Το τρέιλερ του «Mother» οδηγούσε εσκεμμένα σε συγκρίσεις με το «Μωρό της Ρόζμαρι». Και ως ένα σημείο τού μοιάζει πολύ. Η Τζένιφερ Λόρενς χτίζει με τα ίδια της τα χέρια το καμένο σπίτι του συγγραφέα συζύγου της, τον οποίο υποδύεται ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Υπάρχει σκοτεινό παρελθόν και ο Αρονόφσκι δεν βιάζεται να αποκαλύψει λεπτομέρειες. Περνούν ήσυχα τις μέρες και τις νύχτες τους, με μια υποψία ανομολόγητου να δημιουργεί ρωγμή στην οικειότητά τους. Φταίει ίσως το γεγονός του συγγραφικού μπλοκ εκείνου και η πρόθεση εκείνης να μην τον ενοχλήσει με ό,τι πραγματικά την απασχολεί. Ώσπου καταφθάνει ένας άγνωστος με συμπεριφορά «δώσε θάρρος στον χωριάτη…». Σχεδόν αυτοπροσκαλείται, ο Μπαρδέμ τον καλοδέχεται, στην πορεία αποδεικνύεται πως μάλλον είναι γιατρός και σίγουρα θαυμαστής του παλιού βιβλίου Εκείνου. Σύντομα έρχεται και η σύζυγος του Εντ Χάρις, η Μισέλ Φάιφερ – καταπληκτική στην ταινία, αντίστοιχα απατηλή και περίπου διαβολική με τη Ρουθ Γκόρντον στο «Μωρό της Ρόζμαρι». Κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις στη νεαρή σύζυγο και εισβάλλει σε χώρους που ανήκουν στο ζευγάρι. Η Λόρενς δεν ελέγχει την κατάσταση, με την παράξενη ανοχή του συζύγου της. Τα πράγματα ξεφεύγουν εμφανώς όταν οι δύο ενήλικοι γιοι τους μπαίνουν φουριόζοι, λογομαχούν έντονα για άγνωστη αιτία και συμβαίνει κάτι εξαιρετικά άσχημο (spoiler, γνωρίζω…).
Από κει κι έπειτα, το «Μωρό της Ρόζμαρι», δηλαδή οι υποψίες πως η πλοκή του «Mother» θα είναι συγγενική με το μυθιστόρημα του Άιρα Λέβιν και την ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι, φεύγει από τη μεγάλη εικόνα και δίνουν τη θέση τους σε ένα πολύ ευρύτερο, και αν αγαπήσετε την ταινία και το trip στο οποίο υποβάλλει τον θεατή, βαθύτερο concept. Η φρίκη υποχωρεί μπροστά σε έναν δραματικό τρόμο που κινείται με βίαια ντεσιμπέλ και απανωτά visual σοκ σε θρησκευτικές παραμέτρους.
Η ταινία είναι φτιαγμένη για να διχάσει, και τα κατάφερε, αφού στο συνήθως ευγενικό και λίγο κοιμισμένο Φεστιβάλ Βενετίας απέσπασε θερμά χειροκροτήματα και ευδιάκριτη γιούχα και στις δύο πρωινές προβολές που προηγήθηκαν της δημοσιογραφικής.
Όταν μια αρχετυπική, αν και με σύγχρονη μορφή, οικογένεια με υπόστρωμα αμαρτίας μπαίνει σε ένα ειδυλλιακό σπίτι, απομονωμένο στην εξοχή, χτισμένο ενδεχομένως σε αποκαΐδια, από την αρχή και με αγάπη, και δύο χειροδύναμα αγόρια φιλονικούν σαν να ήταν ο Κάιν και ο Άβελ, απειλώντας άμεσα την εύθραυστη αρμονία του ζεύγους, τα πράγματα τοποθετούνται σε βιβλικές βάσεις και όχι απλώς με τους όρους του καλού και του δαίμονα. Ο δημιουργός του «Νώε», αντλώντας από το εβραϊκό του DNA, μεταστρέφει τη μεταφυσική προβληματική της «Πηγής της ζωής» σε ένα ταξίδι πόνου με ανθρώπους-σύμβολα. Όταν παραβιάζεται η ιδιωτικότητα του ζευγαριού και εκτροχιάζεται το προσεκτικό χτίσιμο της πλοκής, με κόσμο να κατακλύζει τον Οίκο και την Τζένιφερ Λόρενς να εκλιπαρεί μάταια για λίγη προσοχή και σεβασμό, πίστεψα προς στιγμήν πως ο Αρονόφσκι σατιρίζει με τροπισμούς horror τις διασημότητες που κατασπαράζονται ανελέητα, με τη γνωστότερη ηθοποιό της Αμερικής να μορφάζει με δυσπιστία μπροστά στην απρόκλητη έκθεσή της σε αγενείς μουσαφίρηδες. Όχι, όχι, δεν είναι αυτό το θέμα. Ο πρωταγωνιστής, που δεν έχει όνομα, και δεν είναι ένας απλός ηθοποιός, όπως στο «Μωρό της Ρόζμαρι», για να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο για μια θέση (κι ένα καλό συμβόλαιο) στον ήλιο του Χόλιγουντ, αλλά αποκαλείται απλώς Εκείνος και σκληραίνει επειδή δεν έχει έμπνευση να δημιουργήσει, αποζητά το interaction γιατί κατά βάση θέλει πιστούς και κάνει ένα προσωρινό διάλειμμα στην επαφή του με τον κόσμο όταν η γυναίκα του μένει, επιτέλους, έγκυος. Έτσι Εκείνη γίνεται Μητέρα κι εκείνος τη συνοδεύει σε ένα περιπετειώδες ταξίδι που παίρνει άγριες στροφές στο γκραν (γκινιόλ) φινάλε. Αν εκείνη είναι η Μητέρα που δεν θα ήθελε να μοιραστεί το παιδί της κι Εκείνος ψάχνει φαν, δηλαδή πιστούς, πάση Θυσία, τότε τι κάνει νιάου;
Η ταινία είναι φτιαγμένη για να διχάσει, και τα κατάφερε, αφού στο συνήθως ευγενικό και λίγο κοιμισμένο Φεστιβάλ Βενετίας απέσπασε θερμά χειροκροτήματα και ευδιάκριτη γιούχα και στις δύο πρωινές προβολές που προηγήθηκαν της δημοσιογραφικής. Διαφωνώ πλήρως με τον κριτικό του «Hollywoοd Reporter» που έγραψε στην εισαγωγή του πως ο Αρονόφσκι σκηνοθετεί με ζαλιστικά καλό τρόπο, αλλά μάλλον δεν θέλει να πει τίποτα. Η ταινία θέλει να πει πολλά, όλα αυτά που προανέφερα, ενδεχομένως κι άλλα, με μεικτή κινηματογραφική προσέγγιση, που αν πρέπει να περιγράψω με άλλες ταινίες, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο «What lies beneath» του Ζεμέκις και το «Jacob’s Ladder» («Ξύπνημα στον εφιάλτη») του Λάιν. Η μετάβαση φαντάζει άτσαλη, αλλά πιστεύω πως ο Αρονόφσκι το κάνει επίτηδες, για να αιφνιδιάσει, να εκνευρίσει, να ενοχλήσει, εν πάση περιπτώσει να υπερτονίσει το υπερβατικό του point. Νομίζω πως τη «Μητέρα» θα την απορρίψουν πανηγυρικά όσοι θα προτιμούσαν να κάτσει στ’ αυγά του ο σκηνοθέτης και να περιοριστεί στο genre. Δεν θα ήταν καθόλου κακή αυτή η υπόθεση, αλλά κι έτσι, η ελαφρώς what the fuck αυτή εμπειρία αξίζει την προσοχή. Παρά τις χοντράδες στην εκτέλεση.
σχόλια