«Το καλό πράγμα αργεί», λέει ο σοφός λαός. «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε», λέει επίσης, δεν ταιριάζει όμως στην περίπτωση μας, οπότε ας περιοριστούμε στο πρώτο γνωμικό, που βρίσκει εφαρμογή στο πρόσωπο της Γκλεν Κλόουζ.
Γεννημένη στις 19 Μαρτίου του 1947, η Αμερικανίδα ηθοποιός θα κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο καθυστερημένα σε ηλικία 35 ετών με το The World According to Garp (1982) του Τζορτζ Ρόι Χιλ, ας πούμε ένα πρωτο-Φόρεστ Γκαμπ, κινούμενο, όπως η ταινία του Ζεμέκις, στα όρια του μαγικού ρεαλισμού, το οποίο ακολουθεί τον ήρωα για τέσσερις δεκαετίες από τη ζωή του, με φόντο ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Δείχνοντας από τότε μεγαλύτερη, αλλά και ωριμότερη από την ηλικία της, η Κλοουζ υποδύεται τη μητέρα του Ρόμπιν Γουίλιαμς κι ας τον περνούσε μόλις τέσσερα χρόνια.
Για τον ρόλο μιας ιδιότυπης μητρικής φιγούρας, που, διόλου ιδιότυπα, συνδυάζει τη στοργή με την παθητική επιθετικότητα, η Κλοουζ θα κερδίσει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β Γυναικείου Ρόλου, δείχνοντας με το καλημέρα ότι ήρθε για να μείνει.
Σε μια εποχή που επιβραβεύει τη μετριότητα, χρειαζόμαστε σολίστ σαν την Κλόουζ, ηθοποιούς που θα επιχειρήσουν να δώσουν το κάτι παραπάνω στον ρόλο τους, που θα ρισκάρουν και θα επιχειρήσουν κάτι απρόσμενο σε μια σκηνή κι ας αστοχήσουν.
Την επόμενη χρονιά έρχεται η Μεγάλη Ανατριχίλα (The Big Chill, 1983). Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν χρειάζονται συστάσεις, είναι φοβερό όμως τι χρειάζεται να συστηθεί σε μεγάλη μερίδα νεότερων σινεφίλ που αδιαφορούν πεισματικά σχεδόν για οτιδήποτε γυρίστηκε πριν το 2000, αγνοώντας ακόμα και τίτλους μαζικότερης αποδοχής σαν αυτόν.
Στη Μεγάλη Ανατριχίλα, όπου εμφανίζεται η μεικτή πρωταγωνιστών των '80s, μια παρέα φίλων ενώνεται ξανά μετά από χρόνια με αφορμή την κηδεία ενός μέλους της και περνούν ένα σαββατοκύριακο μαζί.
Ανεκπλήρωτοι έρωτες, ανοιχτοί λογαριασμοί, ζηλοφθονίες, μικροκαυγάδες, σαχλαμαρισμοί, μικρές και μεγάλες εκδηλώσεις τρυφερότητας και έγνοιας, σε μια ταινία που, αν σε πιάσει μεταξύ των πρώτων και δεύτερων -άντα, μπορεί να σε τσακίσει.
Και πάλι μητρικός ρόλος για την Κλόουζ, είναι εκείνη που φροντίζει για όλη την παρέα, φιλοδωρεί χαμόγελα και πονά εσωτερικά, καθώς ήταν ερωτευμένη με τον εκλιπόντα. Παρακολουθώντας την ταινία, την ξεχωρίζεις ανάμεσα στους εκλεκτούς συναδέλφους της, καθώς εμπλουτίζει τον ρόλο με στοιχεία που μόνο ένα μεγάλο ερμηνευτικό ένστικτο μπορεί να επινοήσει.
Σε μια σκηνή π.χ. όπου το ελάχιστων μηνών κορίτσι του νεκρού μιλά τρυφερά για εκείνον και τις συνήθειες του, τη βλέπουμε μέσα στο κάδρο να της ρίχνει ένα βλέμμα κινούμενο μεταξύ ζήλιας και διακριτικής απαξίωσης, αναδεικνύοντας έτσι μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα της και τη διάθεσή της απέναντι σε εκείνον που έχει τον λόγο, πράγματα που δεν προβλέπονται από το σενάριο.
Θα τιμηθεί με ακόμα μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, η οποία θα τριτώσει την επόμενη χρονιά για τη συμμετοχή της στο The Natural (1984) του Μπάρι Λέβινσον. Ρόλος υποστηρικτικός προς τον φωτογενή Ρόμπερτ Ρέντφορντ, στέκεται όμως επάξια απέναντι του, και με την συνδρομή του φωτογράφου Καλέμ Ντεσανέλ και της ενδυματολόγου Γκλόρια Γκρέσαμ, τον επισκιάζει σε ακτινοβολία στη σκηνή στο στάδιο, που προσάπτει στον χαρακτήρα της αγγελικά στοιχεία.
Η ίδια θα ξορκίσει χιουμοριστικά την «ατυχία» της, δηλώνοντας ότι έπαιξε επιτέλους με τον άντρα που κάθε γυναίκα φαντασιώνεται και δεν είχε ούτε μια σκηνή, όπου να τον αγγίζει.
Για το Χόλιγουντ τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ και η εμφάνιση της στην ταινία του Λέβινσον είναι αρκετές κι έτσι, μετά από έναν ακόμα ρόλο μάνας στο ενδιαφέρουσας ιδέας, μα αναιμικής εκτέλεσης The Stone Boy (1984), η Κλοουζ αναβαθμίζεται σε πρωταγωνίστρια στην Άκρη του Νήματος (Jagged Edge, 1985), δικαστικό θρίλερ σε σενάριο Τζο Έστερχαζ, ευλογημένο με μερικές από τις ωραιότερες σουίτες του Τζον Μπάρι μέσα στη δεκαετία.
Ως δυναμική δικηγόρος, η οποία καλείται να υπερκεράσει την προκατάληψη σε βάρος του φύλου της σε ένα ανδροκρατουμενο επάγγελμα, και ερωτική παρτενέρ του Τζεφ Μπρίτζες περνάει το με άριστα πρωταγωνιστικό στοίχημα –το πιστοποιούν και οι εισπράξεις– κι έτσι ακολουθεί η μεγάλη της εμπορική στιγμή με την Ολέθρια Σχέση (Fatal Attraction, 1987).
H ίδια βλέπει την ηρωίδα ως θύμα με ψυχολογικά προβλήματα, το κοινό στις δοκιμαστικές προβολές και οι παραγωγοί όμως διαφωνούν και, παρά τις αντιρρήσεις της, το φινάλε, όπου η Άλεξ αυτοκτονούσε, αλλάζει, με το ζεύγος των Μάικλ Ντάγκλας και Αν Άρτσερ να εξολοθρεύουν από κοινού την απειλή, την εμμονική, κακιά ερωμένη που έρχεται να ταράξει την οικογενειακή ευτυχία.
Η μεγάλη εισπρακτική επιτυχία μάλλον δικαιώνει την απόφαση της παραγωγής και η οσκαρική Ακαδημία ανταμείβει την ταινία με έναν σωρό υποψηφιότητες, ανάμεσα τους και για την Κλόουζ, που συμπληρώνει τις τέσσερις.
Ακολουθεί η μεγάλη της ερμηνευτική στιγμή και, πιθανότατα, η κορωνίδα της φιλμογραφίας της. Στις Επικίνδυνες σχέσεις (Dangerous Liaisons, 1988), μια ιστορία περί ηθών και ηθικής, όχι όμως μια ηθική ιστορία, παρά τον τρόπο που τελειώνει, μπορείς να θαυμάσεις μια ηθοποιό σε πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.
Υποδυόμενη μια γυναίκα που μηχανορραφεί ακόμα και στον ύπνο της και κινεί υποχθόνια τα νήματα, η Κλόουζ εντάσσει ένα δεύτερο κι ένα τρίτο επίπεδο στην ερμηνεία της, συμπληρώνοντας τον μύθο.
Βλέπεις, έτσι, στο παίξιμο της τον έρωτα της για τον κόμη Βαλμόν, που ενδεχομένως κάποτε να επλήγη βάναυσα, βλέπεις τη θέλησή της να υπερκεράσει τα στενά κοινωνικά όρια του φύλου της –για όποιον θέλει να τη δει, υπάρχει φεμινιστική ανάγνωση στο φιλμ–, της χαρίζει και ο Φρίαρς ένα πλάνο στο τέλος από εκείνα που φτιάχνουν σταρ, συνεπώς η πέμπτη της οσκαρική υποψηφιότητα ήταν αδιαπραγμάτευτη.
Όπως αδιαπραγμάτευτη ήταν και η νίκη της σύμφωνα με τους bookmakers τότε, η Ακαδημία όμως προτίμησε το comeback της Τζόντι Φόστερ στην Κατηγορούμενη.
Μετά έρχεται το Γύρισμα της Τύχης (Reversal of Fortune, 1990) για να κλείσει ουσιαστικά μια υπέροχη δεκαετία για την ηθοποιό. Η μεγάλη ερμηνεία του έργου είναι εκείνη του Άιρονς, δουλεμένη ώστε κάθε λέξη και χειρονομία του να είναι αμφίσημη –καίριο στοιχείο του θεματικού πυρήνα του φιλμ η αμφισημία– η Κλόουζ όμως, αν και εμφανίζεται λιγότερο, είναι πανταχού παρούσα.
Και πάλι χείμαρρος συναισθημάτων που κοινωνούνται κυρίως βουβά, συνυπολόγισε κι ότι πρέπει να υποδυθεί έναν χαρακτήρα μέσα από την αφήγηση των άλλων και άρα να αλλάζει ερμηνευτική ρότα ανάλογα με το ποιος αφηγείται, πρόκειται, ασφαλώς, για ερμηνευτικό επίτευγμα, αυτή την φορά όμως η Ακαδημία την αγνόησε.
Κι από αυτό το σημείο κι έπειτα η Κλόουζ αλλάζει. Γίνεται πιο εκδηλωτική, πιο θεατρική, συχνά επισκιάζει συμπρωταγωνιστές και σκηνικά, λες και καταλήφθηκε από το πνεύμα της Νόρμα Ντέσμοντ του Sunset Boulevard, στη μιούζικαλ εκδοχή του οποίου πρωταγωνίστησε με επιτυχία στο θέατρο, και οι ταινίες «έγιναν πολύ μικρές για να τη χωρέσουν».
Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απολαυστικό, αν ο σκηνοθέτης προσαρμόσει τον τόνο την ταινίας του ανάλογα, όπως στο 101 Dalmatians (1996) και το Mars Attacks! (1996), μπορεί όμως και να φλερτάρει ενοχλητικά με την καρικατούρα, όπως στο τηλεοπτικής αφήγησης The Paper (1994) ή στο μωσαϊκό χαρακτήρων του Ρόμπερτ Άλτμαν Cookie's Fortune (1999).
Με τη νέα χιλιετία, όπως αρκετοί πρωταγωνιστές των '80s και των '90s, βρίσκει καταφύγιο στη μικρή οθόνη, κερδίζοντας σειρά από βραβεία, τόσο για τη νεότερη εκδοχή του The Lion in Winter (2003) όσο και για το Damages (2007-2012), που τη σύστησε σε ένα νεότερο κοινό, ανανεώνοντας τη δεξαμενή των οπαδών της.
Στο σινεμά συμμετέχει σε παραγωγές ήσσονος προϋπολογισμού και σημασίας, από τις οποίες κρατάμε την εμφάνιση της στα σπονδυλωτά Heights (2005) και Nine Lives (2005).
Προτάσεις ενδιαφέρουσες δεν έρχονται κι επειδή ρόλους που να την ικανοποιούν δεν έβρισκε, έφτιαξε η ίδια έναν για εκείνη. Το βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα θεατρικό έργο Τhe Singular Life of Albert Nobbs, που αφορά την ιστορία μιας γυναίκας που έζησε ως άνδρας μπάτλερ στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα, ήθελε για χρόνια να το μεταφέρει στο σινεμά, έχοντας υποδυθεί με επιτυχία τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο σανίδι στις αρχές των '80s. Βρήκε χρηματοδότηση, έφερε και τον Ροντρίγκο Γκαρσία του Nine Lives για σκηνοθέτη και η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα το 2011.
Αν και βρίσκει νωρίς τη μανιέρα του ρόλου της και δεν παρεκκλίνει από αυτή μέχρι τέλους, η ερμηνεία της στο Albert Nobbs (2011) στέκει μίλια μακριά από την υπερβολή των προηγούμενων ετών και την οδήγησε για έκτη φορά μέχρι την οσκαρική απονομή ως υποψήφια, όχι όμως και μέχρι το βραβείο.
Αυτό πιθανότατα θα έρθει την ερχόμενη Κυριακή για την εμφάνιση της στο The Wife (2017).
Προσωπικά μιλώντας, έχω να δω τόσο εξόφθαλμα κατασκευασμένο φιλμ με απώτερο σκοπό τη βράβευση του πρωταγωνιστή του από το Άρωμα Γυναίκας του Μάρτιν Μπρεστ.
Παρακολουθείς το (προβληματικής σύλληψης και επεξηγηματικό σε σημείο αηδίας) The Wife και πιστεύεις πως η Κλόουζ μόλις είχε τη μεγάλη σκηνή της, για να διαπιστώσεις πως ακολουθούν κι άλλες, η μία πάνω στην άλλη, σε σημείο που εύχεσαι να σηκωθεί κάποιος από την οσκαρική Ακαδημία από το κάθισμα, να ανέβει στην οθόνη, να μπει μέσα στην ταινία, όπως στο Sherlock Jr. του Μπάστερ Κίτον, και να της δώσει το Όσκαρ, για να ησυχάσουμε.
Ταυτόχρονα, όμως, χάρη σε αυτό το από ένα σημείο κι έπειτα ασυγκράτητο one-woman show, η ταινία δεν γίνεται ποτέ βαρετή. Και κατά κάποιο τρόπο η ερμηνεία της συνοψίζει το σύνολο της καριέρας της, καθώς ακροβατεί ανάμεσα στα δύο στάδια της. Θα βρεις τη βωβή μετάδοση άφατων συναισθημάτων, θα βρεις και τις θεατράλ φωνασκίες.
Αν φύγει με το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου την ερχόμενη Κυριακή, θα σπάσει το αρνητικό ρεκόρ της ηθοποιού με τις περισσότερες άκαρπες υποψηφιότητες.
Κρίμα που θα είναι για αυτή την ταινία από τη μία –αν και θα έρθει κάποιος να σου πει ότι σε αυτή την κατηγορία η Ακαδημία βραβεύει ερμηνείες, όχι ταινίες–, από την άλλη, όμως, μια βράβευσή της θα ανοίξει και πάλι τον δρόμο για πιο ενδιαφέροντες ρόλους σε πιο φιλόδοξα καλλιτεχνικά εγχειρήματα και σε μεγαλύτερες παραγωγές.
Και σε μια εποχή που επιβραβεύει τη μετριότητα, χρειαζόμαστε σολίστ σαν την Κλόουζ, ηθοποιούς που θα επιχειρήσουν να δώσουν το κάτι παραπάνω στον ρόλο τους, που θα ρισκάρουν και θα επιχειρήσουν κάτι απρόσμενο σε μια σκηνή κι ας αστοχήσουν.
Πώς είπατε; Σε έναν μήνα κλείνει τα 72; Όπως απέδειξε και με την καθυστερημένη είσοδό της στον κινηματογράφο, ποτέ δεν είναι αργά.
Τα καλύτερα έπονται.
Το τρέιλερ του «The Wife»
σχόλια