Στη νέα ταινία του Πολ Βερχόφεν, την πολυαναμενόμενη Μπενεντέτα (Benedetta), πρωταγωνιστεί η Βιρζινί Εφιρά, συμμετέχει, μεταξύ άλλων, κι ένα ιερό τέρας της υποκριτικής, η Σαρλότ Ράμπλινγκ, κατά γενική ομολογία, όμως, εκείνη που κλέβει την παράσταση είναι η Δάφνη Πατακιά – σ’ αυτό συναινούν κι αρκετές κριτικές από το εξωτερικό.
Η ταινία ακολουθεί την Μπενεντέτα Καρλίνι, μια μοναχή στο μοναστήρι της Πέσκια στην Τοσκάνη, που παίρνει υπό την προστασία της μια νεαρή γυναίκα κι οι δυο τους ξεκινούν μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Το πρώτο σαραντάλεπτο είναι σε full Βερχόφεν mode, σαρκαστικό, προβοκατόρικο, με τα ερωτικά οράματα της ηρωίδας με τον Ιησού να ξεσηκώνουν την αίθουσα, ενώ η συνέχεια είναι, παραδόξως, πιο συγκρατημένη, σε μια ιστορία για τη διαπλοκή θρησκείας, εξουσίας και σεξουαλικότητας.
Με αφορμή την πρεμιέρα της Benedetta στο πλαίσιο του 62ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συνάντησα τη Δάφνη Πατακιά και συζητήσαμε για τη συμμετοχή της στην ταινία.
Αυτός ο κλειστός χώρος γινόταν τελικά το μέρος όπου απελευθερωνόντουσαν και ξέφευγαν από την κυριαρχία του πατέρα τους, του άντρα τους, αποδεσμεύονταν από την πατριαρχική κοινωνία. Ήταν ένας χώρος όπου μπορούσαν να υπάρξουν και να πάρουν την εξουσία.
— Ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση που, φαντάζομαι, δεν σου έχουν κάνει ποτέ. Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Βερχόφεν;
Να σου πω την αλήθεια έχω ενθουσιαστεί τόσο πολύ που μου συνέβη αυτό το πράγμα, που κάθε φορά χαίρομαι να το ξαναλέω. Πέρασα από μια απλή διαδικασία casting, όπου βλέπουν αρκετό κόσμο και ζητούν να διαβάσεις δυο σκηνές από την ταινία. Πολύ σύντομα τον συνάντησα και κάναμε κι ένα screen test με τη Βιρζινί Εφιρά, για να εξετάσουν αν υπάρχει χημεία μεταξύ μας, και εκεί μου είπε επί τόπου «ωραία, τα λέμε στο γύρισμα».
Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Εκείνο που άργησε ήταν η έξοδος της ταινίας στις αίθουσες. Την γυρίσαμε το ’18, μεσολάβησαν ένας τραυματισμός του Βερχόφεν και η πανδημία, και τελικά έκανε την πρεμιέρα της φέτος το καλοκαίρι στο φεστιβάλ Καννών.
— Είχες διαβάσει το σενάριο πριν συμφωνήσεις να πρωταγωνιστήσεις στο φιλμ;
Ναι. Βασικά μετά το casting που ανέφερα βρισκόμουν στο Βερολίνο, με κάλεσαν και μου είπαν ότι θα μου στείλουν το σενάριο και ότι ο Βερχόφεν θέλει να με γνωρίσει και να τον συναντήσω την επόμενη μέρα στο Παρίσι. Τους είπα «ναι, εννοείται, τα λέμε», δεν ενημέρωσα ότι δεν βρισκόμουν στο Παρίσι, έκλεισα άμεσα εισιτήρια για εκεί και όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα διαβάζοντας το σενάριο. Στην πρώτη μας συνάντηση, μάλιστα, μου έδειξε και τα storyboards με όλες τις ερωτικές σκηνές, πρόσθεσε κι ότι το φιλμ θα έχει αρκετό γυμνό και με ρώτησε αν είμαι εντάξει με αυτό.
— Ξέρεις, συζητούσα την ταινία μετά την προβολή και αρκετοί ήταν αυτοί που στέκονταν στο γυμνό της. Και μου κάνει τρομερή εντύπωση που το έτος 2021 και ενώ έχουμε καταναλώσει τόσες γυμνές εικόνες, μπορεί ακόμα το γυμνό να προκαλεί συζητήσεις ή να θεωρείται και προκλητικό.
Αυτό, για μένα, είναι και λίγο ζήτημα βλέμματος. Το πώς είναι γυρισμένη μια ερωτική σκηνή δηλαδή, το πού τοποθετεί την κάμερα του πάνω σου ο σκηνοθέτης. Μπορεί μια σκηνή να μην έχει καν γυμνό και να είναι έτσι τοποθετημένη η κάμερα πάνω στον ηθοποιό που να τον κάνει να νιώθει άβολα. Κι αυτό είναι κάτι που δεν ένιωσα ποτέ με τον Βερχόφεν, τον εμπιστεύτηκα. Γιατί, έχοντας δει κάποιες ταινίες του, ήξερα ότι ποτέ μια ερωτική σκηνή δεν είναι εκεί αποκλειστικά για να δείξει κάποιας μορφής αισθησιασμό, εξυπηρετεί κάποιον άλλο σκοπό.
Για παράδειγμα, στο Βασικό Ένστικτο οι ερωτικές σκηνές δεν είναι αισθησιακές, υπηρετούν το σασπένς. Δεν παρακολουθείς καν πώς κάνουν έρωτα οι δυο πρωταγωνιστές, έχεις στο μυαλό σου τον παγοκόφτη και σκέφτεσαι διαρκώς «παναγία μου, τώρα θα τον σκοτώσει».
— Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση στην ηρωίδα σου. Ενώ κλείνεται σε μοναστήρι, πράξη που θεωρητικά σημαίνει περιορισμό στην ελευθερία της, στην ουσία για εκείνη αυτό συνιστά απελευθέρωση από τα δεσμά του πατέρα της.
Ξέρεις, αυτό το στοιχείο είχε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία, το «Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy» της Τζούντιθ Μπράουν. Κι εγώ είχα συνδυάσει το μοναστήρι με τον εγκλεισμό και την πειθαρχία, αλλά διαβάζοντας το βιβλίο, διαπίστωσα ότι οι γυναίκες της εποχής περνούσαν πολύ καλύτερα μέσα στο μοναστήρι, παρά έξω. Μπορούσαν να μάθουν να γράφουν, να διαβάζουν, ενίοτε έκαναν και σχέσεις μεταξύ τους, όπως στην ταινία.
Αυτός ο κλειστός χώρος γινόταν τελικά το μέρος όπου απελευθερωνόντουσαν και ξέφευγαν από την κυριαρχία του πατέρα τους, του άντρα τους, αποδεσμεύονταν από την πατριαρχική κοινωνία. Ήταν ένας χώρος όπου μπορούσαν να υπάρξουν και να πάρουν την εξουσία. Και το βλέπουμε κι αυτό στην ταινία, βλέπουμε γυναίκες πρόθυμες να πάρουν την εξουσία και κάνουν τα πάντα για να την πάρουν, είτε πρόκειται για εξουσία στο μοναστήρι, στο σώμα τους ή πάνω σε κάποιον άλλο.
— Έχει ενδιαφέρον που το λες αυτό, γιατί νομίζω ότι ο χαρακτήρας σου είναι ο πιο αγνός μέσα στο έργο σε σύγκριση με τους άλλους. Λειτουργεί με γνώμονα το ένστικτο και το συναίσθημα, τη μοναδική φορά που την ακούμε να λέει ψέματα είναι για να προστατεύσει την Μπενεντέτα.
Είναι σίγουρα ο χαρακτήρας που πατάει περισσότερο στη γη, είναι πιο γήινος, πιο ενστικτώδης από όλους. Σίγουρα η Μπενεντέτα είναι πιο πολύπλοκη και συχνά δεν καταλαβαίνουμε τα κίνητρα της. Γι’ αυτό και η Μπαρτολομέα, όπως λέγεται ο χαρακτήρας που υποδύομαι, ίσως είναι εκείνη με την οποία ταυτίζεσαι περισσότερο μέσα στην ταινία.
— Υπήρχε περιθώριο αυτοσχεδιασμού στο φιλμ ή ήταν όλα προσχεδιασμένα;
Καταρχάς να επισημάνω κάτι που με εντυπωσίασε στον Βερχόφεν. Μας έδινε οδηγίες στα γαλλικά, τα οποία δεν ήξερε και αρχικά έμαθε για τις ανάγκες του Elle. Έκανε εντατικά μαθήματα και πλέον τα μιλά άπταιστα. Και είναι αξιοσημείωτο ότι είναι ένας άνθρωπος 80 χρονών που μπήκε στη διαδικασία και έμαθε γαλλικά σε αυτή την ηλικία.
Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, ήταν όλα πολύ μελετημένα από πριν, πολλές φορές, όμως, μπορεί να σκεφτόμουν κάτι και να το δοκίμαζα και τελικά να το έβαζε μέσα. Σε έκανε να αισθάνεσαι συν-δημιουργός στην ταινία κι ότι δεν είσαι απλά μια μαριονέτα. Μας έδινε μεγάλη ελευθερία, όχι τόσο στα λόγια που θα πούμε, όσο στη διάθεση, στις κινήσεις κ.λπ. Στις πρόβες μας έλεγε να κάνουμε ό,τι θέλουμε κι έπειτα ερχόταν εκείνος και κρατούσε, διόρθωνε ή πρόσθετε πράγματα. Ήταν τόσο γενναιόδωρος.
Τον θυμάμαι να λέει κάποια στιγμή ότι το γύρισμα είναι μια δημοκρατική διαδικασία. Ρωτούσε τους πάντες τη γνώμη τους και δεν το έκανε τυπικά, τους άκουγε και, αν κάποια ιδέα του άρεσε, τη χρησιμοποιούσε.
— Την ταινία την έχεις δει. Εσύ τη βρίσκεις προκλητική;
Όχι, εγώ προσωπικά δεν τη βρίσκω προκλητική. Είναι, βέβαια, μια ταινία Βερχόφεν, ισορροπεί σε μια πολύ λεπτή γραμμή, που δεν ξέρεις αν το κάνει σκόπιμα – φυσικά το κάνει σκόπιμα. Κινείται ανάμεσα στο κιτς, στο camp, στο ερωτικό δράμα ή ακόμα και στην κωμωδία, πηγαίνει από το ένα είδος στο άλλο. Μπορεί το θέαμα να γίνεται πολύ σοβαρό και ταυτόχρονα εκείνος να το υπονομεύει με κάποιον τρόπο.
— Έχεις συνεργαστεί ήδη με Βερχόφεν, Λάνθιμο και Τόνι Γκάτλιφ. Ποιους άλλους σκηνοθέτες έχεις στην bucket list σου;
Ουφ, πάρα πολλούς. Η συνεργασία με πολλούς από αυτούς μου φαίνεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Τι να πω; Να πω ότι ο Πολ Τόμας Άντερσον είναι θεός; Είναι, και θα ήθελα πολύ να παίξω σε ταινία του.
Βασικά, επειδή μεγάλωσα στο Βέλγιο, αγαπώ πάρα πολύ τους Νταρντέν. Δεν έχω ζήσει προσωπικά τα θέματα για τα οποία μιλάνε, αλλά μεγάλωσα αισθανόμενη δέος γι’αυτούς. Η Ροζίτα ήταν η πρώτη ταινία που είδα και με τάραξε, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από το σινεμά τύπου Πειρατές της Καραϊβικής που παρακολουθούσα μικρή. Ακολουθούσε την ηρωίδα διαρκώς η κάμερα, δεν είχε μουσική υπόκρουση, ήταν κάτι πρωτοφανές για μένα. Οπότε θα ήταν όνειρο να παίξω σε ταινία των Νταρντέν.
Επίσης, έχω ένα casting τώρα, τις επόμενες μέρες με έναν σκηνοθέτη που θέλω πάρα πολύ να συνεργαστώ, αλλά δεν θα ήθελα να αναφέρω το όνομά του μην τυχόν και δεν συμβεί τελικά.
— Καλή επιτυχία, να ευχηθώ.
Όχι καλή επιτυχία, «σκατά, σκατά» πες.
— Το έχω ακούσει ξανά από φίλες ηθοποιούς. Μου έχουν πει να μη λέω ποτέ «καλή επιτυχία», να λέω «σκατά, σκατά». Είναι κάποια δεισιδαιμονία ή κάποιας μορφής παράδοση;
Είναι παράδοση και νομίζω ξεκίνησε από την Αγγλία. Οι θεατές πήγαιναν στις παραστάσεις με άμαξες και άλογα και τα άλογα τα έκαναν στην είσοδο, οπότε οι θεατές τα πατούσαν και γέμιζαν τον χώρο γύρω από τη σκηνή. Οπότε όσο περισσότεροι θεατές πήγαιναν, τόσα περισσότερα σκατά γέμιζε ο χώρος. Γι’ αυτό η συγκεκριμένη φράση συνδέθηκε με την επιτυχία της παράστασης. Σήμερα το χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι του χώρου κάθε φορά που θέλουμε να ευχηθούμε στον άλλο καλή επιτυχία.
— Μπορώ λοιπόν να σου ευχηθώ «σκατά, σκατά», χωρίς να σε βρίζω.
Σε ευχαριστώ πολύ. Μου φαίνεται κι αυτό σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, η συμμετοχή μου σε casting για ταινία αυτού του σκηνοθέτη, δεν θα το φανταζόμουν ποτέ πριν από μερικά χρόνια. Εντάξει, ούτε ότι θα κάναμε αυτή τη συζήτηση με αφορμή την ταινία του Βερχόφεν φανταζόμουν. Και νιώθω πραγματικά πολύ τυχερή για όσα μου έχουν συμβεί ως τώρα.
H ταινία «Μπενεντέτα» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες στις 18/11 από το Cinobo.