Oι περιπέτειες της παραγωγής του Justice League θα έκαναν μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ταινία από μόνες τους. To σωτήριο έτος 2016 στο παράρτημα της DC εντός του ομίλου της Warner επικρατεί ενθουσιασμός, καθώς όλοι ετοιμάζονται να εξαπολύσουν στις κινηματογραφικές οθόνες του πλανήτη ένα διευρυμένο σύμπαν, ικανό να συνθλίψει το αντίπαλο δέος της Marvel, με δεδομένη (και) την απήχηση των ηρώων της εταιρείας.
Μάλιστα, σε αντίθεση με τη δημιουργική λογική επιτροπής, με την οποία λειτουργούσαν στη Marvel, στην DC μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι είχαν δώσει τα κλειδιά του franchise σε έναν δημιουργό, το αγαπημένο (τότε) παιδί του στούντιο Ζακ Σνάιντερ. Και μετά βγήκε στις αίθουσες το Batman v Superman: Dawn of Justice (2016). Και δεν ήταν καλό, ούτε άρεσε στους φαν.
Ο Σνάιντερ είχε ξεκινήσει ήδη τα γυρίσματα του Justice League, μα οι χαμηλότερες του αναμενoμένου εισπράξεις και οι δυσμενείς κριτικές θορύβησαν τους executives, οι οποίοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στο έργο του, θεωρώντας πως οι δραματικοί τόνοι και τα σκοτεινά χρώματα στοιχίζουν σε εισιτήρια. Μια τραγωδία της οικογένειας Σνάιντερ στάθηκε αφορμή για την απόσυρση του σκηνοθέτη από το πρότζεκτ. Το στούντιο απευθύνθηκε στον Τζος Γουίντον, υπεύθυνο για την επιτυχημένη διασκευή των περιπετειών της αντίπαλης ομάδας, των Avengers.
Εκείνος, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, έγραψε ξανά μεγάλο μέρος του σεναρίου και ξαναγύρισε περίπου το 80% του φιλμ. Τα χρώματα ζωήρεψαν, προστέθηκαν αστεία και εξυπνάδες, ο χρόνος για την επεξεργασία των οπτικών εφέ δεν ήταν αρκετός – μην τα πολυλογούμε, η ταινία βγήκε στις αίθουσες, απέτυχε στα ταμεία, γνώρισε τη χλεύη από μερίδα της φαν κοινότητας και έβαλε πρόσκαιρο φρένο στα μεγαλεπήβολα σχέδια της DC.
Αν με ρωτάτε, ακόμα κι εκείνο το patchwork έχει κάποιες camp αρετές, ικανές να καλύψουν τις μειωμένες ανάγκες μιας μεσημεριανής κυριακάτικης προβολής – μια άποψη που θα με καθιστούσε αιρετικό στην κοινότητα των φαν, η οποία εντελώς αγαπητικά θα ευχόταν να μου καεί το rooter και να πάθω σκορβούτο και μπέρι-μπέρι.
Το slow motion, που έχει καταστεί σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, επιστρατεύεται προκειμένου να θαυμάσουμε τους ήρωες, ένα εκτεταμένο φλασμπάκ φλερτάρει με την επική φαντασία, ενώ η μουσική του Junkie XL έχει μια διαρκή συναισθηματική φόρτιση που εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον μαξιμαλισμό του εγχειρήματος.
H συνέχεια ήταν μη αναμενόμενη. Οι ίδιοι φαν που έκραζαν μετά μανίας το Batman v Superman σε φόρουμ και social, έστησαν ένα από τα πιο επίμονα petitions της ιντερνετικής κοινότητας και απαιτούσαν από το στούντιο να τους δώσει την εκδοχή του Ζακ Σνάιντερ. Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήταν πως αυτή η εκδοχή, επί της ουσίας, δεν υπήρχε.
O Σνάιντερ δεν είχε ολοκληρώσει καν τα γυρίσματα, για post-production ούτε λόγος. Η οργή και η επιμονή των φαν υπήρξαν παροιμιώδεις, εκτονώθηκε ουκ ολίγες φορές με τοξικό τρόπο, στο τέλος, όμως, οι ιθύνοντες της Warner πήραν το μήνυμα και δόθηκε λύση στο πολυετές (παρα)κινηματογραφικό δράμα, χάρη στη νέα εποχή του streaming. Οι streaming πλατφόρμες έχουν γενικώς και αδιακρίτως ανάγκη από «περιεχόμενο» –τι απαίσια λέξη–, έχουν όμως ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη από ευρέως αναγνωρίσιμο περιεχόμενο που θα προσελκύσει νέους συνδρομητές και θα κάνει σαματά στα social media.
Τα 70 εκατομμύρια δολάρια που έδωσε το HBO-Max στον Ζακ Σνάιντερ για να στήσει το επονομαζόμενο Snyder Cut, επεξεργαζόμενος ό,τι υλικό υπήρχε στις αποθήκες και πραγματοποιώντας λίγα, πρόσθετα γυρίσματα για να ενώσει τις τελείες –και για να δώσει λίγο Τζόκερ στον λαό, έστω και με τη μορφή του Τζάρεντ Λέτο– ίσως ακούγονται πολλά. Στην πραγματικότητα, είναι λίγα σε σχέση με εκείνα που θα έπρεπε να δαπανήσουν για μια νέα παραγωγή, εξίσου δημοφιλή.
Το όνειρο των φαν έγινε πραγματικότητα και από την περασμένη Πέμπτη μπορούν να παρακολουθήσουν το Snyder Cut μέσω του HBO-Max στις ΗΠΑ και μέσω της Cosmote TV και της Vodafone TV στη χώρα μας.
Πρόκειται για εξέλιξη που δεν έχει προηγούμενο στην κινηματογραφική ιστορία. Υπάρχει π.χ. η περίπτωση του Exorcist: The Beginning (2004), όπου το στούντιο δεν βρήκε αρκετά τρομακτική την ταινία που γύρισε ο Πολ Σρέιντερ και προσέλαβε τον Ρένι Χάρλιν για εκτεταμένα επαναληπτικά γυρίσματα, για να επιτρέψει στη συνέχεια τη διανομή της ταινίας του Σρέιντερ στις αίθουσες με τίτλο Dominion: Prequel to the Exorcist (2005). Η διαφορά είναι πως εκεί το cut του Σρέιντερ ήταν ήδη έτοιμo και, σε κάθε περίπτωση, δεν είχαμε να κάνουμε με μια υπερπαραγωγή 300 εκατομμυρίων δολαρίων – τόσο είχε φτάσει το κόστος του Justice League.
Και, βέβαια, πρόκειται για εξέλιξη που σηματοδοτεί μια μεγάλη νίκη της fanboy κοινότητας, η οποία, αφού είδε τον αγώνα της να δικαιώνεται, πανηγυρίζει την έξοδο ενός «αριστουργήματος» με παραληρηματικά σχόλια στα social και την είσοδο της ταινίας στο Τop 250 του IMDb. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Το Zack Snyder’s Justice League είναι σίγουρα μια πολύ πιο ισορροπημένη δουλειά σε σχέση με τον προκάτοχό της, όπως και με τις προηγούμενες απόπειρες του Σνάιντερ πάνω σε υλικό της DC. Χωρισμένο σε κεφάλαια, το φιλμ ξεκινά από τον θάνατο του Σούπερμαν και την επίδρασή του στον κόσμο και στους υπόλοιπους ήρωες. Αν ακόμα κι ο Θεός μπορεί να πέσει ηρωικά από τα χέρια του Κακού, οι ημίθεοι έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν, όχι για τους ίδιους αλλά για τη σωτηρία των κοινών θνητών.
Ο Σνάιντερ προσεγγίζει τους κόμικ υπερήρωες μυθικά, ως αρχέτυπα που μάχονται για ιδανικά μεγαλύτερα από εκείνους, γι’ αυτό και κινηματογραφεί τα κατορθώματά τους με δέος. Κι αυτή η επαναφορά της αίσθησης του δέους απέναντι στους ήρωες και σε όσα απίθανα μπορούν να κάνουν είναι που ξεχωρίζει την ταινία του από τις αρκετά πιο μετρημένες ως προς αυτό το σκέλος παραγωγές της Marvel.
Το slow motion, που έχει καταστεί σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, επιστρατεύεται προκειμένου να θαυμάσουμε τους ήρωες, ένα εκτεταμένο φλασμπάκ φλερτάρει με την επική φαντασία, ενώ η μουσική του Junkie XL έχει μια διαρκή συναισθηματική φόρτιση που εξυπηρετεί αποτελεσματικά (και ενισχύει) τον μαξιμαλισμό του εγχειρήματος.
Με δεδομένα τα σεναριακά μοτίβα της απώλειας και της επικείμενης Αποκάλυψης, δεν υπάρχει χώρος για αστεία. Ο τόνος είναι σοβαρός και ενιαίος από την αρχή ως το τέλος – το πιστώνεις αυτό στον Σνάιντερ. Ακόμα και τα λιγοστά ευφυολογήματα εκφέρονται τόσο στεγνά, ώστε να μη μοιάζουν με ανάλαφρα διαλείμματα. Η γεωγραφία και η χορογραφία των σκηνών δράσης είναι ως επί το πλείστον ευδιάκριτες, ενίοτε γίνονται και συναρπαστικές, παρά την περιστασιακή κακοφωνία του ψηφιακού background.
Τέσσερις ώρες, όμως, θα ήταν πολλές ακόμα και για μια ταινία με πιο σύνθετη δραματουργία και πιο εξεζητημένη πλοκή από εκείνες που μας επιφυλάσσουν ο Σνάιντερ και οι συνεργάτες του. Υπάρχει σίγουρα μια πολύ πιο οικονομική και σφιχτοδεμένη εκδοχή δυόμισι ωρών του φιλμ, μα η οικονομία ποτέ δεν υπήρξε από τις αρετές του Σνάιντερ, που θέλει τα πονήματά του μεγαλόσχημα, βροντώδη και με μπόλικο λίπος, ώστε να χορτάσει ο πωρωμένος έφηβος nerd που κρύβει μέσα του.
Στον επίλογό του –πιο σωστά, στους επιλόγους του– ο Σνάιντερ θαρρείς πως δεν θέλει να εγκαταλείψει το σύμπαν που έχτισε μέχρι τέλους. Δίνει ακόμα ένα τυράκι στους φαν που τον στήριξαν με την επίμαχη σεκάνς στην οποία συμμετέχει ο Τζάρεντ Λέτο και εκτυλίσσεται σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν τύπου Mad Max, ενώ υπόσχεται ένα (φαινομενικά) άκρως ενδιαφέρον σίκουελ που δεν θα έρθει ποτέ. Εκτός κι αν το #BringBackTheSnyderVerse αποδειχτεί εξίσου δημοφιλές και πειστικό με το #ReleaseTheSnyderCut. Έχουν συμβεί και πιο παράξενα πράγματα.
Η ταινία προβάλλεται στις πλατφόρμες Cosmote TV και Vodafone TV.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.