Γιάννης Καϋμενάκης: «Για να μάθεις για το κρασί έχεις τρεις τρόπους. Σπουδάζοντας, πίνοντας ή ταξιδεύοντας» Facebook Twitter
Αλλάζει δραματικά η κατάσταση στο ελληνικό κρασί. Η αλήθεια είναι ότι αλλάζει προς το καλύτερο και όλο αυτό είναι όμορφο. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Γιάννης Καϋμενάκης: «Για να μάθεις για το κρασί έχεις τρεις τρόπους. Σπουδάζοντας, πίνοντας ή ταξιδεύοντας»

1

Γεννήθηκα στον Πειραιά, και εκεί μεγάλωσα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μεταξύ Νίκαιας, Κοκκινιάς και Κορυδαλλού, γενικά στα προάστια του Πειραιά. Ήμουν τυχερός, γιατί έζησα τα τελευταία χρόνια που τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα στις γειτονιές ποδόσφαιρο ή αλήτευαν και οι μανάδες τους έβγαιναν να τα φωνάξουν. Η μητέρα μου εργαζόταν ως αποκλειστική νοσοκόμα και γενικώς στα νοσοκομεία, ο πατέρας μου ήταν ναυτικός. Ήμουν ήσυχο παιδί και, όπως όλα τα παιδιά στην περιφέρεια του Πειραιά, ονειρευόμουν θάλασσες και καριέρα θαλασσινού. Ήταν ένα όνειρο που κατέρρευσε πολύ νωρίς και από κάποια στιγμή και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σε μια σχολή τουριστικών επαγγελμάτων.


• Ήταν ωραία στη σχολή, με ενδιέφερε γιατί είχες την αίσθηση του καθήκοντος, ότι όλοι κάνουν κάτι, όλα ίσα γίνονται σε ένα ξενοδοχείο: κάποιος θα φτιάξει φαγητά, κάποιος γλυκά, κάποιος θα φροντίσει την καθαριότητα, άλλος την υποδοχή ή τις κρατήσεις, κάποιος θα σερβίρει το πρόγευμα και κάποιος το βραδινό ‒ είχες την αίσθηση ενός μικρόκοσμου, όπου οι πάντες δούλευαν. Όλο αυτό με έβαζε σε μια πειθαρχία.

• Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γίνω σομελιέ. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε τότε κάτι αντίστοιχο, ούτε και κρασιά τριγύρω για να ασχοληθώ. Τυχαία βρέθηκα σε μια παρέα και χωρίς να το πολυκαταλάβουμε αρχίσαμε να μαζεύουμε κρασιά ‒ πίναμε, τα σχολιάζαμε και περνάγαμε καλά. Με αυτή την παρέα, λοιπόν, που ξεκίνησε ως κάτι πολύ παιδικό και αστείο, κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι όλες μας οι οικονομίες πήγαιναν στο χόμπι μας, είτε σε κρασιά είτε σε βιβλία για κρασιά. Χωρίς να το πολυκαταλάβω, έφτασα να έχω ένα σωρό μπουκάλια και μετά έψαχνα χώρο να τα βάλω, για να τα αποθηκεύσω. Η ιδέα του οινοχόου γύριζε στο μυαλό μου, αλλά δεν ήμουν και απόλυτα κατασταλαγμένος.

Όλοι μας θέλουμε να διακριθούμε, αλλά αν η μητέρα των αρετών είναι η διάκριση, η κορωνίδα τους πρέπει να είναι η ταπεινοφροσύνη. Το να έχω τα πόδια μου στη γη είναι πολύ σημαντικό για μένα. Η ζωή είναι ένας μαραθώνιος κι αυτό που θέλεις να καταφέρεις πρέπει να το σμιλεύεις συνεχώς και να πορεύεσαι.


• Κάποια στιγμή γνώρισα τον Γιώργο Φλούδα που έψαχνε οινοχόο για να πάει να δουλέψει στην Κρήτη, στο Elounda Beach. Με αφέλεια του πρότεινα «να έρθω εγώ;», μου είπε «έλα» κι έτσι, πάλι χωρίς να το πολυζυγίσω, βρέθηκα να δουλεύω στην Ελούντα. Τα πέντε χρόνια που έμεινα εκεί ήμουν πολύ ευτυχισμένος επαγγελματικά.


• Για να μάθεις για το κρασί έχεις τρεις τρόπους. Τον ακαδημαϊκό, δηλαδή θα πας σε μια σχολή και θα σου πουν μερικά βασικά πράγματα κι αυτό μπορεί να σου δώσει κάποιες γνώσεις ‒είναι αυτό που λέμε «σου δίνουν τα εχέγγυα για να προχωρήσεις»‒, αλλά τις «ώρες πτήσης» θα τις βγάλεις μόνος σου. Ο δεύτερος τρόπος είναι πίνοντας, που είναι το δεύτερο μεγάλο σχολείο, και ο τρίτος ταξιδεύοντας, δηλαδή πηγαίνοντας στις ίδιες τις οινοπαραγωγικές ζώνες, κάτι που σου δίνει προστιθέμενη αξία. Εγώ τα έκανα και τα τρία, αλλά, αν θα ήθελα να σταματήσει κάπου ο χρόνος, θα ήταν στην τρίτη μέθοδο, γιατί εκεί παίρνεις επιπλέον γνώση. Γιατί αλλιώς είναι να περιγράφω απλώς ένα κρασί από την Τοσκάνη κι αλλιώς να έχω βρεθεί ο ίδιος εκεί και να έχω εισπράξει αυτό που έχουν να σου δώσουν τα κρασιά της περιοχής.

Γιάννης Καϋμενάκης: «Για να μάθεις για το κρασί έχεις τρεις τρόπους. Σπουδάζοντας, πίνοντας ή ταξιδεύοντας» Facebook Twitter
Το γεγονός ότι κάθε χρόνο, σε κάθε τρύγο, χρειάζεται να ανταγωνιζόμαστε τον Γάλλο, τον Ισπανό, τον Χιλιανό, τον Αυστραλό, μας κάνει πολύ καλύτερους. Αυτό και μόνο αυτό. Κι αυτό είναι και το στοίχημα των ελληνικών κρασιών. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


• Στη ζωή μου αντιμετώπισα ιερά τέρατα, είτε της οινοχοΐας είτε γενικά του κρασιού, είχα την ευλογία να βρεθώ δίπλα τους, αλλά δεν με δελέαζαν ώστε να μοιραστώ ένα κρασί μαζί τους. Από την άλλη, έχω αντιμετωπίσει άσημους ανθρώπους που είχαν μια τόσο βιωματική σχέση με το κρασί που ήθελα να ρουφήξω όλη τη γνώση που είχαν μέσα στο κεφάλι τους, όλες τις εικόνες που είχαν και ό,τι είχαν πιει. Κι αυτό το βρίσκεις μόνο στις οινοπαραγωγικές ζώνες. Είναι το spirit of the place που δίνει μια προστιθέμενη αξία στη δουλειά σου, όσον αφορά την τεχνική πωλήσεών σου.


• Μετά την Ελούντα μεσολάβησε ένα διάστημα στο Wine Garage στο Κολωνάκι, μια κάβα. Και εκεί το χάρηκα πολύ που δούλεψα με τα παιδιά. Η λιανική έχει πάντα ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την αμεσότητα. Μαθαίνεις πόσο διακριτικός πρέπει να είσαι, τι να προτείνεις και πώς. Μετά, δούλεψα στο εστιατόριο «48», λίγο παραπάνω από πέντε χρόνια. Και από κει έχω πολύ όμορφα πράγματα να θυμάμαι. Είχα την τύχη ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού να είναι συλλέκτης κρασιών, έτσι, όταν πήγα για συνέντευξη και μου έδειξε τη λίστα με τα κρασιά του, δεν χρειαζόταν να συζητήσουμε παραπάνω. Στη συνέχεια πήγα σε έναν άλλο χώρο, του οποίου ήμουν συνιδιοκτήτης, το Cucina Povera στο Kαλλιμάρμαρο, εξίσου εκκεντρικό μαγαζί, με πυρήνα πάλι το κρασί. Ήταν λίγο πιο απογυμνωμένο σε ό,τι είχε να κάνει με το φαγητό και το κρασί, αλλά κι εκεί ήταν όμορφα. Μετά έφτιαξα το Paleo, που λειτουργεί ήδη τέσσερα χρόνια.


• Έχω κάνει πολλά ταξίδια για το κρασί. Γύρω στο 2000, όσο δούλευα στην Ελούντα, έκανα ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Τοσκάνη, καλεσμένος ενός ιστορικού οινοποιείου της περιοχής, του Αντινόρι. Σκέφτηκα να πάω δέκα μέρες πριν για να δω και την Τοσκάνη, να κάνω το δικό μου ταξίδι πριν από τη φιλοξενία, και γύρναγα στα αμπέλια, στα οινοποιεία, πήγαινα από κάβα σε κάβα, από οινοποιείο σε οινοποιείο και από wine bar σε wine bar. Ήμουν σαν ένα παιδάκι μέσα στο μαγαζί με τα γλυκά, με τα μάτια γουρλωμένα. Όταν τελείωσαν αυτές οι μέρες και πήγαμε στο οινοποιείο που μας είχε προσκαλέσει –είχε έρθει και ο προϊστάμενός μου από την Ελούντα, ο wine director‒, μας λέει ο Βιτόριο, ο άνθρωπός μας του οινοποιείου, «θα πάμε να φάμε τώρα κάπου και να ξεκινήσουμε την ξενάγηση». Μας πάει, λοιπόν, στο Bolgheri, στην παραλία της Τοσκάνης, σε ένα περιβάλλον που είχε ράφια γεμάτα με τα κρασιά που είχα διαβάσει ή είχα ονειρευτεί κι εγώ, ενθουσιασμένος, έδειχνα διάφορα πράγματα. Και ξαφνικά λέει ο άνθρωπος, και με το δίκιο του: «Κοιτάξτε να δείτε, εδώ είμαστε μόνο για το οινοποιείο Αντινόρι». Μου στοίχισε πολύ, ζήτησα συγγνώμη και το ίδιο βράδυ ορκίστηκα να μην υποστώ ποτέ ξανά το μαρτύριο της φιλοξενίας τέτοιου τύπου: «Μπορεί να μη γίνω ποτέ πλούσιος, μπορεί όλα μου τα λεφτά να πηγαίνουν σε ταξίδια και άλλου τύπου ηδονές και χαρές, αλλά θα φροντίσω όλα τα κρασιά που έχω στη λίστα μου, όλα τα τοπωνύμια, να τα επισκεφτώ με δική μου ευθύνη και όλους τους ανθρώπους να τους γνωρίσω, προσεγγίζοντάς τους με τον δικό μου τρόπο».


• Οπότε, έτσι ξεκίνησα να ταξιδεύω, για να εισπράξω το spirit of the place, να εισπράξω τον χαρακτήρα ενός terroir. Αυτό κυνηγούσα πάντα. Ο κόσμος είναι όμορφος επειδή είναι διαφορετικός. Οινικά μιλώντας, η Σαντορίνη είναι διαφορετική από τη Νάουσα, η περιοχή της Τοσκάνης είναι διαφορετική από του Πιεμόντε, του Ροδανού, της Προβηγκίας ή της Ροσιγιόν και αυτό είναι μια πολύ όμορφη εναλλαγή. Αν κοιτάξουμε λίγο προς τα πίσω, όλα τα κρασοπουλειά της περιοχής της Αττικής έγραφαν απ' έξω τα τοπωνύμια των περιοχών που πουλούσαν: «εδώ πωλείται κρασί Ζίτσας» ή «εδώ πουλάμε κρασιά της Νεμέας», «κρασιά Μεσογείων». Κι όλο αυτό διαφημιζόταν από ταμπέλες που υπάρχουν ακόμα αχνές σε κάποια μισοερειπωμένα καπηλειά. Αυτό για μένα είναι συσσωρευμένη γνώση, και είναι διαφορετικό να πουλάω τα κρασιά της Σαντορίνης χωρίς να έχω βρεθεί ο ίδιος εκεί και διαφορετικό να δω και να εισπράξω τον ρόλο του κρασιού μέσα από τα μάτια των γηγενών. Και εννοώ να το εισπράξω ως επισκέπτης, με πολύ παρθένα αισθητήρια, γιατί πολύς λόγος γίνεται για την αντίληψη και το πόσο καλά καταλαβαίνει κάποιος το κρασί. Αυτά τα θεωρώ μπούρδες. Άμα θέλουμε να πάμε να σε μια συναυλία, δεν χρειάζεται να έχουμε ακτινογραφήσει όλες τις στιγμές του καλλιτέχνη. Θα πάμε με παρθένα τα αισθητήριά μας, θα την ακούσουμε και θα τη χαρούμε. Το ίδιο και μια θεατρική παράσταση. Πολλές φορές είναι καλύτερο αυτό από το να σε κυβερνούν επαγγελματικές διαστροφές και υπεραναλύσεις που μπορεί να σου χαλάσουν και την απόλαυση.

Γιάννης Καϋμενάκης: «Για να μάθεις για το κρασί έχεις τρεις τρόπους. Σπουδάζοντας, πίνοντας ή ταξιδεύοντας» Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


• Τη λατρεύω την Τοσκάνη, είναι μια πολύ αγαπημένη περιοχή με γνώμονα το κρασί, αλλά έχω ζήσει εκεί κι αυτό με κάνει να μην είμαι ακριβοδίκαιος. Μου αρέσει πάρα πολύ η εξωστρέφεια του Ροδανού στο νότιο κομμάτι της Γαλλίας, λίγο νότια από τη Λιόν, περνάω υπέροχα στη Ροσιγιόν, κάτω από τα Πυρηναία. Εκεί που δυσκολεύομαι να διαλέξω είναι στην Ισπανία. Στη Ριόχα μπορεί να είναι πολύ όμορφα, αλλά, αν διάλεγα μια περιοχή, θα ήταν η Ανδαλουσία, το τρίγωνο του Χαρέθ. Με τρελαίνει η εναλλαγή, τη χαίρομαι πραγματικά και λατρεύω να χαζεύω τους ανθρώπους. Δηλαδή είναι ωραίο να είσαι στον Πειραιά και να βλέπεις αυτό που λέμε «πειραϊκή αισθητική» ή «πειραϊκή ιδιοσυγκρασία», το ίδιο και η αισθητική των βορείων προαστίων, αν είσαι π.χ. στην Εκάλη. Κάθε terroir μας καθορίζει και κατά κάποιον τρόπο μας προστατεύει και από την αναρχία. Όταν έφυγα από τη Λα Ριόχα, όπου οι άνθρωποι είναι κοσμοπολίτες, μιλάνε γαλλικά και το ντύσιμό τους είναι επηρεασμένο από τη Γαλλία, και πήγα στην Ανδαλουσία, ήταν μια γροθιά στο στομάχι. Η δυνατή μουσική, όλο αυτό το αφτιασίδωτο, το σταυροδρόμι πολιτισμών, η moorish αρχιτεκτονική, οι μυρωδιές των φαγητών, τα ταπάδος, που ήταν ό,τι είχε ο τόπος, με τρέλαιναν. Αν διάλεγα έναν προορισμό όπου θα ήθελα να πάω ξανά και ξανά, θα ήταν η Ανδαλουσία.

• Πολλές φορές, εμείς που είμαστε μέρος αυτής της ιστορίας, είμαστε στο δάσος, δεν μπορούμε να δούμε τι σχήμα έχει το δάσος. Αλλάζει δραματικά η κατάσταση στο ελληνικό κρασί. Η αλήθεια είναι ότι αλλάζει προς το καλύτερο και όλο αυτό είναι όμορφο. Φημιζόμαστε ότι μπορούμε να καταφέρουμε κάτι που οι άλλοι χτίζουν για χρόνια, με γερά θεμέλια και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Με εφαλτήριο αυτόν τον ενθουσιασμό που μας διακατέχει μπορούμε να κάνουμε σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλα βήματα. Καταρχάς, το πρώτο πράγμα που αρχίζει να φαίνεται και είναι όμορφο είναι η τοπωνυμιακή καταγραφή – και μας οδηγεί η αγορά σε αυτό. Παλιά λέγανε «πίνω τον τάδε», το όνομα του οινοποιού, κάτι που είναι μπούρδα. Τα ελληνικά κρασιά πρέπει να μπουν κάτω από την ομπρέλα ενός τοπωνυμίου και να λέμε «πίνω Νάουσα», «πίνω Νεμέα», «πίνω Σαντορίνη», «πίνω Μαντινεία». Υπό την ομπρέλα του τοπωνυμίου προφανώς και θα διακριθείς κι εσύ, κι εγώ και οποιοσδήποτε άλλος δραστηριοποιείται, αλλά είναι σημαντικό να βρεθεί ένας ζωτικός πόλος ανθρώπων που θα πορεύεται κάτω από αυτό το τοπωνύμιο. Αυτό θα μας δώσει αναγνωρισιμότητα και με αυτό θα πορευτούμε και στο εξωτερικό. Γιατί, κακά τα ψέματα, αν κάνει μόνος του κάποιος κάτι ιδιαίτερο θα πετύχει, αλλά θα δυσκολευτεί, γιατί κάθε μέρα θα πρέπει να ρίχνει νερό σε αυτόν τον μύλο και δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα. Ενώ αν είναι πολλοί που έχουν κρασιά της Σαντορίνης, αυτό μεταλαμπαδεύεται πολύ πιο εύκολα, σε πολύ μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων. Είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να τονίσουμε τη διαφορετικότητά μας, οπότε δεν έχει νόημα το ελληνικό cabernet, το ελληνικό merlot, ή το ελληνικό sauvignon blanc. Όλα αυτά οδηγούν στο «cocacola-nization» του κρασιού. Πρέπει να δουλέψουμε πάνω στο ασύρτικο, πάνω στη μαντινεία και να βρούμε αυτήn τη μικρή γωνιά μέσα στον παγκόσμιο χάρτη όπου θα έχουμε κι εμείς το μερίδιό μας. Δεν έχουμε κανένα μέλλον με ελληνικό merlot, γιατί οι Γάλλοι έχουν συσσωρευμένη γνώση 400 χρόνων, οπότε το ξέρουν πραγματικά καλά. Θα ήταν άδικο εμείς, με 20 χρόνια προϋπηρεσίας, να τους δείξουμε ότι το κάνουμε καλύτερα ή ότι μπορούμε να πάρουμε κάτι από την αίγλη ή τις πωλήσεις τους.

• Γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι και όταν εκτίθεσαι στο εξωτερικό η καλύτερη ποιότητα είναι μονόδρομος, γιατί εκεί ο ανταγωνισμός είναι τέτοιος, που θα σε κάνει από μόνος του σοβαρό, χωρίς να το πολυδιαπραγματευτείς. Αν πουλούσαμε μόνο στις τουριστικές αγορές ή μόνο για λόγους εντοπιότητας, αυτό θα ήταν η ταφόπλακα σε οποιοδήποτε όνειρο να γίνουμε καλύτεροι. Το γεγονός ότι κάθε χρόνο, σε κάθε τρύγο, χρειάζεται να ανταγωνιζόμαστε τον Γάλλο, τον Ισπανό, τον Χιλιανό, τον Αυστραλό, μας κάνει πολύ καλύτερους. Αυτό και μόνο αυτό. Κι αυτό είναι και το στοίχημα των ελληνικών κρασιών. Το να φύγουν από δω και να πάνε στη Γερμανία που έχει μετανάστες Έλληνες ή στην Αμερική, στα μαγαζιά των Ελλήνων μεταναστών, δεν είναι προκοπή. Το στοίχημα είναι να βρεθούμε στις επιλογές π.χ. ενός Εγγλέζου καταναλωτή. Το να είναι σε μια κάβα στο Λονδίνο και να βλέπει ανάμεσα στις επιλογές της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Χιλής κρασιά από την Ελλάδα και να λέει «θα πάρουμε Σαντορίνη», αυτό για μας είναι επιτυχία.


• Τα γούστα του κόσμου μοιραία έχουν αλλάξει. Ο κόσμος εκτίθεται και έχει τη δυνατότητα πλέον να επιλέξει από πάρα πολλά κρασιά. Είναι νομοτελειακό, άλλοι θα αγαπάνε τα φρουτώδη λευκά, άλλοι τα ιδιαίτερα ξηρά ή τα ιδιαίτερα πληθωρικά κόκκινα, άλλοι τα πολύ μαλακά κόκκινα. Το σημείο-κλειδί είναι αυτό: ότι πλέον ένας καταναλωτής μπορεί, σε μια κάβα συνοικιακού σούπερ μάρκετ, να βρεθεί μπροστά σε τουλάχιστον 150 επιλογές. Κάποτε το κρασί περιοριζόταν στις 5-10 επιλογές. Αυτή και μόνο η έκθεση κάνει τον κόσμο να αγαπάει το Χ, Ψ, Ω κρασί.

Γιάννης Καϋμενάκης: «Για να μάθεις για το κρασί έχεις τρεις τρόπους. Σπουδάζοντας, πίνοντας ή ταξιδεύοντας» Facebook Twitter
Η ζωή είναι ένας μαραθώνιος κι αυτό που θέλεις να καταφέρεις πρέπει να το σμιλεύεις συνεχώς και να πορεύεσαι. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


• Το προφίλ του οινολόγου κάποτε μπορεί να εξέπεμπε μια αυστηρότητα που έκανε τον κόσμο να νιώθει άβολα. Τώρα, ευτυχώς για όλους μας, αυτό αλλάζει, απογυμνώνεται, γίνεται λίγο πιο χαρωπό. Αν σταθούμε και λίγο πιο ειδικά στο ποιο είναι τελικά το job description του οινοχόου, δηλαδή ποια είναι η δουλειά ή οι δεξιοτεχνίες που πρέπει να έχει, πέρα από οτιδήποτε έχει στο κεφάλι του ως ρεζερβουάρ γνώσης, όσο μεγάλο και να είναι αυτό, έχει σημασία και το πώς δουλεύει η εξωστρέφεια για τον κάθε οινοχόο. Ο πελάτης που έρχεται στο μαγαζί μου μπορεί να εκτεθεί σε 100 διαφορετικά κρασιά. Δεν μου αρέσει η καθοδήγηση, δίνεις τον κατάλογο και αφήνεις τον άνθρωπο να δει, πρώτα απ' όλα, τι δουλειά έχεις κάνει, τι υπάρχει πίσω από τα ράφια σου. Από κει και πέρα, για να του προτείνεις κάτι, ως οινοχόος πρέπει να πορευτείς με γνώμονα το τι αρέσει στον καθένα. Δεν σου κρύβω ότι, ενώ υπάρχουν πολλές χιλιάδες ετικέτες στο κελάρι μου, μόνο και μόνο για να μη νιώθει κάποιος άβολα, κινούμαι θεματικά με μια λίστα που έχει 100 επιλογές. Μην ξεχνάμε ότι το κρασί είναι χαρά, είναι ξεκούμπωμα, είναι ένα κομμάτι της ζωής μας, και βγαίνουμε έξω για να συνοδέψουμε την κουβέντα μας με ένα ποτήρι κρασί. Αν το κρασί είναι τέτοιο που αξίζει να πούμε και δυο κουβέντες γι' αυτό, ακόμα και να διαφωνήσουμε για το αν θα πάρουμε μαύρο, κόκκινο ή λευκό, έχει το χάζι του, αλλά μέχρι εκεί. Το να μαζευτούμε 10 geeks και να κουνάμε τα ποτήρια δεν ξέρω πόσο όμορφο είναι, δεν μου φαίνεται γοητευτικό. Η επίδειξη των 5.000 ετικετών δεν είναι κάτι επίκαιρο και μπορεί να μην το χαρούν ούτε οι συλλέκτες. Είναι ωραίο να υπάρχουν κινήσεις ιδιοσυγκρασίας. Οι πιο ωραίες λίστες που μου έχουν ξυπνήσει κλεπτομανιακή διάθεση δεν ήταν σε μέγεθος, ήταν σε επιλογή.


• Είναι λίγο παρεξηγημένη ιστορία ο οινοχόος. Ποια είναι, τελικά, τα χαρακτηριστικά του; Είναι αυτός που κουνάει το ποτήρι και εντοπίζει την μπανάνα στο κρασί; Ένα κομμάτι είναι κι αυτό, αλλά ακόμα κι αυτό προβάλλεται χαζά, όχι όπως θα 'πρεπε. Δεν είσαι «περιγραφοποιός». Φαντάζεσαι πόσο άψυχο θα ήταν αν σου έλεγα ένα σωρό λεπτομέρειες; Ποιον ενδιαφέρουν, πέρα από δέκα «αρρωστημένους» συλλέκτες;


• Η ζωή με έχει μάθει την ταπεινοφροσύνη. Όλοι μας θέλουμε να διακριθούμε, αλλά αν η μητέρα των αρετών είναι η διάκριση, η κορωνίδα τους πρέπει να είναι η ταπεινοφροσύνη. Το να έχω τα πόδια μου στη γη είναι πολύ σημαντικό για μένα. Η ζωή είναι ένας μαραθώνιος κι αυτό που θέλεις να καταφέρεις πρέπει να το σμιλεύεις συνεχώς και να πορεύεσαι. Αν κάνεις κάτι πολύ έντονο, κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ σπουδαίο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μετά τι θα κάνεις; Θα ψάχνεις για κομπολόι; Είναι ωραίο να πορεύεσαι με ό,τι καταπιάνεσαι. Μου αρέσουν τα λίγα λόγια. Λατρεύω κάτι παροιμίες παλιές και υπάρχει μία του Αιγαίου που μου αρέσει πολύ. Λέει «κάλλιο μια σταλιά ουσία, παρά μια περιουσία».

Paleo Wine Store, Πολυδεύκους 39, Πειραιάς, 210 4125204

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

 

Γεύση
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Osteria Mamma 

Γεύση / Ένα νέο ιταλικό σερβίρει πιάτα που περιέχουν άγνωστες στην Αθήνα λέξεις

Θέλοντας να τιμήσει μια επιθυμία της μητέρας της, έπειτα από πολλά ταξίδια και γεύματα σε διαφορετικές ιταλικές πόλεις, η Ελένη Σαράντη ετοιμάζει στο Osteria Mamma πιάτα με μπόλικη comfort νοστιμιά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τα γλυκά των φετινών Χριστουγέννων 

Γεύση / Όλα τα νέα χριστουγεννιάτικα γλυκά σε μία λίστα

Τετράγωνοι κουραμπιέδες, κρητική αλλά και γαλλική βασιλόπιτα, πολλά προζυμένια πανετόνε: Σε αυτή τη λίστα δεν θα βρείτε τα κλασικά γλυκά της Αθήνας -τα ξέρετε ήδη- αλλά όλες τις φρέσκες ιδέες των τριτοκυματικών φούρνων και των πιο δημιουργικών ζαχαροπλαστών.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT

σχόλια

1 σχόλια