Ο ΕΡΡΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες, στις 21 Ιανουαρίου, στα 84 χρόνια του, ήταν/είναι ένας από τους αγαπημένους μας έλληνες σκηνοθέτες.
Αυτό το έχουμε δείξει ήδη δύο φορές, με τα κείμενά μας για τις ταινίες του «Εφιάλτης» (1961) και «Αναζήτησις...» (1972), εδώ στο LiFΟ.gr, ενώ τώρα θα επιχειρήσουμε να γράψουμε και για μια τρίτη ταινία του, την αισθηματική «Εκείνος κι’ Εκείνη» (1967), που γυρίστηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1966, στο φοινικόδασος Βάι, στην ΒΑ Κρήτη (κοντά στη Σητεία), σε άλλα σημεία της Κρήτης, όπως και στην Αθήνα.
Φυσικά, το «Εκείνος κι’ Εκείνη» δεν έχει την αξία του «Εφιάλτη» ή της «Αναζήτησις...», αλλά δεν παύει να είναι μια διαφορετική ταινία. Όπως όλες οι ταινίες του Ερρίκου Ανδρέου ήταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, διαφορετικές. Και αυτό είναι το κυριότερο και το περισσότερο, που αξίζει να συγκρατήσουμε από την πορεία αυτού του σκηνοθέτη στον ελληνικό κινηματογράφο. Πως, πάντα, επιχειρούσε να προτείνει κάτι διαφορετικό, ασχέτως της καλλιτεχνικής ή εμπορικής επιτυχίας των έργων του.
Και όμως το «Εκείνος κι’ Εκείνη» δεν είναι μια τουριστική, έστω και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, ταινία, αλλά μία καθαρά... αντι-τουριστική! Και αυτό το στοιχείο είναι ό,τι την έκανε τότε, όπως και σήμερα, να ξεχωρίζει.
Το «Εκείνος κι’ Εκείνη» το θυμούνται όλοι, φυσικά, λόγω του λαμπερού πρωταγωνιστικού ζευγαριού, της Τζένης Καρέζης και του Φαίδωνα Γεωργίτση (η Καρέζη δεν ήταν ποτέ ωραιότερη στο σινεμά), ενώ άλλοι μπορεί να θυμούνται την ταινία για τις εικόνες με τις αμόλυντες (ακόμη τότε) φυσικές ομορφιές της Κρήτης ή περαιτέρω και για την ωραία μουσική τού Γιάννη Μαρκόπουλου, και τα ακόμη ωραιότερα τραγούδια του.
Την ταινία, τώρα, ορισμένοι μπορεί να την εντάξουν στο πλαίσιο των τουριστικών της εποχής –όταν ο τουρισμός άρχιζε να δείχνει, για πρώτη φορά, τα δόντια του– μαζί, ας πούμε, με τις ταινίες του Γιώργου Σκαλενάκη «Διπλοπεννιές» (1966), «Ντάμα Σπαθί» (1966) και «Επιχείρησις Απόλλων» (1968), τα ανάλογα ντοκιμαντέρ του Φράνσις Κάραμποτ, αλλά και με ουκ ολίγες άλλες εμπορικές παραγωγές, που γυρίζονταν στα νησιά, εκείνη την εποχή («Γοργόνες και Μάγκες» κ.ά.), προβάλλοντας τις ομορφιές της χώρας. (Περιττό να το πούμε πως πολλές απ’ αυτές τις ταινίες παίζονταν, την ίδιαν εποχή, και στο εξωτερικό).
Και όμως το «Εκείνος κι’ Εκείνη» δεν είναι μια τουριστική, έστω και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, ταινία, αλλά μία καθαρά... αντι-τουριστική! Και αυτό το στοιχείο είναι ό,τι την έκανε τότε, όπως και σήμερα, να ξεχωρίζει.
Δεν ξέρουμε μάλιστα, μπορεί να είναι η ιδέα μας, αλλά η συγκεκριμένη ταινία δεν δείχνει να είναι από τις αγαπημένες των τηλεοπτικών καναλιών. Μπορεί να τους φαίνεται βαρετή (και ίσως να είναι κάπου...). Πως δεν θα «τραβήξει» τον κόσμο. Πιθανώς να υπάρχουν και άλλοι λόγοι...
Το εντυπωσιακό με τον Ερρίκο Ανδρέου, και με τον συν-σεναρίστα του Πάνο Κοντέλη, είναι πως αντιμετωπίζουν, στην ταινία, τον τουρισμό σαν απειλή! Κάτι, που το δείχνουν συνεχώς και με όσο πιο ξεκάθαρο τρόπο γίνεται!
Η δε σκηνή προς το τέλος, με τις μπουλντόζες να αλωνίζουν στο Βάι, διαλύοντας την καλύβα τού ερημίτη Εκείνου είναι τόσο χοντρά συμβολική, που κάθε περαιτέρω ανάλυσή της στερείται νοήματος.
Δεν ξέρω αν ο Ερρίκος Ανδρέου είχε αντιληφθεί τότε, το καλοκαίρι του ’66, ότι γύριζε μία ταινία με proto-hippy προβληματισμούς –τουλάχιστον για το ελληνικό σινεμά, και δεν ξέρουμε για ποιο άλλο ακόμη–, αλλά είναι ακριβώς έτσι! Και αυτό, αν μη τι άλλο, είναι εντυπωσιακό!
Σε μια μισο-συνέντευξη στο παλιό περιοδικό «Σινεμά» (τεύχος #47), που έβγαζε η Έλλη-Κιούση Θεοδωράκη, στη δεκαετία του ’60, ο Ανδρέου μιλάει, σε σχέση με την ταινία πάντα, για το «άγχος της μηχανοποιημένης ζωής» και για το ότι οι μηχανές «μας έπνιξαν» και «μας σφίγγουν καθημερινά».
Το δείχνει και στο «Εκείνος κι’ Εκείνη», εξάλλου, χωρίς περιστροφές, καθώς παρακολουθούμε, προς την αρχή, την διάλεξη κάποιου καθηγητή στην Αθήνα (υποδύεται ο Βάσος Ανδρονίδης), που μιλάει ακριβώς γι’ αυτά τα ζητήματα.
Για το κενό που χωρίζει τον τεχνικό από τον πνευματικό πολιτισμό, για το πνεύμα, που έχει γίνει ουραγός της μηχανής, για την νόθα εποχή, που φεύγει αφήνοντας άλυτα τα προβλήματα της δουλείας, της πείνας, της ασφάλειας, της ειρήνης, της εκμετάλλευσης και του απροκάλυπτου κυνισμού, και πως, σε κάθε περίπτωση –έτσι λέει ο καθηγητής–, είναι ανάγκη να επιστρέψουμε στις αρχέγονες πηγές, για να μην δούμε το τέλος του θαύματος, που αποκαλείται «άνθρωπος», πριν την ώρα του. Τι ωραία που ακούγονται όλα αυτά 56 χρόνια αργότερα...
Ήδη από τα μέσα του ’60 ορισμένοι αντιλαμβάνονται πως η πρόοδος (που συμβολιζόταν, σ’ ένα τοπ επίπεδο, από τις εξελίξεις α. στο ζήτημα της ατομικής ενέργειας, β. στο χώρο του διαστήματος και γ. στους «ηλεκτρονικούς εγκεφάλους», όπως έλεγαν τότε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές) είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι. Πως κερδίζεις και χάνεις ταυτόχρονα – με το ισοζύγιο να εξαρτάται, κάθε φορά, από το πώς βλέπει ο καθένας ό,τι αποκαλούμε «εξέλιξη».
Είναι το ίδιο μ’ εκείνο που θα έλεγε είκοσι χρόνια αργότερα (1985) ο Άκης Πάνου στο τραγούδι του «Πες μου παππού» (Πες μου μπαμπά πες μου μπαμπά / τον κόσμο με τον αραμπά / γιατί να τον ταράξεις / Τώρα δεν πιάνεται μπαμπά / πετάει, τρέχει, κολυμπά / μ’ ένα λαχάνιασμα μπαμπά / στη σκέψη και στις πράξεις).
Μπορεί να πετάμε με τ’ αεροπλάνα, να τρέχουμε με τ’ αυτοκίνητα και να πλέουμε με τα καράβια, αλλά μαζί υπάρχει και το άγχος, η αγωνία να προλάβεις, να δεις, να βιώσεις και να αισθανθείς, σε καθημερινή βάση, το ένα ή το άλλο. Οι γρήγοροι ρυθμοί σε εξουθενώνουν.
Έτσι, ως αντίδοτο στο άγχος, που επιφέρει στις ψυχές των ανθρώπων η πρόοδος, ορισμένοι έβλεπαν, ήδη από τότε, την καταφυγή σ’ ένα καθαρό και αμόλυντο περιβάλλον, έχοντας δίπλα τους μόνον τα απαραίτητα. Θα ήθελαν να μοιάσουν, με άλλα λόγια, με τον Εκείνο, που του αρκούσαν μόνο... μια καλύβα, μια αμμουδιά, η ανατολή και το ηλιοβασίλεμα. Για όλα τα υπόλοιπα θα μεριμνούσε η φύση.
Ο Εκείνος, στην ταινία του Ερρίκου Ανδρέου, αν δεν έμοιαζε με τον Αμερικανό proto-hippie της δεκαετίας του ’40 Eden Ahbez, τον δημιουργό του περίφημου τραγουδιού «Nature boy», ήταν γιατί οι άνθρωποι τής ταινίας δεν είχαν σκεφτεί να τον «φορτώσουν» με μούσια και μακριά μαλλιά – όπως και θα ’πρεπε να συμβεί, για έναν άνθρωπο που ζούσε, μόνος του, σ’ ένα παρθένο περιβάλλον (όντας παρθένος κι ο ίδιος). Άμα συνέβαινε κι αυτό, τότε θα μιλούσαμε για κάτι απείρως πιο προχωρημένο – αλλά, ok, κι έτσι, με την clean-cut φάτσα τού Γεωργίτση, η ταινία δεν χάνει τη σημασία της.
Ο ρόλος της Εκείνης, δηλαδή της Τζένης Καρέζη, είναι για την ταινία κάπως σαν... πέτρα του σκανδάλου. Το σκάνδαλο ομολογείται, δε, σχεδόν από την αρχή, καθώς η ταινία δεν έχει γραμμική αφήγηση.
Μια αστή, που έχει νοιώσει το βάρος τού να ζεις μια ζωή σχεδιασμένη από άλλους, επαναστατεί, υποτίθεται, κι έτσι εγκαταλείπει τον αρκετά μεγαλύτερο σύζυγό της, που ετοιμάζεται για τρανή καριέρα στην πολιτική (Ζώρας Τσάπελης) και μαζί μ’ αυτόν την πολυτελή ζωή, τις υψηλές παρέες, τις δεξιώσεις και τις διασκεδάσεις της, αναζητώντας ένα άλλο νόημα σε μιαν ερημική παραλία, δίπλα σ’ έναν άνθρωπο της ηλικίας της, που ζει «ως ένα» με το φυσικό στοιχείο. Κάνει το νυφικό της σκιάχτρο και ανακτά, ξανά, την παρθενία της...
Φαίνεται, όμως, πως για την Εκείνη όλα αυτά είναι η εκπλήρωση ενός καπρίτσιου, καθώς γρήγορα θα απαρνηθεί τον Εκείνο, επιστρέφοντας στην προηγούμενη ζωή της.
Για τον Εκείνον, όμως, έχει συντελεστεί μια ύβρι – μια καταπάτηση των αξιών του.
Η Εκείνη «έπαιξε» με την αγνότητα, με το παρθένο τοπίο και με τον Εκείνο, για να ικανοποιήσει μία πρόσκαιρη βαρυθυμία της. Ήθελε μια εξωτική ερωτική περιπέτεια, για να διασκεδάσει την ανία της, και αυτή θα την εύρισκε στην αγκαλιά ενός ξεχασμένου ερημίτη, τον οποίον θα παντρευόταν κιόλας σε μια τελετή έξω από το ορθόδοξο τυπικό, προκαλώντας με την στάση της τόσο την φύση, όσο και τους ανθρώπους.
Ο Ερρίκος Ανδρέου έχει σχεδιάσει μία απομονωμένη και κάπως ουτοπική κοινωνία, αν και σφόδρα πατριαρχική στη βάση της και με μια τρισχιλιετή ιστορία να βαραίνει στις πλάτες της –αποτελούμενη από τον ερημίτη του φοινικοδάσους και τους συντοπίτες του, στο κοντινό χωριό–, που ζει με τις δικές της απόψεις (η κοινωνία) και που αντιμετωπίζει την ξένη παρουσία κάπως σαν... εισβολή.
Η Εκείνη πρέπει να αποδείξει πως έχει συνείδηση της απόφασής της να εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή της, στην πολιτεία, περνώντας από το... τεστ του τριαντάφυλλου. Κι έτσι, αφού ονοματίσει τα πέταλά του, θα γίνει μέλος της – χωρίς, στην πορεία, να αποδειχθεί και «αντάξιά» της.
Γι’ αυτό το λόγο, και σε παράλληλες λήψεις, βλέπουμε την Εκείνη να περνάει από λαϊκό δικαστήριο! Η φύση έχει στραφεί εναντίον τής τοπικής κοινωνίας, που για να την εξευμενίσει (η τοπική κοινωνία την φύση) θα καταδικάσει την Εκείνη, οδηγώντας την προς τον θάνατο, δια λιθοβολισμού, δένοντάς την σ’ έναν πάσαλο!
Την ύστατη στιγμή η Εκείνη θα σωθεί, μετά από παρέμβαση του Εκείνου, που θα της δώσει άφεση αμαρτίας...
Τελικά, η Εκείνη θα επιστρέψει στον τρόπο ζωής της, στην πολιτεία, καθώς στο Βάι καταφθάνουν οι πρώτοι τουρίστες, που χορεύουν σέικ – το σέικ, με το οποίο διασκεδάζει ταυτοχρόνως και η Εκείνη στην Αθήνα.
Οι δύο τόποι δεν διαφέρουν πλέον σε τίποτα, καθώς οι μπουλντόζες εισβάλλουν στην παραλία για να την ισοπεδώσουν, με το κόκκινο τριαντάφυλλο να βουλιάζει κάτω από τις ερπύστριες, και με τον Εκείνο, στο τελευταίο πλάνο, να κάθεται, γερασμένος και με άσπρα μαλλιά, στην άκρη ενός βράχου και να ψαρεύει...
Η ταινία του Ερρίκου Ανδρέου έχει προβλήματα στον ρυθμό της και δεν παρακολουθείται με άνεση – κάπου σε κουράζει εννοούμε. Βεβαίως τεχνικά είναι άψογη –για ταινία της Finos Films πρόκειται εξάλλου– με τον σκηνοθέτη να εκμεταλλεύεται ωραία και το χρώμα, μα και το ασπρόμαυρο, καθώς τα 3/5 περίπου της ταινίας είναι έγχρωμα (όλες οι σκηνές στο Βάι, στην Κνωσσό, και σε όσα άλλα μέρη περιπλανιέται το πρωταγωνιστικό ζευγάρι), ενώ τα 2/5 της ασπρόμαυρα (η ζωή τής Εκείνης στην Αθήνα, όπως και οι σκηνές με την τιμωρία της).
Η φωτογραφία του Γερμανού Karlheinz Hummel, που είχε δουλέψει και για άλλες ελληνικές ταινίες εκείνη την εποχή, όπως το «Vortex» (1966-70) του Νίκου Κούνδουρου ή το «Καλώς Ήλθε το Δολλάριο» (1967) του Αλέκου Σακελλάριου, είναι επιβλητική στα έγχρωμα, φωτεινή στα ασπρόμαυρα στην Κρήτη και κάπως πιο μουντή στα ασπρόμαυρα της Αθήνας, ενώ από πλευράς σκηνικών και ευρύτερου διακόσμου θα λέγαμε πως δεν λείπει ο φολκλορισμός, ανακατεμένος και με κάποια παγανιστικά στοιχεία (χρήση μασκών στα χορευτικά κ.λπ.).
Η ταινία «Εκείνος κι’ Εκείνη» του Ερρίκου Ανδρέου θα βγει στις αίθουσες στις 30 Ιανουαρίου 1967, κόβοντας στους κινηματογράφους Α προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων 198.551 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας την 29η θέση σε εισπράξεις, από τις 117 ταινίες της σεζόν 1966-67. Σίγουρα μέτρια νούμερα, για μια ταινία της Finos Films. Κάτι μάλλον αναμενόμενο...
Αφήσαμε για το τέλος τη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, που, στο σύνολό της, παραμένει αδισκογράφητη.
Η μουσική θυμίζει κάπως ανάλογες προσπάθειες του Γιάννη Μαρκόπουλου από εκείνη την εποχή, τουλάχιστον όσον αφορά στις ενορχηστρώσεις και βασικά το σάουντρακ του «Vortex». Υπάρχει και μπουζούκι, που φέρνει στην μνήμη την μεταγενέστερη επένδυση στην «Επιχείρησις Απόλλων», αλλά υπάρχει και τρομπέτα σε πολύ βασικό ρόλο, και φυσικά πολλά κρουστά, χορωδία κ.λπ. Η μουσική «κουβαλάει» επίσης κάτι το αρχέγονο σε ορισμένες σκηνές, ενώ δεν της λείπουν και τα τελετουργικά στοιχεία. Γενικώς, θα την χαρακτηρίζαμε αξιοπρόσεκτη.
Υπάρχουν βεβαίως και κάποια τραγούδια που ξεχωρίζουν εδώ και αυτά είναι δύο βασικά, αμφότερα σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που καταγράφηκαν για πρώτη φορά στην δισκογραφία, πολλά χρόνια αργότερα, το 1988, στο LP-συλλογή «Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον Ελληνικό Κινηματογράφο» [MINOS].
Γιάννης Μαρκόπουλος, Βίκυ Μοσχολιού - Έρχεται ο Καλός μου
Λέμε για τα τραγούδια «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά» με τον Γιάννη Πουλόπουλο (ακούγεται στο τέλος της ταινίας) και «Έρχεται ο καλός μου» με την Βίκυ Μοσχολιού (ακούγεται λίγο μετά από την αρχή). Όπως έγραφε και ο Γιάννης Μαρκόπουλος στις liner notes του δίσκου:
«Πολλές από τις ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου μου έδωσαν την ευκαιρία να πειραματιστώ πάνω στην ηχητική μπάντα και να ξεκαθαρίσω, στην πράξη πλέον, διάφορα θέματα που αφορούν τις σχέσεις εικόνας και ήχου και τον ρόλο του τραγουδιού ή τον ρόλο του χορού μέσα στο φιλμ, σαν ανεξάρτητα στοιχεία από το σενάριο, τη σκηνοθεσία, τις πλοκές, τον μύθο και την εποχή.(...) Διατηρώ στη μνήμη μου τα περίφημα ξενύχτια στα στούντιο, με το χρονόμετρο στο ένα χέρι και με τ’ άλλο να διευθύνω την ορχήστρα, ενώ τα μάτια ήταν καρφωμένα στην οθόνη, για τις αλλαγές και τους ιδιαίτερους τονισμούς. Ήταν η εποχή που είχαμε όλοι διαβάσει τις αναλύσεις του Αϊζενστάιν για τον Προκόφιεφ και την μουσική, στα περίφημα φιλμ του πρώτου Αλέξανδρος Νιέφσκυ και Ιβάν ο Τρομερός. Φευγαλέες επιρροές, που τις έσβηνε ο ρεαλισμός της εποχής και η κινηματογραφική κουλτούρα του Ιταλικού και Αμερικανικού Κινηματογράφου, που φιγουράριζε στις αίθουσες πρώτης προβολής».
Και κάτι ακόμη, για τους φίλους του ελληνικού ροκ τούτη τη φορά. Για τις ανάγκες της ταινίας, προς το τέλος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος συνθέτει κι ένα σέικ, το οποίο φαίνεται να αποδίδουν οι We Five, ένα από τα δυνατά ελληνικά γκρουπ που πρωταγωνιστούσαν στα κλαμπ, το φθινόπωρο του 1966. Και κάπως έτσι, βλέπουμε καθαρά στην οθόνη τον κιθαρίστα Αλέκο Καρακαντά, τον ντράμερ Μάκη Σαλιάρη και τον μπασίστα-τραγουδιστή Ντέμη Ρούσσο, να παίζουν κάτι δικό τους, κάτω από το playback της μουσικής του Μαρκόπουλου...
Γιάννης Μαρκόπουλος - Εκείνος και εκείνη, Instrum. Shake Greece '67