Ο Λούλης, Βαρουφάκης. Ο Μπουρδούμης, Τσίπρας. Και ο Τάρλοου, Τσακαλώτος. Ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά είναι σοβαρό, στα στιβαρά χέρια του Κώστα Γαβρά, κινηματογραφιστή εμπιστοσύνης στο πολιτικό θρίλερ.
Μας φαίνεται παράξενο γιατί δεν τα έχουμε συνηθίσει αυτά στην Ελλάδα, τις βιογραφίες με πολύ ζωντανά, πολύ ενεργά πρόσωπα. Τα ζηλεύουμε όταν τα γυρίζουν οι Αμερικανοί, όπως το Vice πρόσφατα, αν και εδώ σαν να ισχύει μια απαγόρευση να ασχοληθούμε με την πραγματικότητα.
Ίσως γι' αυτό να το ρίχνουμε τόσο συχνά στο κουτσομπολιό και την ισοπεδωτική γκρίνια, αυτήν που αρνείται την κριτική, δηλαδή τη λογική.
Ο Γαβράς νομίζω πως θα αντιμετωπιστεί με την αντίδραση που αρμόζει στο κύρος του. Διότι είναι σίγουρα Έλληνας, αλλά δηλώνει Γάλλος σκηνοθέτης και λέει την αλήθεια, γιατί στη Γαλλία ανδρώθηκε επαγγελματικά και από εκεί ορμώμενος έφτιαξε μια μεγάλη καριέρα.
Ξεκοκάλισα πρόσφατα την αυτοβιογραφία του. Το ξεκίνημά του, τον σεβασμό που πάντα έτρεφε για τους προκατόχους και τους δασκάλους του στα πρώτα του βήματα, το πώς κινήθηκε στο Χόλιγουντ.
Μας φαίνεται παράξενο γιατί δεν τα έχουμε συνηθίσει αυτά στην Ελλάδα, τις βιογραφίες με πολύ ζωντανά, πολύ ενεργά πρόσωπα. Τα ζηλεύουμε όταν τα γυρίζουν οι Αμερικανοί, όπως το Vice πρόσφατα, αν και εδώ σαν να ισχύει μια απαγόρευση να ασχοληθούμε με την πραγματικότητα.
Με βάση το Ζ, αξιοποίησε όποια ευκαιρία βρέθηκε στον δρόμο του για να κάνει το δικό του σινεμά στην καρδιά του καπιταλισμού, με χρήματα των στούντιο και συμπαραστάτες σταρ που επιθυμούσαν κάτι πιο ζουμερό και ουσιαστικό
Ο πολύ ευγενής Τζακ Λέμον του εκμυστηρεύτηκε πόσο αντιπαθούσε τον Νίξον. Ο Τζον Τραβόλτα, στα high του, άλλαξε ρόλους πριν από το γύρισμα του Mad City, έπαιξε τον loser, και του έκανε μια μίνι, παιδαριώδη κατήχηση για τα πλεονεκτήματα της σαϊντελογίας. Ο Ντάστιν Χόφμαν του τηλεφώνησε για να τον παρακαλέσει να παίξει στην ίδια ταινία ‒ που απέτυχε στα ταμεία, παρεμπιπτόντως.
Η Ντέμπρα Γουίνγκερ, ατίθαση και ταμπεραμεντόζα, επέμενε να φαίνονται πράσινα τα μάτια της, ώσπου έριξε δυνατό φως πάνω της σε μια νυχτερινή λήψη για να την επαναφέρει στα λογικά της ‒ μετά, εκείνη κοκορευόταν πως έκανε φιλμ αλά γαλλικά.
Η συμπάθειά του για τον Τζον Λάντις και τη γυναίκα του που έμεναν στη βίλα του Ροκ Χάντσον. Τα γεύματά του με τη φιλελεύθερη και ζεστή Μπάρμπαρα Στράιζαντ. Ο Μελ Γκίμπσον, που πάνω στον ενθουσιασμό του να υποδυθεί τον Πολκ, νόμισε πως μοιάζει με τον Λαμπράκη του Μοντάν στο Ζ.
Δυστυχώς, η ταινία δεν έγινε ποτέ. Η αναπάντεχα καλή του σχέση με τους παραγωγούς, τον Γουίνκλερ, τον Κόπελσον, τον Γκούμπερ. Η πίστη του στο ταλέντο του αμφιλεγόμενου Τζο Έστερχαζ.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδρομή ενός καλού αριστερού ουμανιστή σε μια πόλη που περιγράφει ως εξής: «Μαγευτική και ενδιαφέρουσα, κολλάς πάνω της, κινδυνεύοντας να δεχτείς οτιδήποτε με τον οποιονδήποτε. Πρέπει, λοιπόν, να παραμένεις σε εγρήγορση, όχι μόνο για οικονομικούς αλλά κυρίως για ηθικούς λόγους, και λόγους αξιοπρέπειας».
Αφού δεν φοβήθηκε μην τον καταπιεί το Χόλιγουντ, γιατί να ανησυχεί για τον ΣΥΡΙΖΑ ή για τη γνώμη οποιουδήποτε εμπλακεί άθελά του στο Ενήλικοι στο δωμάτιο, στηριγμένο στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη;
Μάλιστα, περιγράφει τη συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Παρίσι και μένει στην εντύπωση που του έκανε, επιχειρώντας ένα σύντομο ψυχογράφημα. Θετικό, όχι exploitative.
Ήταν η αρχή μιας σειράς από προτάσεις που δέχτηκε για οφίτσια που δεν αποδέχθηκε ποτέ: υπουργός Πολιτισμού και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Στο άκουσμα της τιμής, η σύζυγός του, η Μισέλ Ρέι, αντέδρασε χαρακτηριστικά γαλλικά, με ένα «bof» (οχού...).
Ενώ στη Γαλλία έχει ηγηθεί οργανισμών, όπως η Ταινιοθήκη και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Παρίσι, που δεν περπάτησε, κάποιο καμπανάκι πάντα τον έσωζε από μια πιθανή καταστροφή. Της αξιοπρέπειάς του, όπως προείπε, που την έχει ψηλά στη λίστα.
Τον θυμάμαι όταν ήρθε για να βοηθήσει την ελληνική Ταινιοθήκη, ζητώντας χρήματα από το κράτος. Τα χρήματα για τη cinémathèque είναι 95% κρατικά, αλλά λογοδοτούσε μόνο στο διοικητικό συμβούλιο. Το αυτόνομο, που λειτουργούσε ανεξάρτητα από κυβερνήσεις.
Εδώ δεν θα είχε την ίδια ελευθερία, αν αποδεχόταν θέση. Και μελετώντας μαζί με τη σύζυγό του τις υποχρεώσεις του Έλληνα Προέδρου, τις τόσο τιμητικές και άλλο τόσο διακοσμητικές προς του θεσμούς, έβλεπε με χαμόγελο την ιδέα να απομακρύνεται από το προσωρινά κολακευμένο μυαλό του.
Ως «αρχαία ελληνική τραγωδία» περιγράφει την επερχόμενη ταινία του ο Κώστας Γαβράς. Στον επίλογό του, τη συνδέει με αναφορά σε αυτό που είχε πει ο Νίτσε για τη χώρα μας: «Η πιο ωραία, η πιο αξιοζήλευτη, η πιο ολοκληρωμένη φυλή, η ελληνική, πώς ακριβώς αυτή είχε ανάγκη την τραγωδία;».
Έλα ντε! Αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος να κάνεις ταινίες.
σχόλια