Η σοφή ρήση λέει ότι την επιτυχία δεν την αναλύεις, απλώς την αποδέχεσαι – και αυτό είναι σωστό, ωστόσο ακυρώνει πανέξυπνα την οποιαδήποτε πρόθεση ή ανάγκη να περιεργαστούμε από κοντά τα υλικά αυτής της επιτυχίας. Και αυτό είναι προβληματικό – και ισχύει και για το Maestro.
Στα πρώτα επεισόδια της τεράστιας τηλεοπτικής επιτυχίας, παρά τις όποιες διαφωνίες με το μυθοπλαστικό σύμπαν του δημιουργού Χριστόφορου Παπακαλιάτη, θα ήταν άδικη και ελλιπής η οποιαδήποτε κριτική. Τώρα που το story του Maestro μετρήθηκε, κρίθηκε και επιβιβάστηκε στην πλατφόρμα του Netflix –αυτό κι αν αποτελεί μετρητή επιτυχίας και επιβράβευσης- ας εστιάσουμε λίγο σε εκείνα για τα οποία, μέσα στους τόσους ύμνους, είτε δεν συζητήθηκαν ποτέ είτε αναφέρθηκαν μία φορά και στα γρήγορα για να μην κακοκαρδίσουν κανέναν που εντάσσεται στον συνεργατικό κύκλο του δημιουργού (μα, τι αγκύλωση κι αυτή!).
(Σ.Σ.: Στο Netflix η σειρά εντοπίζεται με τον τροποποιημένο τίτλο “Maestro In Blue”. Γι’ αυτή την αλλαγή έχουν υπάρξει διάφορες εικασίες, με επικρατέστερη εκείνη που λέει ότι η πλατφόρμα μέσα στο 2023 θα φιλοξενήσει τη νέα ταινία του Bradley Cooper, η οποία τιτλοφορείται “Maestro”.)
Το ρητό «καλύτερα να σπας τα μούτρα σου με κάτι αυθεντικά δικό σου, παρά να κάνεις σουξέ με μια απομίμηση» ή με σεναριακά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά «δάνεια», φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σύγχρονες περί επιτυχίας επιταγές.
Πάμε, λοιπόν, να σταθούμε σε τρεις παραφωνίες. Η μία διορθώνεται εύκολα. Οι άλλες δύο μάλλον όχι.
Τα στερεότυπα και το momentum
Πώς να μιλήσεις για την επαρχία, χωρίς να μην υπονοηθεί χαμηλό επίπεδο, εγκιβωτισμένη κουλτούρα και όχι πολλές ευκαιρίες; Είμαστε συνηθισμένοι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, τους ανθρώπους της περιφέρειας να τους θεωρούμε εξ ορισμού περιορισμένης καλλιέργειας. Αντιθέτως, η πόλη, αυτός ο παράδεισος των ευκαιριών, των Τεχνών και των Γραμμάτων, πάντα μπορεί να στείλει κάποιον παραστρατημένο / προβληματισμένο (και σίγουρα γραμματιζούμενο) πρωτευουσιάνο να φωτίσει τους επαρχιώτες, ε; Κι όμως, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η ελληνική επαρχία –κάποτε στεγνή και ζορισμένη, αλλά ούτε χαζή ούτε αγράμματη ούτε αγαθιάρα- έχει να μιλήσει για πολλές σημαντικές πολιτιστικές δράσεις και τής χρωστάμε πολλούς φωτισμένους των καιρών μας.
Μπορείς να την κατηγορήσεις για πολλά την περιφέρεια, όμως το στερεότυπο του άξεστου χωριάτη / νησιώτη είναι τόσο άδικο, τη στιγμή που στη σεπτή Αθήνα, όπως και σε όλες τις μεγαλουπόλεις του πολιτισμένου κόσμου, έχουμε να ντρεπόμαστε για πολλά, εμείς οι φωτισμένοι, κοσμοπολίτες, σπουδαγμένοι. Απλώς αυτό το στερεότυπο βοηθά την αφηγηματική πλοκή που θέλει τον καλλιεργημένο αστό να ήρθε στον γιδότοπο για να μοιράσει φως.
Και ύστερα είναι αυτό το σερί κλισέ που ακολουθεί καταιγιστικά και, που βάσει ερευνών και στατιστικών, δεν αφορά μόνο την περιφέρεια: ο σατράπης σύζυγος που κακοποιεί βάναυσα γυναίκα και παιδί, τα κλειστά στόματα και τα στραβά μάτια, οι πατεράδες που τρέμουν μήπως οι γιοι τους είναι γκέι, το ομοφοβικό μοτίβο του ομοφυλόφιλου που αναζητά γυναίκα – βιτρίνα στο πλευρό του για να καταφέρει να «επιζήσει» στο χωριό, ο τοπικός άρχων που είναι σίγουρα λαμόγιο και έχει βαμμένα τα χέρια του ακόμα και με αίμα...
Ποτέ δεν επιστρατεύτηκαν τόσα κλισέ μαζί, ώστε να «πουν» απολύτως υπαρκτές αλήθειες μεν, μόνο που συγνώμη, όλα αυτά δεν αφορούν μόνο την επαρχία. Και εδώ στην Αθήνα πέφτει άγριο συζυγικό / συντροφικό ξύλο και χάνονται ζωές, και εδώ στην Αθήνα πολιτικοί συλλαμβάνονται με τη γίδα στην πλάτη και εδώ στην Αθήνα πολλοί ομοφυλόφιλοι και από ονομαστές οικογένειες προχωρούν σε γάμους – βιτρίνα για να μην "πέσει" και διασυρθεί το οικογενειακό κάστρο και πάει λέγοντας. Είναι το momentum, αυτό που ζούμε τώρα φωναχτά και απεγνωμένα που προφανώς θα έπεισε τον δημιουργό να τα κλείσει όλα αυτά στην ίδια κατσαρόλα και να μην ανοίξει μύτη. Και η αλήθεια είναι ότι το έκανε με μαεστρία κατά τον τίτλο της σειράς του. Για να μιλήσεις για τόσα «τζιζ» θέματα, χωρίς να κάνεις σοβαρά λάθη και κυρίως χωρίς να σου την πέσει η περιφέρεια (ούτε καν η Αθήνα) επιλέγεις τους καλύτερους: μία αντάξια Emmy Καβογιάννη, ένα θρύλο που ακούει στο όνομα Χάρις Αλεξίου, έναν τρισμέγιστο Τσορτέκη και έναν υποδειγματικό –σε κόντρα ρόλο- Μουρατίδη και όλοι κοιτάνε εκεί – και δικαίως.
Το βάθος και η ουσία εδώ επικοινωνούνται από τις ερμηνείες, η σεναριακή επιφάνεια και οι όποιες αδυναμίες σκεπάζονται από την υπεραπόδοση των ηθοποιών, οπότε problem is solved. Επιπλέον, τα υψηλά νούμερα τηλεθέασης, το ορκισμένο κοινό και η αποθέωση στα social media –για τις ερμηνείες, κυρίως- βγάζει τρελό και φορέα μίας unpopular opinion, οποιονδήποτε θα επισημάνει τα κενά. Το πρόβλημα δεν λύθηκε απλώς. Εξαφανίστηκε.
Αν, μάλιστα, μετά την τόση φεμινιστική ανάλυση των τελευταίων χρόνων, αποπειραθεί κάποιος να επισημάνει τα θέματα της διαφοράς ηλικίας ανάμεσα στον περπατημένο πρωτευουσιάνο Πυγμαλίωνα και την –στο τσακ- ενήλικη μούσα του ή στην προβληματική “cool girl” δική της θέαση των πραγμάτων, τότε η όποια κριτική θα φλερτάρει με το γραφικό, θα καταπέσει ως γραφική. Οπότε, πού το πρόβλημα;
Η χαμένη ευκαιρία για ουσιαστικό κοινωνικό μήνυμα
Θα πρέπει να είσαι πραγματικά κακοπροαίρετος για να μην διακρίνεις και να μην αναγνωρίσεις, το πώς οι σκηνές κακοποίησης και ενδο-οικογενειακής βίας «χορογραφήθηκαν» και αποτυπώθηκαν με γνήσια αλήθεια και ταυτόχρονα προσοχή και ευαισθησία.
Οι σκηνές ξυλοδαρμού της Καβογιάννη, η αποτύπωση της ελληναράδικης πατριαρχικής βίας προς τον γιο «που προτιμώ να τον σκοτώσω, παρά να τον δω πούστη» είναι καταστάσεις γραμμένες στο DNA μας. Κάπως, κάπου, κοντά ή από απόσταση, όλ@ συναντηθήκαμε με αυτή την τραγωδία. Και επίσης, να το πιστώσουμε κι αυτό, λίγοι δημιουργοί σε ένα τόσο επιδραστικό και μαζικό Μέσο, όπως είναι η τηλεόραση κατόρθωσαν να μιλήσουν για τη σαπίλα που εκτρέφεται κυρίως στους οικογενειακούς κόλπους, όπως συνέβη στο Maestro.
Γράφτηκαν ύμνοι για την ερμηνεία της Καβογιάννη και τον ρεαλισμό που εμφύσησε ο Τσορτέκης σ’ αυτή τη συνθήκη, μίλησε η ίδια η ηθοποιός για την επίδραση αυτών των σκηνών στους τηλεθεατές, κανείς δεν αντιλέγει σε όλο αυτό. Όμως, εκεί που έχει ανοίξει ένα τόσο σημαντικό παράθυρο, μέσω μίας σειράς μυθοπλασίας –και μάλιστα ενώ έχουμε 21 γυναικοκτονίες μέσα στο 2022 και άπειρα περιστατικά ενδο-οικογενειακής βίας- ε, εκεί στο ίδιο παράθυρο, βγαίνει μια γειτόνισσα, τραβάει την κουρτίνα και τερματίζει τη συνομιλία. Τι εννοούμε: τώρα πια, κι αυτοί που αναγνωρίζουν τον όρο «γυναικοκτονία», αλλά και οι οπαδοί του σκληρού εγχώριου “whataboutism”, ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει στη διπλανή πόρτα. Κι αφού όλον αυτόν τον ζόφο τολμάμε να τον δείξουμε ωμά και στην τηλεόραση, αφού έχουμε τη σιγουριά ότι αυτή η «χορογραφία» βίας που θα παρουσιάσουμε θα συζητηθεί / θα συγκινήσει / θα μιλήσει σε καρδιές που τρώνε βουβά ξύλο για χρόνια / θα κάνει τηλεθέαση, ας κάνουμε το σωστό και στους τίτλους τέλους, ας βάλουμε τα τηλέφωνα φορέων που μπορούν να βοηθήσουν, να σώσουν, να αποτρέψουν το επόμενο θανάσιμο συζυγικό / συντροφικό χτύπημα.
Αφού τόσο η παραγωγή ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό το επίκαιρο ζήτημα, όφειλε αυτό να μην το ξεχάσει. Τόσο για τη Γραμμή Βοήθειας 15900, όσο και για άλλες γραμμές που αφορούν τη βοήθεια γκέι ατόμων που χρειάζονται υποστήριξη / καθοδήγηση, ακόμα και διάσωση. Πόσω μάλλον στις περίκλειστες κοινωνίες της περιφέρειας. Αυτό ειδικά στη δεύτερη σεζόν του “Maestro” ή “Maestro in Blue”, ό,τι προτιμάτε, καλό θα ήταν να διορθωθεί. Να περάσει και στο εξωτερικό το μήνυμα, ότι ναι, μυθοπλασία – μυθοπλασία, αλλά συζητάμε και αντιμετωπίζουμε σοβαρά αυτά τα ζητήματα, πέρα από την ερμηνευτική δεινότητα του cast που «καθαρίζει» λάθη και παραλείψεις.
Και κάτι τελευταίο, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη αβλεψία: ακούγοντας το σχετικό podcast του δημιουργού για το making off των σκηνών βίας, η αμηχανία του στην έκφραση, τη στιγμή που μιλούσε γι’ αυτές, ακόμα και η παραδοχή ότι ήταν ό,τι πιο δύσκολο έχει αντιμετωπίσει ποτέ κατά τη διάρκεια γυρισμάτων, με όλον τον σεβασμό, μαρτυρά απουσία σοβαρής συμβουλευτικής. Δυστυχώς, έχουμε φτάσει πολύ μακριά αυτού του είδους τις συζητήσεις, για να βασίζονται γυρίσματα τέτοιων σκηνών αποκλειστικά στο ταλέντο και την ευαισθησία του cast.
Τα... "δάνεια" και οι φωνές περί αντιγραφής
«It is better to fail in originality than to succeed in imitation», είχε αποφανθεί κάπου στα 1850 ο σπουδαίος Χέρμαν Μέλβιλ. Από τότε έχει τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι αναφορικά με το τι θεωρείται «δάνειο», τι θεωρείται «έμπνευση» και «επιρροή» και πού μιλάμε για αντιγραφή. Και φυσικά, ο αστικός μύθος θέλει τον δημιουργό να εμπνέεται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής του από εικόνες, πλάνα, αφηγηματικές μεθόδους και πάει λέγοντας ξένων συναδέλφων του.
Από το πρώτο επεισόδιο του “Maestro”, μέχρι το τελευταίο γράφτηκαν κατεβατά για το πόσο το εύρημα των διαφορετικών αφηγητών / κεντρικών προσώπων κάθε επεισοδίου θύμιζε “Clickbait” (σ.σ.: μια άλλη καλή σειρά του Netflix που δεν διαφημίστηκε ιδιαίτερα στη χώρα μας). Για το πόσο πολλές σκηνές θύμιζαν “Call me by your name” (ακόμα και η χρωματική παλέτα του αριστουργήματος του Λούκα Γκουαντανίνο "ενέπνευσε" αρκετά πλάνα της σειράς) και πάει λέγοντας.
Έχει καμία σημασία; Εξαρτάται από ποια πλευρά της βάρκας το βλέπεις. Αν είσαι δημιουργός μία μικρή σταγονίτσα ιδρώτα ξεκινάει να κυλάει από ψηλά στο κεφάλι και ταξιδεύει παγωμένη προς τη σπονδυλική στήλη. Ξέρεις ότι ανάμεσα στο «δανείζομαι» και το «εμπνέομαι» χωρά όλη η θάλασσα των Παξών (και βάλε) και η διευρυμένη συζήτηση μπορεί να καταλήξει στο υπεραπλουστευτικό «στην Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση» και να χάσεις το μυαλό σου.
Αν δεν είσαι δημιουργός, απολαμβάνεις τα κινηματογραφικής ποιότητας πλάνα του Ιονίου, τα γραφικά νησιώτικα στενά και τα παραμυθένια 360ο που χαρίζουν το κάτι παραπάνω στην αφήγηση. «Ναι, αλλά είναι αυτό σωστό;», αναρωτιέται ο θείος Μέλβιλ, κρυμμένος στις σκιές της συνείδησης, αλλά δεν θα βρεθούν και πολλοί πρόθυμοι να του απαντήσουν. Αυτό το ρητό ότι «καλύτερα να σπας τα μούτρα σου με κάτι αυθεντικά δικό σου, παρά να κάνεις σουξέ με μια απομίμηση» ή με σεναριακά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά «δάνεια» δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες –περί επιτυχίας- επιταγές. Αν δεν διαμαρτυρηθεί ποτέ η πηγή της έμπνευσης για αντιγραφή, σημαίνει ότι έγινε με μαεστρία, οπότε όσοι κοπανιούνται επί του συγκεκριμένου, ας σκούζουν όσο θέλουν. Απλό απλούστατο (και αυτό).
Και ύστερα–ας το δώσουμε κι αυτό- είχαμε πολλά χρόνια να δούμε ελληνικό σίριαλ έξω από τους 4 τοίχους ή έστω έξω από χιλιοχρησιμοποιημένα τηλεοπτικό στούντιο. Ένα κάτι που να μυρίζει ακριβή τηλεόραση (όχι απλώς ένα καλό σενάριο), φιλόδοξη και έτοιμη να μας τη ζητήσουν κι από άλλα κράτη. Κι αυτό από μόνο του είναι κατόρθωμα κι ας είναι –εν μέρει- κατόρθωμα σοβαρής (οικονομικής) επένδυσης.
Αυτό ας το κρατήσουν και οι υπόλοιποι τηλεοπτικοί σταθμοί για το μέλλον, καθώς εδώ και χρόνια υπάρχει η προβληματική αντίληψη ότι ένα καλό σενάριο και ένα καλό cast αρκεί για μια μεγάλη επιτυχία. «Μεγάλη» μπορεί, με φόντα για διεθνή καριέρα δεν μπορεί.