Να ξεκαθαρίσουμε πρώτα κάτι, επειδή παρεξηγείται συχνά. Το σινεμά είναι διαφορετικό μέσο από τη λογοτεχνία, έχει τους δικούς του κανόνες και σε αυτούς οφείλει πίστη. Κατά τη διασκευή ενός βιβλίου, πρώτα σε σενάριο και έπειτα σε κινηματογραφική ταινία, ο δημιουργός οφείλει να προσαρμόσει το κείμενο στις ανάγκες του μέσου με τη μέθοδο της αφαίρεσης και της συμπύκνωσης. Μια καλή και «πιστή» μεταφορά δεν συνεπάγεται ότι ο διασκευαστής θα ακολουθήσει κατά γράμμα τις σελίδες του βιβλίου και θα τις οπτικοποιήσει αλά «Κλασικά εικονογραφημένα». Πιστή μεταφορά σημαίνει ότι προσπάθησε και κατάφερε να μεταφέρει το πνεύμα του βιβλίου, προσαρμόζοντάς το στο μέσο που υπηρετεί.
Ως προς το πνεύμα, αν, για παράδειγμα, κάποιος αναλάβει να διασκευάσει την κορύφωση του δράματος της Καινής Διαθήκης και η διασκευή του ακολουθεί τη φιλοσοφία και τη ρεβανσιστική μανία του κειμένου, έχει αποτύχει παταγωδώς – γι’ αυτό και το Passion του Μελ Γκίμπσον είναι μια επαίσχυντη ταινία στα δικά μας μάτια. Παραμένοντας στο ίδιο μήκος κύματος, αν ένας δημιουργός διασκευάσει τους Άθλιους, όπου, μεταξύ άλλων, έχουμε τη σύγκρουση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης –την πρώτη εκπροσωπεί ο Ιαβέρης, τη δεύτερη ο Γιάννης Αγιάννης–, και βάλει τον Αγιάννη να δολοφονεί βάναυσα τον Ιαβέρη, τότε δεν κατάλαβε τι διάβασε ή απλώς είναι κάφρος.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Κολομβιανού συγγραφέα, θα μπορούσες καταχρηστικά να ισχυριστείς πως ήρθες αντιμέτωπος με ολόκληρη κοσμογονία, με ένα απέραντο σύμπαν που υπόσχεται απρόσμενες εκπλήξεις. Μάλλον ζητάμε πολλά από τη σειρά, όταν ακόμα και το Μακόντο της δείχνει οριακά κατοικήσιμο.
Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις όπου ο δημιουργός άνοιξε εσκεμμένα διάλογο με το πρωτότυπο κείμενο ή διεύρυνε το εκτόπισμά του με τις τροποποιήσεις του. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Λάμψης του Κιούμπρικ και των διαφοροποιήσεών της από την απλή ηθική ιστορία του Στίβεν Κινγκ, αλλά δεν θα επεκταθούμε περισσότερο, για να μη μακρηγορήσουμε.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν συνιστά ελάττωμα της κατά Netflix μεταφοράς του Εκατό χρόνια μοναξιά η απόφαση να μην ξεκινήσει η δράση in medias res, όπως στο βιβλίο, όπου ο γυρολόγος Μελκιάδες σαγηνεύει τον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία με τα «θαύματα» της τεχνολογίας, αλλά να προτιμηθεί η γραμμική αφήγηση, με αφετηρία τη γνωριμία του τελευταίου με τη σύζυγό του Ούρσουλα. Άλλωστε, τα διαπιστευτήρια της αγάπης τους για το βιβλίο οι δημιουργοί τα δίνουν με το καλημέρα, δείχνοντάς μας το γενεαλογικό δέντρο των Μπουενδία που μας καλωσορίζει στις σελίδες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, εκείνο στο οποίο ανατρέχαμε όποτε μπερδευόμασταν από τη χειμαρρώδη αφήγηση του Κολομβιανού λογοτέχνη και από την έλλειψη φαντασίας της οικογένειας Μπουενδία ως προς την ονοματοδοσία.
Ούτε παρανόηση ή σκόπιμη αλλοίωση της φύσης του βιβλίου διαγνώσαμε στα πρώτα επεισόδια της σειράς, όπως στην περίπτωση της ατυχούς μεταφοράς του Έρωτα στα χρόνια της χολέρας, όπου ο Μάικ Νιούελ και οι συνεργάτες του διέκριναν στο βιβλίο μόνο μια μακρόχρονη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα αντί για μια σύνθετη πραγματεία περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, και συρρίκνωσαν το μέγεθός του. Ελάττωμα ή, πιο σωστά, έλλειμμα της σειράς είναι ότι απουσιάζουν νευραλγικά στοιχεία της πρόζας του Μάρκες, δηλαδή η επικότητα, το χιούμορ και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τον μαγικό ρεαλισμό.
Ως προς την επικότητα, ως γνωστόν, όταν δεν σε διέπει γνήσια επική στόφα, μπορούν να σε ξελασπώσουν η παραγωγή και η καλλιτεχνική διεύθυνση, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου. Διαβάζοντας το βιβλίο του Κολομβιανού συγγραφέα θα μπορούσες καταχρηστικά να ισχυριστείς πως ήρθες αντιμέτωπος με ολόκληρη κοσμογονία, ένα απέραντο σύμπαν που υπόσχεται απρόσμενες εκπλήξεις. Μάλλον ζητάμε πολλά από τη σειρά, όταν ακόμα και το Μακόντο της δείχνει οριακά κατοικήσιμο.
Ως προς το χιούμορ, δεν υπήρξε τονική αφομοίωση ή σχετική σεναριακή μέριμνα. Μεγάλο κρίμα, γιατί διαβάζοντας Μάρκες νιώθεις ανά στιγμές να υπονομεύεται εκείνο που μόλις γράφτηκε, φαντάζεσαι τον συγγραφέα να γελά με τα ανθρώπινα πάθη και παθήματα όχι σαν ένας αφηγητής Θεός που μας κοιτά και μας κρίνει από ψηλά αλλά σαν ένας από εμάς.
Τέλος, στον μαγικό ρεαλισμό που πρεσβεύει ο Μάρκες δεν διεισδύει το μαγικό στοιχείο στην πραγματικότητα, η μαγεία είναι αναπόσπαστο μέρος της πραγματικότητας. Για να συγχρονιστούν με τον τρόπο του Μάρκες οι συγκεκριμένες σκηνές χρειαζόταν μια straight-faced προσέγγιση, έστω και με κίνδυνο αποξένωσης μερίδας του κοινού σε αρχικό στάδιο – μετά θα συνήθιζαν. Αντίθετα, οι δημιουργοί της σειράς επέλεξαν έναν αλαφροΐσκιωτο δρόμο, ας πούμε πιο κοντά σε εκείνον ενός Ζαν-Πιερ Ζενέ.
Αυτά για όσους θέλουν να δουν Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην οθόνη. Ιδωμένα αυτόνομα, τα 100 χρόνια μοναξιά του Netflix είναι μια σειρά πολύ προσεγμένη, ευλογημένη με την ευρηματική σκιαγράφηση της μεγάλης ανθρώπινης περιπέτειας από τον συγγραφέα και με τις απίθανες επιμέρους ιστορίες που σκαρφίστηκε. Σύμφωνοι, επικότητα στο βλέμμα δεν έχει, εξαιρουμένου ίσως του μονοπλάνου της γυμνής περιπλάνησης του λιλιπούτειου Χοσέ Αρκάδιο στο Μακόντο, εξαιρετική ιδέα για να προκληθεί δέος στον θεατή, σε πείσμα πλημμελειών της παραγωγής – δυστυχώς δεν είδαμε άλλες αντίστοιχες στα πρώτα τρία επεισόδια. Διαθέτει όμως βιρτουοζιτέ, με τον φακό να μιμείται συχνά τις δουλειές του Εμάνουελ Λουμπέσκι, και αξιοποιεί το βάθος πεδίου, συνήθεια που φθίνει όχι μόνο στην τηλεόραση αλλά ακόμα και στο σινεμά – σκέψου ότι σε streaming παραγωγές του 2024 την αρετή αυτή διέθεταν μόνο το Ripley και το Disclaimer, αμφότερες, όχι τυχαία, από τις εξέχουσες στιγμές της φετινής σοδειάς.
Πρόκειται, δηλαδή, για τη σπάνια καλή σειρά σε παραγωγή Netflix – το προαναφερθέν Ripley προοριζόταν αρχικά για το Paramount+ και εξαγοράστηκε από την πλατφόρμα. Πιστεύουμε ότι θα ικανοποιήσει τους συνδρομητές, οι οποίοι πήραν ακόμα μία δόση λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού πριν από λίγες εβδομάδες με τη διασκευή του Pedro Paramo. Ταυτόχρονα, όμως, επιβεβαιώνει την πίστη του συγγραφέα πως το βιβλίο του ήταν πλασμένο αποκλειστικά για το λογοτεχνικό μέσο, πως ήταν φύσει αδύνατο να μεταφερθεί στην οθόνη, τουλάχιστον όχι δίχως να λυθεί ο γόρδιος δεσμός της κινηματογραφικής μετάφρασης της πρόζας.
Απ' όσους δημιουργούς επιχείρησαν στο παρελθόν να το διασκευάσουν, μόνο ο Σέρτζιο Λεόνε έμοιαζε κατάλληλος για να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με το «κτήνος», να συλλάβει το μέγεθος, να ενσωματώσει το χιούμορ και τον σαρκασμό, να αναπλάσει την υφή, να ράψει τις λέξεις του Μάρκες σε κουστούμι κινηματογραφικό και να μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Και με τη συνδρομή των επουράνιων μελωδιών του Ένιο Μορικόνε, ο Λεόνε θα έδειχνε τον δρόμο σε μελλοντικές μεταφορές Μάρκες, όπως αυτή εδώ.
Ξέφυγε η φαντασία μας, θα μπορούσε κάποιος να μας πει ότι τα μεγάλα αριστουργήματα που δεν γυρίστηκαν ποτέ έμειναν αριστουργήματα γιατί τα πλάσαμε στο μυαλό μας όπως θέλαμε, φέρνοντας ως (αντι)παράδειγμα το πρόσφατο Megalopolis. Κι εμείς θα του απαντούσαμε ότι προτιμούμε χίλιες φορές δημιουργίες που στοχεύουν σε κορυφές απάτητες με κίνδυνο να διαπράξουν ύβρη και να γκρεμοτσακιστούν παρά όσες ακολουθούν ψυχαναγκαστικά μια ασφαλή, προδιαγεγραμμένη πορεία. Άλλωστε και ο Μάρκες με το βιβλίο αυτό εκεί στόχευσε, κατορθώνοντας να καρφώσει τη σημαία του στο όρος Έβερεστ της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα.
Αλλά οι περισσότεροι συνδρομητές του Netflix μάλλον θα διαφωνήσουν μαζί μας. Από μια πλευρά, ίσως ξέρουν καλύτερα. Και σίγουρα γνωρίζουν καλύτερα τις απαιτήσεις τους από μια σειρά της πλατφόρμας, τις οποίες μπορεί να καλύψει ετούτη η μεταφορά του 100 χρόνια μοναξιά.
Η σειρά «100 χρόνια μοναξιά» θα ολοκληρωθεί σε δυο σεζόν 8 επεισοδίων, με την πρώτη να προστίθεται στον κατάλογο του Netflix στις 11 Δεκεμβρίου. Για τις ανάγκες του παρόντος είδαμε τα τρία πρώτα επεισόδια.