Είναι ασύλληπτα δύσκολο αυτό που έχει καταφέρει ο Θανάσης Νεοφώτιστος με τη νέα του μικρού μήκους ταινία «Λεωφόρος Πατησίων». Όσοι ασχολούνται με την κινηματογράφηση γνωρίζουν ότι τα μονοπλάνα, οι σκηνές δηλαδή όπου η κάμερα ακολουθεί τη δράση χωρίς cut για αρκετά λεπτά, είναι από τις πιο εντυπωσιακές επιδείξεις σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ, ακριβώς επειδή το μοντάζ δεν μπορεί να παρέμβει (εκτός αν μιλάμε για τον Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου που γύρισε όλο το «Birdman» του, προ τετραετίας, ως ένα δίωρο ψευδο-μονοπλάνο – και τιμήθηκε με Όσκαρ). Σκηνοθέτες έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε αυτό το τέχνασμα, από τον Μπέλα Ταρ και τον Αλεξάντερ Σοκούροφ μέχρι τους αδερφούς Νταρντέν και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Εδώ λοιπόν ο Νεοφώτιστος χειρίστηκε το μονοπλάνο για να κινηματογραφήσει μια ιστορία απλή, αυτή μιας νεαρής ηθοποιού (δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό της) που, πηγαίνοντας σε μια σημαντική οντισιόν, βρίσκεται ξαφνικά σε τραγικό δίλημμα όταν ο μικρός γιος της τής τηλεφωνεί για να της πει ότι έχει μείνει μόνος στο σπίτι – και μπορεί να κινδυνεύει. Πέτυχε όμως, με αυτό τον τρόπο, μια κλιμάκωση που μέσα σε μόλις δώδέκα μόλις λεπτά δεν μπορείς να φανταστείς ότι μπορεί να συμβεί, καθώς καταφέρνεις να πάρεις ανάσα μόνο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Και το πέτυχε με μία μόνο λήψη, στην οποία ακόμα και ο ήχος της πρόζας ήταν ζωντανός!
Το να κάνω πολιτικό σχόλιο είναι το τελευταίο που ήθελα. Μακριά από μένα. Επειδή μεγάλωσα και ακόμα μένω εκτός κέντρου, την Αθήνα τη βιώνω κάπως σαν επισκέπτης. Για μένα είναι συγκλονιστική η ενέργειά της. Μέσα από το σινεμά ζεις κάποιες άλλες ζωές, είτε ως θεατής είτε ως δημιουργός. Στην πλατεία μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο γνώρισα ένα πολύ ενδιαφέρον μείγμα ανθρώπων: οι περαστικοί, τα παιδιά με τις κουκούλες από πίσω – ήθελα να το βιώσω αυτό.
Είχαν προηγηθεί, φυσικά, πολύμηνες πρόβες με την πρωταγωνίστριά του και τον διευθυντή φωτογραφίας, πάνω στη διαδρομή της Λεωφόρου Πατησίων που βλέπουμε στην ταινία, αλλά επειδή είχαν επιλέξει μια συγκεκριμένη «magic hour», την ώρα δηλαδή που σουρουπώνει, κι επειδή χρειάστηκε να επιστρατευτούν τουλάχιστον εβδομήντα κομπάρσοι, υπήρχε μόνο μία ευκαιρία για να γυριστεί το μονοπλάνο, την τελευταία Κυριακή του προηγούμενου Αυγούστου.
«Βάλαμε άπειρες τρικλοποδιές στον εαυτό μας. Είχαμε ντύσει με συγκεκριμένο τρόπο τόσους ανθρώπους, ήμασταν στα Εξάρχεια, στην Τοσίτσα, και προκαλούσαμε και από τις δύο πλευρές – και από την πλευρά των ανθρώπων των Εξαρχείων και από την αστυνομία. Φαντάσου ότι μετά το γύρισμά μας, ορμώμενα από αυτό που είχαμε κάνει, επειδή ήταν αρκετά αληθοφανές, τα παιδιά των Εξαρχείων συνέχισαν με τις δικές τους διαδηλώσεις – ενώ ήταν Κυριακή και όχι Σάββατο. Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα είχε ήδη νυχτώσει, δεν θα είχαμε άλλη ευκαιρία, την επόμενη μέρα δεν θα είχαμε καν την κάμερα» μου περιγράφει ο σκηνοθέτης, δυο μέρες πριν αναχωρήσει για τη Βενετία, όπου η ταινία θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, μαζί με άλλες 11 που επελέγησαν ανάμεσα σε χιλιάδες συμμετοχές από όλο τον κόσμο, διεκδικώντας το φετινό μεγάλο βραβείο των «Οριζόντων» για ταινία μικρού μήκους.
Με τον Θανάση είχαμε γνωριστεί πριν από 4 χρόνια στο Φεστιβάλ Δράμας, λίγες μέρες πριν από τον Χρυσό Διόνυσο κέρδισε τότε για τη φοιτητική του ταινία με τίτλο «Προσευχή», μια υπέροχη σπουδή για το bullying και τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής ταυτότητας.
Ακολούθησε, έναν χρόνο μετά, το αντίστοιχο βραβείο ταινίας ντοκιμαντέρ για τον «Πωγωνίσκο» του, που ήταν γυρισμένος στο χωριό του στην Ήπειρο.
Φέτος, ενώ αρχικά η ταινία του είχε συμπεριληφθεί στις συμμετοχές του Φεστιβάλ Δράμας, τελικά ο ίδιος αποφάσισε να την αποσύρει εξαιτίας του «συνωστισμού» των συμμετοχών, εξηγώντας σε επιστολή του που δόθηκε στη δημοσιότητα πως θεώρησε ότι δεν θα έχαιρε της προσοχής που της αξίζει. Καθώς κατανοώ απόλυτα αυτή του την απόφαση, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω αν το έκανε γιατί θεωρούσε ότι στη «Λεωφόρο Πατησίων» άξιζε μια καλύτερη τύχη σε κάποιο διεθνές φεστιβάλ – όπως και συνέβη.
Λεωφόρος Πατησίων (trailer)
«Κατ' αρχάς δεν ήξερα για τη Βενετία, ήταν πολύ νωρίς, δεν ήταν στρατηγικό το ζήτημα» μου απαντά. «Έτσι ένιωσα εκείνη τη στιγμή όταν είδα τον αριθμό των ταινιών, ήταν καθαρά δική μου απόφαση. Πιστεύω στην ταινία αυτή, όμως η ανασφάλεια ενός καλλιτέχνη είναι πάντα παρούσα. Ακόμα την έχω, κι ας έχει πλέον τη σφραγίδα της Βενετίας. Εξάλλου είχα φάει ήδη κάποια σκαμπίλια: στο Βερολίνο είχε μπει στη βραχεία λίστα αλλά φάγαμε άκυρο την τελευταία στιγμή και στις Κάννες δεν περάσαμε καν. Είχα στεναχωρηθεί πολύ, ειδικά με το Βερολίνο, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να παίξω αυτό το παιχνίδι. Η Βενετία ήταν μέσα στα τρία A's που θέλαμε και η επιτυχία της ήρθε όταν ήμουν πια σε ένα πιο γειωμένο επίπεδο».
Επιμένω και θέλω να μάθω αν του πέρασε από το μυαλό ότι δαγκώνει το χέρι που τον τάισε. «Εννοείται ότι τη Δράμα την αγαπώ – το έγραψα κιόλας, εκείνη με ανέδειξε. Δεν είναι λόγος αυτός όμως για να μην πω αυτό που αισθάνομαι. Όταν πήρα μέρος στη Δράμα διαγωνίζονταν 38 ταινίες, όχι 68».
Εν τω μεταξύ, η πρώτη ταινία που μου ήρθε στο μυαλό, παρακολουθώντας τη «Λεωφόρο Πατησίων» ήταν το «Τρέξε Λόλα Τρέξε» του Τομ Τίκβερ. Ο σκηνοθέτης επιβεβαιώνει και έντονες αισθητικές επιρροές από τα βιντεοπαιχνίδια ρόλων, στον τρόπο που η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας την ηρωίδα. «Παίζοντας συχνά τέτοια παιχνίδια, έχω μάθει να βιώνω μια ιστορία μέσα από ένα avatar» εξηγεί.
Η αρχική βερσιόν της «Λεωφόρου Πατησίων» ήταν μεγαλύτερη κατά μερικά λεπτά, γι' αυτό, παρ' ότι μονοπλάνο, ο Θανάσης ταλαιπωρήθηκε αρκετά στο στάδιο του μοντάζ μέχρι να αποφασίσει σε ποιο ακριβώς σημείο θα την ολοκληρώσει.
«Η κλιμάκωση της ταινίας προκαλεί αρκετό άγχος. Ο θεατής θα ερμήνευε το καθετί μετά από αυτή την κλιμάκωση με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Ακόμα και μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω να κρατούσα, το συναίσθημα θα ήταν τελείως διαφορετικό. Υπήρχαν και εσωτερικές σκηνές, το μονοπλάνο συνεχιζόταν και μέσα σε κτίριο, είχαμε σκηνικά, κοντινά – κόπηκαν όλα. Ήταν μεγάλο μάθημα για μένα αυτή η επιλογή» μου λέει, επιβεβαιώνοντας πως η αφαίρεση τελικά είναι η πιο δύσκολη διαδικασία στην τέχνη. Μερικά επιπλέον δευτερόλεπτα θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν όλο το συναίσθημα.
Κάποιος θα μπορούσε να αναγνώσει τη «Λεωφόρο Πατησίων» ως ένα σχόλιο πάνω στα κακώς κείμενα και την ασχήμια μιας πόλης στην οποία, κάθε στιγμή, όλα είναι πιθανά να συμβούν. Ο Θανάσης το αρνείται κατηγορηματικά και αντιτείνει ότι στην πραγματικότητα η ταινία του είναι ένα love letter για την Αθήνα:
«Το να κάνω πολιτικό σχόλιο είναι το τελευταίο που ήθελα. Μακριά από μένα. Επειδή μεγάλωσα και ακόμα μένω εκτός κέντρου, την πόλη τη βιώνω κάπως σαν επισκέπτης, κάθε φορά που κατεβαίνω. Για μένα είναι συγκλονιστική η ενέργειά της. Δεν την έχω ζήσει την Πατησίων κι έχοντας σπουδάσει αρχιτεκτονική, βλέπω τα κτίρια και γοητεύομαι βαθιά από αυτά. Μέσα από το σινεμά ζεις κάποιες άλλες ζωές, είτε ως θεατής είτε ως δημιουργός. Θα ήθελα να συμμετέχω σε όλες αυτές τις γωνιές και να νιώθω μέρος τους. Στην πλατεία μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο γνώρισα ένα πολύ ενδιαφέρον μείγμα ανθρώπων: οι περαστικοί, τα παιδιά με τις κουκούλες από πίσω – ήθελα να το βιώσω αυτό. Είχα στο μυαλό μου την Κατερίνα Γώγου, που είχε βγάλει τη συλλογή «Πάνω Κάτω η Πατησίων» και είχε φωτογραφηθεί εκεί, και την ταύτισα κάπως με την ηρωίδα μου. Ήταν κι εκείνη single μητέρα και ανήσυχη καλλιτέχνις».
Η «Λεωφόρος Πατησίων» είναι λοιπόν όλη δουλεμένη πάνω στην ηθοποιό Μαρίνα Συμέου που είναι και η ίδια Εξαρχειώτισσα και single μητέρα, είναι όμως αφιερωμένη στη μαμά του Θανάση που επίσης τον έκανε σε πολύ μικρή ηλικία. «Δεν ξεκίνησε συνειδητά έτσι όμως. Σκεφτόμουν πώς αλλάζουν οι επιλογές μας και οι στόχοι μας σε μια γρήγορη Αθήνα.
»Έτρεχα στην Πατησίων, τότε που ήμουν φοιτητής, και ξαφνικά περνά ένας καθηγητής που ήθελα να του μιλήσω. Τον χαιρέτησα, αλλά δεν σταμάτησε. Άλλαξα κατεύθυνση για να μπορέσω να τον ακολουθήσω κι έχασα ένα άλλο σημαντικό ραντεβού. Σκεφτόμουν μετά γιατί το έκανα. Με προβλημάτισε.
»Τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι με τον εαυτό μου, τον επεξεργάζομαι μέσω ψυχοθεραπείας, και ανακαλύπτω ότι (αυτές οι σκέψεις) ήταν μια πρόφαση. Έχει να κάνει πολύ με τη μαμά μου η ταινία. Μικρός ένιωθα ότι έπαιζε μεταξύ προτεραιοτήτων. Ενώ στην "Προσευχή" είχα ταυτιστεί απόλυτα με τον μικρό που έτρωγε το bullying, εδώ είμαι τελικά το παιδί στο τηλέφωνο. Είναι η μαμά μου η ηρωίδα».
Επόμενος στόχος του Θανάση είναι πλέον η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το προσωρινά τιτλοφορούμενο πρότζεκτ «Peter and the Wolf», πάνω στο οποίο δουλεύει ήδη εδώ και τρία χρόνια και βρίσκεται στο στάδιο της αναζήτησης χρηματοδότησης.
Διαβάζοντας γι' αυτό στη σελίδα του, βλέπω ότι έχει βάλει tag «coming-of-age gay story» και τον ρωτώ γι' αυτό τον προσανατολισμό. «Δεν θα είναι queer με τον τρόπο του "Call me by your Name". Εκτυλίσσεται στην Ήπειρο, υπάρχει σεξουαλική αναζήτηση, αφού μιλάμε για δράμα ενηλικίωσης, αλλά δεν είναι αυτό το βασικό του θέμα. Περισσότερο έχει να κάνει με ρίζες και καταγωγή επειδή είμαι κι εγώ στη φάση που αναπροσαρμόζω τις ρίζες μου. Όλα ξεκινούν από δικές μου αναζητήσεις, όσο ακόμα γράφω δικά μου σενάρια. ΟΚ, η "Προσευχή" ήταν σχεδόν βιογραφική. Μπορεί, στο μέλλον, όπως ο Λάνθιμος, τώρα με το "The Favourite", να σκηνοθετήσω κάτι έτοιμο, προσαρμόζοντας τον εαυτό μου σε αυτό» αποκρίνεται και γελάμε με τον συσχετισμό του με τον διάσημο Έλληνα σκηνοθέτη που θα βρίσκεται τις ίδιες μέρες στη Βενετία.
«Δεν ξέρω αν θα τον πετύχω, μακάρι, θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω στο Λίντο. Ο Λάνθιμος είναι το success story του χώρου μας. Για τώρα και για τα επόμενα πολλά χρόνια, θα είναι πρότυπο για κάθε Έλληνα κινηματογραφιστή, ανεξάρτητα από το αν σου αρέσουν ή όχι οι ταινίες του. Είναι σαν μάστιγα βέβαια, έχει δημιουργήσει τόσο μεγάλο κύμα, που ακόμα να ξεθυμάνει».
Όταν μου λέει αυτή την ατάκα, συνειδητοποιώ ότι γι' αυτό έχω ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή τον τρόπο που κάνει σινεμά ο Θανάσης – επειδή δεν έχει καμία σχέση με το σινεμά του Λάνθιμου – και είναι σπάνιο να βρεις νεαρό Έλληνα σκηνοθέτη που να μην έχει επηρεαστεί καθόλου. «Η τέχνη είναι και μόδα ενίοτε. Στην Ευρώπη πάντως, περιμένουν από εμάς τύπου Λάνθιμο, είναι στο peak του ακόμα το κύμα. Και ήταν στοίχημα για μένα αυτό. Η εύκολη λύση θα ήταν να κάνω κάτι παρόμοιο».
«Το ζούμε, ρε παιδάκι μου, με όλο του το μεγαλείο» καταλήγει ενθουσιασμένος, καθώς μου περιγράφει τα ρούχα που θα φορέσουν εκείνος και οι συνεργάτες του στο κόκκινο χαλί, δημιουργίες από σχεδιαστές όπως ο Vassilis Zoulias, ο Dante και η Orsalia Parthenis. «Θα είμαστε σχεδόν όλοι εκεί, είναι η πρώτη μου φορά στη Βενετία και καταλαβαίνεις... Δεν θέλω να φανώ ούτε μετριοπαθής ούτε ψωνάρα, αλλά θεωρώ ότι το αξίζαμε. Κατά τα άλλα, για μια selfie ζούμε!».
Κι εμείς για το Instagram story σου στο κόκκινο χαλί, Θανάση!
Info
Λεωφόρος Πατησίων
Μία παραγωγή της Αργοναύτες ΑΕ, σε συμπαραγωγή με την ΕΡΤ ΑΕ, με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου
Με τη Μαρίνα Συμέου
Σκηνοθεσία: Θανάσης Νεοφώτιστος
Σενάριο: Γιώργος Αγγελόπουλος, Θανάσης Νεοφώτιστος, Παύλος Σηφάκης
Παραγωγός: Ιωάννα Μπολομύτη
Executive Producer: Πάνος Παπαχατζής
Συνεργάτης Παραγωγός: Κυβέλη Short
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Φώτου
Ηχοληψία: Alejandro Cabrera, Γιάννης Αντύπας
Production Design: Θανάσης Νεοφώτιστος
Ενδυματολογία: Εύα Γαϊτανίδου
Μοντάζ: Πάνος Αγγελόπουλος
Σχεδιασμός Ηχου: Alejandro Cabrera
http://www.patisionavenue.com/
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Δαναό για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.