Τα χρόνια που ακολούθησαν την έκρηξη του ιταλικού νεορεαλισμού, τότε που και ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να ενηλικιώνεται, υπήρξαν δύο γυναίκες δημιουργοί που στάθηκαν επάξια στον ανδροκρατούμενο αυτό χώρο: Η Μαρία Πλυτά και η Λίλα Κουρκουλάκου. Κι αν η Πλυτά ξεκίνησε ως μυθιστοριογράφος για να ασχοληθεί εκτενώς στη συνέχεια με ιστορικά δράματα και ταξικά μελό, η - κατά μία γενιά νεότερη της - Κουρκουλάκου πρόσφερε θέματα σύγχρονα και συγκινήσεις άλλης ποιότητας στο ελληνικό σινεμά.
Ανατρέχω σε σκόρπιες συνεντεύξεις της σκηνοθέτιδας στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Θυμάμαι ακόμη και το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που γύρισε γι'αυτήν ο Νώντας Σαρλής πριν μερικά χρόνια - ούτε δεκαετία δεν θά'ναι. Παντού η Κουρκουλάκου, μία κομψή και καλοστεκούμενη κυρία, παρά την προχωρημένη ηλικία της, ήθελε να την αποκαλούν ''Λίλα''. Καμία σπουδαιοφάνεια εκ μέρους της, αυτή που ακολούθησε το όνειρο της και σε ηλικία 20 ετών, το 1950, έφυγε για τη Ρώμη, προκειμένου να σπουδάσει σκηνοθεσία του κινηματογράφου.
Η ύψιστη επιβράβευση έρχεται για την Κουρκουλάκου και το ''Νησί της Σιωπής'' με την επίσημη συμμετοχή του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1958 - μία μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία για τη χώρα μας, που θα επαναλαμβανόταν με την εκπροσώπηση της από την επόμενη ταινία της Κουρκουλάκου, τον ''Κομήτη του Χάλεϊ'' (1962), σε άλλα δύο διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου στην Ισπανία και τις ΗΠΑ!
Το όνειρο της Κουρκουλάκου δεν περιείχε τα παραμύθια που τάιζε το κοινό της εποχής ο ελληνικός κινηματογράφος. Δεν την ενδιέφερε ο φτωχός να κερδίσει λαχείο και να γίνει πλούσιος, ούτε να παντρευτεί την ωραία κόρη του πλούσιου, ούτε καν να καταξιωθεί κοινωνικά με την εργατικότητα και τις ικανότητες του - ''τα πράγματα τότε δεν ήταν και πολύ έξυπνα'' είχε πει ευφυώς κάποτε και ο Νίκος Κούνδουρος για εκείνη την περίοδο. Υπό αυτή την έννοια, η Κουρκουλάκου υπήρξε η πρώτη που τα έβαλε ανοιχτά με τον μικροαστισμό και τον καθωσπρεπισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, σε εφηβική ηλικία, η Κουρκουλάκου μαγεύεται από τον κυνηγημένο ''φτωχοδιάβολο'' του Θεάτρου Σκιών, τον Καραγκιόζη. Λίγο αργότερα, η μαγεία αυτή μετουσιώνεται σε επιθυμία για δημιουργία εικόνας, ερχόμενη σε επαφή με τα αριστουργήματα των Ιταλών πρωτοπόρων: Του Βισκόντι, του Ντε Σίκα και του Ροσσελίνι. Αρχίζει να ψάχνει πρεσβείες ξένων χωρών στην Ελλάδα με σκοπό τις κινηματογραφικές σπουδές στο εξωτερικό.
Καταφέρνει να γίνει δεκτή στο Κέντρο Πειραματικού Κινηματογράφου της Ρώμης κατόπιν εξετάσεων, κάτι που δεν ίσχυε για τους άρρενες συναδέλφους της. Ζει από κοντά το παραμύθι της: Ένα νέο κορίτσι κυκλοφορεί στα στούντιο της Τσινετσιτά και έχει την ευκαιρία να συνομιλεί καθημερινά με σκηνοθέτες και ηθοποιούς - μεγαθήρια της 7ης Τέχνης. Κι όμως! Είναι τέτοια η φύση της τέχνης αυτής, ώστε η Κουρκουλάκου εντυπωσιάζεται από τα προβλήματα των λαϊκών ανθρώπων και τη ζουρναλίστικη καταγραφή των αδιεξόδων τους. Η όποια καριέρα της χτίζεται από νωρίς πάνω στο πάθος της για τον νεορεαλισμό.
Σε ένα πέρασμα της από την Ελλάδα, το διάστημα 1953 - 54, η Κουρκουλάκου μεταβαίνει στην Κρήτη για διακοπές, όπου ένας καπετάνιος της μιλάει τυχαία για το ''κοντινό νησί'' των απόκληρων. Η φαντασία και ο ουμανισμός της εξάπτονται. Ναυλώνει καΐκι και επισκέπτεται τη Σπιναλόγκα. Περνάει λίγες μέρες μεταξύ των λεπρών κατοίκων, που τους αντιμετωπίζει και την αντιμετωπίζουν με αισθήματα φιλίας και αγάπης.
Από τότε τής μπαίνει η ιδέα να γυρίσει μία ταινία για το ''νησί'' με μόνο σκοπό να δημοσιοποιήσει τις απάνθρωπες πρακτικές ενός φοβικού κρατικού καθεστώτος. Την επιθυμία της εντείνει και το βιβλίο με τον τίτλο ''Σπιναλόγκα'' που έπεσε στα χέρια της, του Κρητικού κομμουνιστή συγγραφέα Θέμου Κορνάρου (1907 - 1970). Μεγάλο ρόλο έπαιξε στην όλη ιστορία, όπως θα αφηγηθεί η ίδια χρόνια μετά, και η γνωριμία της με τον Γάλλο ποιητή και φιλόσοφο Ραούλ Φολερό, υπέρμαχο των δικαιωμάτων των χανσενικών ανθρώπων!
Καθ' όλη την επόμενη διετία (1954 - 55), η Κουρκουλάκου οργανώνει τα γυρίσματα, αντλώντας στοιχεία από συζητήσεις με τους κατοίκους της Σπιναλόγκας. Χρήματα δεν υπήρχαν, η παραγωγή θα χαρακτηριζόταν ανεξάρτητη με τα σημερινά δεδομένα, αλλά το πάθος περίσσευε. Ένα πάθος που μοιράστηκαν μαζί της οι ηθοποιοί Ορέστης Μακρής, Γιώργος Καμπανέλλης και η Νίνα Σγουρίδου - η Σγουρίδου υπήρξε η πρώτη επιλογή του Μιχάλη Κακογιάννη για το ρόλο της θρυλικής Στέλλας, αλλά αποχώρησε κι έτσι αντικαταστάθηκε από τη Μελίνα Μερκούρη με το, φαινομενικά αντικινηματογραφικό, ''μεγάλο στόμα''. Τελικά, χρηματοδοτούμενη από την οικογένεια της, η Κουρκουλάκου ξεκινάει να γυρίζει την ταινία, κάνει μια παύση μεταξύ 1956 - 57, λόγω έλλειψης πόρων, και το ''Νησί της Σιωπής'' ολοκληρώνεται στα τέλη του 1957.
Το στόρι αφορούσε τον αγώνα ενός ζευγαριού νέων γιατρών για την αντιμετώπιση της λέπρας στο νησί. Το δράμα μεγαλώνει με τη μόλυνση του άντρα. Παράλληλα μεγαλώνει και η ελπίδα για την εξεύρεση του νέου φαρμάκου που θα απαλύνει τον πόνο τόσων ανθρώπινων έγκλειστων ψυχών. Μέσα σε όλο αυτό το ήδη ''βαρύ'' θέμα για την ψυχολογία του μέσου Έλληνα θεατή, η σκηνοθέτιδα σπάει τα ταμπού, δείχνοντας ένα ζευγάρι λεπρών να κάνουν έρωτα! Από τη μια, η κριτική κατακεραυνώνει την Κουρκουλάκου ως δημιουργό βέβηλων εικόνων που ταράζουν τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας του καιρού. Ο φόβος κυριαρχεί. Θεατές λαϊκών συνοικιών αρνούνται να δουν την ταινία μήπως και...κολλήσουν την αρρώστια. Απ' την άλλη, υπάρχουν και κάποιοι που εξάρουν την ανθρώπινη ματιά της και την τολμηρή διάσταση που έδωσε σε ένα θέμα - μαύρη σελίδα στην ιστορία του εγχώριου Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Η ύψιστη επιβράβευση έρχεται για την Κουρκουλάκου και το ''Νησί της Σιωπής'' με την επίσημη συμμετοχή του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1958 - μία μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία για τη χώρα μας, που θα επαναλαμβανόταν με την εκπροσώπηση της από την επόμενη ταινία της Κουρκουλάκου, τον ''Κομήτη του Χάλεϊ'' (1962), σε άλλα δύο διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου στην Ισπανία και τις ΗΠΑ!
Στην ταινία έπαιζε και ο Γιάννης Σπαρίδης, συγκλονιστικός στον ''σοβαρό'' του ρόλο, αυτόν του λεπρού που αποπειράται να κλέψει μορφίνες για να απαλύνει τον πόνο της αρρώστιας
Όλο αυτό το διάστημα, η Ελληνίδα σκηνοθέτιδα διατηρεί δεσμούς επαγγελματικούς με την Ιταλία: Από το 1954 υπήρξε παραγωγός στο ραδιόφωνο της RAI και από το 1956 ήταν καλλιτεχνική διευθύντρια Αρχαίου Δράματος στο Θέατρο των Συρακουσών στη Σικελία.
Τα επόμενα χρόνια η Λίλα Κουρκουλάκου, μόνιμα εγκατεστημένη στη χώρα της, επιδίδεται στο δημιουργικό ντοκιμαντέρ με θέματα παρμένα από την πολιτική ιστορία, την ποίηση και τη λογοτεχνία. Γυρίζει περισσότερα από τριάντα ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ξεχωριστό είναι το πορτραίτο του ''Ελευθέριου Βενιζέλου'' το 1966: Ένα υποδειγματικό ντοκιμαντέρ, όπου για πρώτη φορά στοιχεία μυθοπλασίας μπαίνουν εμβόλιμα σε μία ταινία τεκμηρίωσης με τις αφηγήσεις του Στέφανου Ληναίου και του Χρήστου Τσάγκα, μεταξύ άλλων, τις απαγγελίες του Νότη Περγιάλη, τη μουσική επιμέλεια του Χρήστου Μουραμπά, αλλά και με τις κινηματογραφήσεις των τότε συγκροτημάτων της Δόμνας Σαμίου και του Νίκου Ξυλούρη!
Η Λίλα Κουρκουλάκου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών (αλλού εμφανίζεται γεννημένη το 1930 και αλλού το 1936), αντιμετωπίζοντας προβλήματα από ένα παλαιότερο τροχαίο ατύχημα. Ενδεικτικό της ανθρώπινης ποιότητας της είναι το ότι για πολλά χρόνια αφότου έκλεισε η Σπιναλόγκα φιλοξενούσε χανσενικούς στο σπίτι της, ενώ τη δεκαετία του 1970 είχε προσλάβει ως λογιστή της έναν πρώην λεπρό. Αφιέρωσε μία σεμνή και διακριτική ζωή στην καταπράυνση του ανθρώπινου πόνου. Η Λίλα Κουρκουλάκου ήταν η φωνή των ''καταραμένων'' της Ελλάδας και γι'αυτή της την ιδιότητα θα μνημονεύεται πάντα.
σχόλια