μεταγράψει με καλλιτεχνικούς όρους). Η πρωτοτυπία/καινοτομία στην απόδοση του γνωστού  κλασικού έργου, της τραγωδίας εν προκειμένω, παρασύρει τους δημιουργούς σε concept πολύ χαλαρής σχέσης μεταξύ πρωτοτύπου και σκηνικής ερμηνείας. Κάποτε, πιο σπάνια, το σκηνικό αποτέλεσμα της επανάγνωσης (της ελευθερίας των σκηνοθετών να χρησιμοποιούν κατά το δοκούν το «κλασικό» έργο) είναι σπουδαίο – τότε που, παραβιάζοντας τους όρους του «κλασικού», βεβαιώνει την αξία του. Τις περισσότερες φορές οι επιλογές που υιοθετούνται είναι τόσο κόντρα, ώστε η νέα σκηνική προσέγγιση να αυτοαναιρείται, να μην μπορεί να σταθεί καλά σε κανένα επίπεδο. 

 

Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια. Από την Ματίνα Καλτάκη Facebook Twitter
Φωτό: Μιχάλης Κλουκίνας

 

Οι σχέσεις των προσώπων ανύπαρκτες, οι συγκρούσεις τους σχηματικές. Η σκηνοθετική επέμβαση είναι τόσο ξένη στο αρχικό υλικό, που στο τέλος παραπαίουν και το ύφος και το νόημα.

 

Τι να ζητήσει τότε κανείς; Λιγότερη ελευθερία; Απλώς δεν γίνεται. Αλλά τότε πρέπει να δεχθούμε τη σύνδεση του Αγαμέμνονα με μια εποχή και με γεγονότα εντελώς άσχετα; Να πούμε ότι αναδεικνύει την τραγικότητα του έργου το άσχετο σχόλιο της εθνικοφροσύνης, τα στρατιωτικά εμβατήρια («Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»), ο κουτσός κήρυκας, τη στιγμή που ο ποιητικός λόγος στη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη εμφανώς αντιστέκεται στο χρονικό, ιδεολογικό, οπτικό πλαίσιο που θέτει η σκηνοθεσία; Να θαυμάσω την «καινοτομία» της μεταφοράς της δράσης σ’ ένα αστικό σαλόνι του ’40-’50 (καναπέδες, καρέκλες, τραπεζάκια και πορτατίφ) και την Καραμπέτη/Κλυταιμνήστρα να βγαίνει κάποια στιγμή με την ποδιά της «οικοδέσποινας», οικεία εικόνα από σκίτσα και φωτογραφίες περιοδικών της εποχής; Να πω ότι ήταν καλή ιδέα κάθε φορά που κάποιος αλλάζει δίσκο στο πικάπ, κυρίως ρετρό της Βέμπο, να δηλώνεται παύση, αλλαγή στη δράση ή μεταλλαγή στην ένταση/«ατμόσφαιρα» των επιμέρους σκηνών, όταν είναι κατάλληλη για παράσταση σε κλειστό θέατρο; 

 

 

Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια. Από την Ματίνα Καλτάκη Facebook Twitter
Φωτό: Μιχάλης Κλουκίνας

 

Το παλάτι από το οποίο εξέρχεται η Κλυταιμνήστρα είναι ένα μεγάλο κουτί (σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη), το οποίο φωτίζεται μπλε ή κόκκινο κάθε φορά που ανοίγει – μοιάζει μ’ αυτό στο «Your Face Sound Familiar», στο οποίο μπαίνουν οι συμμετέχοντες για να βγουν ως το πρόσωπο που μιμούνται. Καπνοί και ήχοι σαν από θυμωμένο Γκοτζίλα δηλώνουν ότι το πνεύμα του Κακού βασιλεύει στο εσωτερικού του Οίκου. Οι καλοί ηθοποιοί του θιάσου (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης-Ορέστης, ο Νίκος Κουρής-Αγαμέμνων, Τροφός, η Στεφανία Γουλιώτη-Ηλέκτρα, Αθηνά, ο Νίκος Ψαρράς-Απόλλων, Πυλάδης, η Άλκηστις Πουλοπούλου-Κασσάνδρα, Πυθία, ο Δημήτρης Παπανικολάου-Αίγισθος, ο Ιερώνυμος Καλετσάνος-Κήρυκας, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης-Φύλακας, η Σύρμω Κεκέ-Κορυφαία, η Χριστίνα Μαξούρη-Κορυφαία, Δούλα, ο Πολύδωρος Βογιατζής-Κορυφαίος), παίζοντας διαφορετικούς ρόλους και όντας, όποτε χρειαζόταν, μέλη του Χορού, ομογενοποίησαν το ερμηνευτικό υλικό σε βαθμό που να μην είναι πειστικές οι επί μέρους αντιπαραθέσεις των προσώπων. 

 

Ο Χορός στον Αγαμέμνονα (γέροντες που γνωρίζουν τις παλιές αμαρτίες και ανησυχούν για όσα πρόκειται να συμβούν) είναι πρωταγωνιστής, διακριτό στοιχείο στις συγκρούσεις των ηρώων και μοχλός αναστοχασμού του τραγικού στην ανθρώπινη κατάσταση. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, καταργώντας τη λειτουργία του Χορού, μετέβαλε τη μορφή και τις δραματικές ισορροπίες τόσο, ώστε η έξοχη τραγωδία να μετατραπεί σε ασπόνδυλο αστικό δράμα. Η Κασσάνδρα της Άλκηστης Πουλοπούλου (που την κουβαλά στη σκηνή, σαν αρνί στην πλάτη του, ο στρατηλάτης Αγαμέμνων και, κατά στιγμές, ενώπιον της συζύγου βασίλισσας, της σκάει φιλιά!) ήταν από τις πιο αδύναμες στιγμές της παράστασης: αμήχανη σύλληψη, αμήχανη κίνηση, μια σέξι μάντισσα που μαντικά αφυπνίζεται από ραδιοφωνικούς ήχους και λέει κάτι ακατανόητα για τον Φοίβο! Οι σχέσεις των προσώπων ανύπαρκτες, οι συγκρούσεις τους σχηματικές. Η σκηνοθετική επέμβαση είναι τόσο ξένη στο αρχικό υλικό, που στο τέλος παραπαίουν και το ύφος και το νόημα. 

 

Έπειτα από τα τρία απανωτά ναυάγια της χρονιάς, με κορυφαία έργα του κλασικού ρεπερτορίου (Ριχάρδος Γ', Όπερα της Πεντάρας, Ορέστεια), ίσως ο Γιάννης Χουβαρδάς θα πρέπει να πάρει μια απόσταση από τα πράγματα και να σκεφτεί αν υπάρχει λόγος που κάνει θέατρο ή αν κάνει θέατρο επειδή είναι το μόνο που ξέρει να κάνει.

  

Ηπαράσταση τρέχει κατά τη διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου έργου. Στις Χοηφόρες αρκετό από το έργο έχει κοπεί, σε βαθμό που οι στιγμές της μεγάλης δραματικής έντασης (η αναγνώριση Ηλέκτρας-Ορέστη και η αντιπαράθεση Κλυταιμνήστρας-Ορέστη) να μην προετοιμάζονται επαρκώς και η σκηνική ερμηνεία να μοιάζει επίπεδη. Ο Ορέστης του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη ως κατά τι ευήθης, με γυαλιά οράσεως που μεγαλώνουν υπερβολικά τα μάτια του, και η Ηλέκτρα ως κορίτσι του κατηχητικού, έδωσαν μια γελοία διάσταση στους ήρωες σε μια προσπάθεια σαφούς αποηρωοποίησης – τα δύο αδέλφια είναι απλώς αθύρματα, μοχλοί επιτέλεσης ενός άνωθεν ορισμένου σχεδίου. Έτσι, το όλον αποδραματοποιείται τόσο, ώστε τίποτα να μην μπορεί να τραβήξει την ουσιαστική προσοχή του θεατή. Πάμε παρακάτω. 

Ευμενίδες, το πιο δύσκολο σκηνικά έργο του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ένα δικαστικό δράμα που προκαλεί αμηχανία: μετά τη μητροκτονία, ο Ορέστης φτάνει στην Αθήνα όπως του όρισε ο Φοίβος, για να λυτρωθεί από το κυνήγι των Ερινυών. Πράγματι, με τη βοήθεια της Αθήνας, που συστήνει το πρώτο ανώτατο δικαστήριο, δικάζεται και απαλλάσσεται θεσμικά (αθωώνεται οριακά, με τη διπλή ψήφο της προέδρου Αθηνάς, για τη δολοφονία της μητέρας του). Οι ανθρώπινες κοινωνίες εξελίσσονται και από το καθεστώς της αυτοδικίας περνούν στη Δικαιοσύνη που θεσπίζει η πολιτεία. 

 

Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια. Από την Ματίνα Καλτάκη Facebook Twitter
Φωτό: Μιχάλης Κλουκίνας

 

Εδώ το κλίμα «Ελλάδα του ’40-’50» εγκαταλείπεται. Η υπόθεση των Ευμενίδων το «πετάει» ως ξένο και η σκηνοθεσία αποφασίζει να αντιμετωπίσει αλλιώς το τρίτο έργο. Σ’ έναν «σχεδόν διαστημικό χωροχρόνο», όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης. Έτσι η Αθηνά της Γουλιώτη ακροβολίζεται στις κερκίδες, για την ακρίβεια στην κεντρική κλίμακα μεταξύ κάτω και άνω διαζώματος , η Πυθία της Άλκηστης Πουλοπούλου παραμένει στη σκηνή, περιφερόμενη ακατανόητα  καθόλη τη διάρκεια του έργου (μάλιστα κλείνει και την παράσταση), οι Ερινύες μπορούν να είναι άνδρες με φόρεμα, μακριά μαλλιά και μουστάκι και λεπτομέρειες όπως το γκλαμ λευκό λαμέ κοστούμι της Αθηνάς και του Απόλλωνα διαλύουν κάθε προσδοκία δραματουργικά συνεπούς σχέσης. Το όλον αδυνατεί να γίνει πειστικός, συνεκτικός σκηνικός λόγος. Αν μένει κάτι; Τίποτα, παρεκτός αξιοπρόσεκτες υποκριτικές στιγμές της Καραμπέτη, της Γουλιώτη και του Μαρκουλάκη. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί χάθηκαν στις φιλότιμες προσπάθειές τους να υποστηρίξουν κάτι που δεν μπορούσε να λειτουργήσει. 

 

Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια. Ακόμη χειρότερα, ήταν μια παράσταση που ούτε ως επανάγνωση είχε να πει τίποτα. Αύριο θα έχει ξεχαστεί σαν να μην έγινε ποτέ. 

 

Έπειτα από τα τρία απανωτά ναυάγια της χρονιάς, με κορυφαία έργα του κλασικού ρεπερτορίου (Ριχάρδος Γ’, Όπερα της Πεντάρας, Ορέστεια), ίσως ο Γιάννης Χουβαρδάς θα πρέπει να πάρει μια απόσταση από τα πράγματα και να σκεφτεί αν υπάρχει λόγος που κάνει θέατρο ή αν κάνει θέατρο επειδή είναι το μόνο που ξέρει να κάνει. 

12

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η Κληρονομιά μας, ένα πανόραμα της και της ιστορίας των γκέι ανδρών

Θέατρο / «Η κληρονομιά μας»: Η ιστορία της gay κοινότητας γίνεται ένα συγκινητικό θεατρικό έργο

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ, ένα έργο με αφετηρία την γκέι ζωή που αφορά την αγάπη και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, είτε ομόφυλες είτε ετερόφυλες, τα όνειρα, τους φόβους και τα ματαιωμένα σχέδια. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια απρόβλεπτη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα με τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Θέατρο / Γαλήνη Χατζηπασχάλη: «Δεν μιλάμε για τα σεξουαλικά βοηθήματα κι ας πουλιούνται εκατομμύρια δονητές»

Πρωταγωνιστεί στο «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή», μια παράσταση που φωτίζει το πώς, ακόμη και σήμερα, δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε ανοιχτά για το σεξ. Με αφορμή το έργο, κάναμε μια απρόβλεπτη συζήτηση με την αγαπημένη ηθοποιό για τα ταμπού, την εμμηνόπαυση και τη γυναικεία σεξουαλική χειραφέτηση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Θέατρο / Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Mια επιμελής εικονογράφηση του μπρεχτικού αριστουργήματος εκτυλίσσεται ενώπιόν μας, χωρίς να δονείται από καμία εσωτερική αναγκαιότητα - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Βαρόνος “Φ”»: Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Θέατρο / Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Πιάνοντας το νήμα από την ιδέα μιας καυστικής κωμωδίας ηθών του 1870 που μιλά για την απάτη, η ιστορία ενός ψευτοευγενούς στην παράσταση «Βαρόνος “Φ”» φτάνει στη σύγχρονη υποκρισία και στον εαυτό που θέλουμε να δείχνουμε στην κοινωνία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ΜΑΜΙ είναι ένα ποίημα για τις ζωές των γυναικών

Θέατρο / «ΜΑΜΙ»: Εικόνες από τη ζωή μιας μητέρας

Το ποιητικό σύμπαν του 26χρονου σκηνοθέτη που μας μάγεψε με το «Goodbye Linditta», εστιάζει αυτήν τη φορά στην ιστορία μιας γυναίκας μέσα από τα μάτια ενός αγοριού που δεν θέλει να τη θεοποιήσει αλλά να την παρατηρήσει.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Θέατρο / O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που έγινε διάσημος για τις φιλόδοξες, μεγαλειώδεις παραστάσεις του, πιστεύει απόλυτα στη μαγική δύναμη του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Αντικείμενα»: Μια παράσταση για τη υπόθεση των αδερφών Παπέν

Θέατρο / Μια παράσταση για τις εξουσιαστικές σχέσεις και ένα φρικτό έγκλημα

Στην παράσταση «Αντικείμενα», ο Γιάννης Αποσκίτης, ο Γιώργος Κατσής και ο Πάνος Παπαδόπουλος αφηγούνται με ένα δικό τους πρωτότυπο έργο μια ιστορία που κρύβεται στην υπόθεση των αδερφών Παπέν, αλλά δεν έχει ακόμα γραφτεί.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ