Η ελληνική ταινία «Αναζήτησις...» σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου, από το 1972, έχει αποκτήσει «άλλες» διαστάσεις μέσα στα χρόνια. Να μην γράψουμε «μυθικές», γιατί πιθανόν να φανούμε υπερβολικοί...
Σ’ αυτό συνέτεινε, βασικά, το έξοχο groovy / lounge σάουντρακ του Γιάννη Σπανού, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε δίσκο βινυλίου 20 χρόνια αργότερα, από την προβολή της ταινίας, το 1992 δηλαδή, και ξανά σε CD το 2002. Φυσικά, και μέσω του YouTube, το σάουντρακ αυτό θα γίνει πολύ αγαπητό όλα τα πιο πρόσφατα χρόνια, μαζί με τα συνεχή remixes των DJs, της μετάδοσής του σε ραδιοφωνικές εκπομπές, μπαρ κ.λπ.
Ένας άλλος λόγος, που κάνει την «Αναζήτησις...» πολύ αγαπητή, πολύ θελκτική, είναι η παρουσία σ’ αυτήν της Έλενας Ναθαναήλ, καθώς θεωρείται από τις πλέον χαρακτηριστικές ταινίες της – αν όχι η πιο χαρακτηριστική της.
Ένας τρίτος λόγος, κάπως αδιευκρίνιστος, έχει να κάνει με την ταινία αυτή καθ’ αυτή. Φερ’ ειπείν με τους συνειρμούς που προκαλεί σε όσους έζησαν από πιο κοντά την εποχή και ακόμη με τον κοσμοπολιτισμό, την ελευθεριότητα, τις εικόνες και το στυλ της. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα πρόσωπα, και βασικά με την Έλενα Ναθαναήλ, και βεβαίως με τις μουσικές και τα τραγούδια, του Γιάννη Σπανού.
Αν για την Έλενα Ναθαναήλ η «Αναζήτησις...» ταίριαζε με το προφίλ της γενικώς, όπως εκείνο καταγραφόταν σε ταινίες σαν τις «Ντάμα Σπαθί» (1966, σκ. Γιώργος Σκαλενάκης), «Επιχείρησις Απόλλων» (1968, σκ. Γιώργος Σκαλενάκης), «Ραντεβού με Μια Άγνωστη» (1968, σκ. Βασίλης Γεωργιάδης), «Πρόκληση» (1971, σκ. Όμηρος Ευστρατιάδης) και «Εκείνο το Καλοκαίρι...» (1971, σκ. Βασίλης Γεωργιάδης), για τον συμπρωταγωνιστή της Άγγελο Αντωνόπουλο τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά.
Η ταινία «Αναζήτησις...» έχει καταφέρει να διασχίσει τις δεκαετίες, από τα σέβεντις μέχρι σήμερα, εξαιτίας της κινηματογραφικής της «άνεσης» (ωραία η φωτογραφία του τεχνίτη Παύλου Φιλίππου), του κοσμοπολίτικου κλίματός της, της σωστής σκηνικής αποτύπωσης της περιόδου, της μετα-hippy γενικότερης ερωτικής ελευθεριότητας, που την διακρίνει και βεβαίως λόγω Έλενας Ναθαναήλ και μουσικής Γιάννη Σπανού.
Το λέμε αυτό, γιατί ο ρόλος του στην ταινία του Ερρίκου Ανδρέου πήγαινε «κόντρα» στην εικόνα που είχε δημιουργήσει ο ίδιος, ως ηθοποιός, εκείνη την εποχή.
Και αναφερόμαστε φυσικά στον ρόλο του ως συνταγματάρχης Διαγόρας Βαρτάνης, στο σίριαλ «Άγνωστος Πόλεμος», που έγραφε ο Νίκος Φώσκολος και που προβαλλόταν με τεράστια επιτυχία από τον τηλεοπτικό σταθμό της ΥΕΝΕΔ.
Για να αντιληφθείτε τι σήμαινε Άγγελος Αντωνόπουλος το 1972 να σας πούμε μόνο πως σε μεγάλο δημοψήφισμα του γνωστού περιοδικού «Επίκαιρα», που θα δημοσιευόταν στο τεύχος #232 (12-18 Ιαν. 1973), ο Α. Αντωνόπουλος θα ανακηρυσσόταν ως ο «πιο συζητημένος» Έλληνας του 1972, καθώς «βοηθούσε» προς αυτό και η πρόωρη αποχώρησή του από τον «Άγνωστο Πόλεμο» – μπροστά, δηλαδή, από τον αυτοεξόριστο Μίκη Θεοδωράκη (τότε ξεκινούσαν να ακούγονται τα περί επιστροφής του), τον πατριάρχη Αθηναγόρα (πέθανε τον Ιούλιο του ’72), τον πάντα αγαπητό στο ελληνικό κοινό, Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον τραγουδιστή Τόλη Βοσκόπουλο (που σάρωνε, τότε, στις ελαφρολαϊκές πίστες)!
Τι παιζόταν «πίσω» από την καμπάνα του Θάνου Βεργή;
Ο ρόλος του Άγγελου Αντωνόπουλου, στην ταινία «Αναζήτησις...», ήταν οπωσδήποτε ιδιαίτερος. Ο καλός ηθοποιός υποδυόταν, πειστικά είναι αλήθεια, έναν 40άρη... ολιγάρχη, τον Θάνο Βεργή, που αρεσκόταν στον πληρωμένο έρωτα με ωραία κορίτσια, δηλαδή μανεκέν και φωτομοντέλα, τα οποία όδευαν προς την καμπάνα του, στο Λαγονήσι –πάντα στις 4 το απόγευμα–, μέσω ενός οίκου μόδας, που διηύθυνε η Νατάσα (Τασσώ Καββαδία).
Το προφίλ του ρόλου είναι βαθιά προβληματικό. Ο εφοπλιστής Βεργής, που κατέχει πετρελαιοφόρα, ναυπηγεία, διυλιστήρια κ.λπ., είναι, στην πράξη, ένα αντικοινωνικό άτομο, που εκμεταλλεύεται τη θέση του και το χρήμα, προκειμένου να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές ορέξεις του.
Δεν τον ενδιαφέρει ο αληθινός έρωτας και οι ανθρώπινες σχέσεις, καθώς αντιμετωπίζει τις εκάστοτε παρτενέρ του ωμά και ψυχρά – σαν αντικείμενα, έτοιμα για να εκπληρώσουν μόνο ρόλους.
Λέμε για ένα δισυπόστατο άτομο, που την ημέρα ασχολείται με τις επιχειρήσεις του, βλέποντας τους συνεργάτες του και τακτοποιώντας δουλειές εδώ και στο εξωτερικό, κινούμενο σ’ ένα περιβάλλον ας το πούμε επαγγελματικής κανονικότητας, και που από τις 4 το απόγευμα μετατρέπεται σε κάτι άλλο, ψυχρό και κυνικό, χωρίς αισθήματα και δίχως αναστολές.
Ο Ερρίκος Ανδρέου ασκεί κριτική στον τρόπο ζωής ενός ολιγάρχη;
Θα μπορούσε να το υποστηρίξουμε ακόμη κι αυτό – σε μιαν εποχή όπου το δικτατορικό καθεστώς είχε εκτεθεί προς το διεθνές κεφάλαιο και τους ολιγάρχες τύπου... Βεργή, μέσω απίστευτων προνομίων.
Σκεφτείτε μόνον πως στο χουντικό «σύνταγμα» του 1968, στο άρθρο 23, οριζόταν σαφώς πως οι διευκολύνσεις προς το ξένο κεφάλαιο και την ναυτιλία δεν θα μπορούσε να τροποποιηθούν, παρά μόνο μέσω νεότερων διατάξεων που θα τις έκαναν ισχυρότερες!
Πριν από το “Nixon shock”, το 1971, με την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό, και την παύση των κανόνων του Bretton Woods, χοντρικά, με την εκτόξευση των κερδών των ολιγαρχών αναπτυσσόταν και το επίπεδο ζωής της λεγόμενης μεσαίας τάξης (δηλαδή των πολλών).
Όμως, από το καλοκαίρι του ’71 και μετά αποσυνδέεται η κοινή πορεία τους «προς τα πάνω», με αποτέλεσμα ήδη από το 1972 να εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα στις οικονομίες του δυτικού κόσμου.
Για να μην το επεκτείνουμε περισσότερο να πούμε πως στην «Αναζήτησις...» πολλά απ’ αυτά τα θέματα θίγονται, μ’ έναν άλλοτε πιο φανερό και άλλοτε μ’ έναν πιο υπόγειο ή και σαρδόνιο τρόπο.
Αρκεί να επισημάνουμε πως τα κολ-γκερλ επισκέπτονται τον Βεργή, επειδή η πρώτη τους δουλειά, ως μανεκέν, προφανώς τους αποδίδει ψίχουλα.
Έπειτα, ο σύζυγος ενός από τα κολ-γκερλ –και δολοφόνος του εν τέλει–, είναι ένας φουκαράς και αποτυχημένος ηθοποιός (ως ρόλος στην ταινία).
Περαιτέρω υπάρχει και ο μπάτλερ του Βεργή (υποδύεται ο καλός ηθοποιός Θεόδωρος Έξαρχος), που «εξαναγκάζεται» να πίνει και να τρώει, ό,τι αφήνει απείραχτο ο ολιγάρχης! Ας πούμε το μαρτίνι του ή ακόμη και τον αστακό του! Είναι, δε, πολύ χαρακτηριστική η ατάκα, που πετάει κάποια στιγμή ο υπηρέτης:
«Εγώ που δεν έπινα ποτέ μου κινδυνεύω να γίνω αλκοολικός. Και από λιτοδίαιτος έχω καταντήσει να τρώω το καταπέτασμα»!
Η ειρωνεία και ο σαρκασμός είναι προφανής. Όταν ακόμη και το υπηρετικό προσωπικό τρώει... παντεσπάνι, ε, τότε, δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα!! Φυσικά, όλα τα προβλήματα υπάρχουν και μάλιστα τοποθετημένα επιτακτικά και ξανά από την αρχή.
Τέλος, το κολ-γκερλ δολοφονείται με πρόσχημα κάποιους ηθικούς κανόνες, που συνήθως λειτουργούν για να σ’ έχουν στην απ’ έξω. Στην πράξη φράζεται ο δρόμος του, ώστε να μην ανεβεί σκαλί – να μην πάει παραπάνω. Ως φτωχός, δηλαδή, είσαι καταδικασμένος να υποστείς τη μοίρα σου και βασικά... πεθαίνεις. Ή ζεις σαν πεθαμένος.
Περιττό να πούμε πως η κριτική του Ερρίκου Ανδρέου προς την τάξη, που εκπροσωπεί ο ολιγάρχης Βεργής είναι δριμεία.
Στην αρχή η Έλενα Χρυσού (Έλενα Ναθαναήλ) ρωτάει ένα σερβιτόρο τι δουλειά κάνει ο Βεργής, κι εκείνος της απαντάει... «τίποτα»!
Ενώ ο Βεργής είναι ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του κολ-γκερλ, βασικά μέσω του τρόπου ζωής του (το έγκλημα έχει γενικότερα ταξικά χαρακτηριστικά), στην πράξη, στην ταινία, ανακηρύσσεται παμψηφεί αθώος (παρότι ακόμη και ο ίδιος, σε μία κρίση ειλικρίνειας, αποδίδει ευθύνη στον εαυτό του!).
Απλώς προσάγεται για λίγο στο αστυνομικό τμήμα, μαζί με την Έλενα, για απόκρυψη στοιχείων και συνενοχή σε φόνο και βασικά γελοιοποιείται, σε ένα άλλο μνημειώδες πλάνο, όταν διατάζεται να μαζέψει το αποτσίγαρό του από το πάτωμα (του τμήματος).
Ο εκ των πρωτεργατών της δικτατορίας Στυλιανός Παττακός έχει κηρύξει... πόλεμο κατά των γοπών και σ’ αυτό τον «πόλεμο» δεν περισσεύουν ούτε οι ολιγάρχες!
Η ταινία ολοκληρώνεται ιδεολογικά λίγο πριν από το τέλος, όταν ο Βεργής έχει συλληφθεί, αλλά ο μπάτλερ του τού ετοιμάζει κανονικά το γεύμα, σαν να μην τρέχει τίποτα!
Όταν, μάλιστα, ένας άλλος φουκαράς και ταλαίπωρος αυλικός (υποδύεται ο Νίκος Κάπιος) του λέει πως ο... κύριος Βεργής κρατείται στην αστυνομία και πως δεν θα έρθει, για να γευματίσει, η ατάκα τού μπάτλερ πέφτει σαν τσεκούρι:
«Σ’ όλη μου τη ζωή συναναστρέφομαι εκατομμυριούχους. Ουδείς έμεινε υπό κράτησιν πάνω από μιαν ώρα»!!
Επίσης, το δίδυμο των αστυνομικών έχει ενδιαφέρον. Με τον ανώτερο (Βασίλης Ανδρονίδης) να εμφανίζεται ως πιο cool και ψύχραιμος και εν τέλει υποτασσόμενος στη δύναμη του πλούτου, και με τον κατώτερο (Ντίνος Καρύδης) να εκφράζεται πιο κοντά στο λαϊκό αίσθημα.
Τέλος, και ο τρόπος μέσω του οποίου παρουσιάζεται η Έλενα Χρυσού, ως ένα συναισθηματικά ανώριμο πλουσιοκόριτσο, οι αρχές του οποίου παραπαίουν, καθώς προσπαθεί να διεκδικήσει ένα αληθινό αίσθημα, άνετα μπορεί να ενταχθούν κι αυτές στο πλαίσιο της κριτικής, που ασκεί η ταινία, στον τρόπο συμπεριφοράς των μεγαλοσχημόνων.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η «Αναζήτησις...» σαν ταινία αποκτά άλλο ενδιαφέρον, σ’ ένα δεύτερο πίσω επίπεδο, καθότι το πρώτο είναι οπωσδήποτε πιο σαφές και πιο καταπραϋντικό για τον οφθαλμό.
H Έλενα Χρυσού στο Λαγονήσι και την Μύκονο
Η Έλενα Χρυσού είναι ένα όμορφο, πλούσιο και νέο ακόμη κορίτσι, που έχει δεινοπαθήσει στην προσωπική ζωή του από «δύο ηλίθιους αρραβώνες, ένα γελοίο γάμο κι ένα υπέροχο διαζύγιο», όπως την ακούμε χαρακτηριστικά να λέει.
Απολαμβάνει, έτσι, μόνη, τις διακοπές της, στις καμπάνες του Λαγονησίου, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον γείτονά της Βεργή και τα ιδιαίτερα βίτσια του.
Η περίπτωσή του της κινεί το ενδιαφέρον και κάπως έτσι αποφασίζει να πάρει τη θέση ενός από τα κολ-γκερλ που θα τον επισκεπτόταν, παρουσιαζόμενη μπροστά του ως... Ντζένη.
Ο Βεργής θέλγεται κατά κάποιο τρόπο από την Ντζένη, αλλά το πράγμα στραβώνει, όταν η αληθινή Τζένη βρίσκεται νεκρή στο αυτοκίνητό της.
Η αστυνομία δεν θα αργήσει να φθάσει στην πηγή του κακού, που δεν είναι άλλο από το ατελιέ μόδας υπό την Νατάσα –η οποία επιδίδεται ταυτοχρόνως και σε εμπόριο σαρκός–, προσεγγίζοντας στην πορεία και τον Βεργή.
Από την άλλη ο Βεργής βλέπει στις εφημερίδες φωτογραφία της πραγματικής (δολοφονημένης) Τζένης κι έτσι ξέρει πλέον πως η Ντζένη που τον επισκέφτηκε δεν είναι νεκρή, καθώς πρόκειται για άλλο πρόσωπο, το οποίο και ψάχνει να βρει.
Η Έλενα / Ντζένη δεν μπορεί να διαχειριστεί το θέμα, που έχει πάρει απρόσμενη τροπή και φεύγει για την Μύκονο, βρίσκοντας συμπαράσταση σε μια φίλη της, την Ίριδα (Danielle Loder), στην οποία αναφέρει όλα όσα έχει βιώσει – ενώ, παράλληλα, αρνείται πως έχει ερωτευθεί τον Βεργή, τον οποίον και «στολίζει».
Εν τω μεταξύ η Ίρις, που είναι κοινή γνωστή τους, φέρνει σε επαφή την Έλενα / Ντζένη με τον Βεργή, ο οποίος γρήγορα θα μάθει την αληθινή ταυτότητά της.
Εν τω μεταξύ η αστυνομία θα εντοπίσει τον δράστη της δολοφονίας, που δεν είναι άλλος από τον σύζυγο της Τζένης, έναν ηθοποιό, που φθάνει στο έγκλημα, επειδή δεν μπορεί να ανεχθεί πως (η Τζένη) τον απατά, ενώ ταυτόχρονα εκπορνεύεται.
Στο τελευταίο πλάνο της ταινίας η Έλενα επισκέπτεται τον Βεργή στην καμπάνα του, αλλά όχι ως υποτιθέμενο κολ-γκερλ πια, ενώ ακολουθεί και ο εξής... ιστορικός διάλογος:
– Ο κύριος Βεργής;
– Μάλιστα...
– Έλενα
Η παρουσία της Έλενας Ναθαναήλ και η μουσική του Γιάννη Σπανού
Η ταινία «Αναζήτησις...» έχει καταφέρει να διασχίσει τις δεκαετίες, από τα σέβεντις μέχρι σήμερα, εξαιτίας της κινηματογραφικής της «άνεσης» (ωραία η φωτογραφία του τεχνίτη Παύλου Φιλίππου), του κοσμοπολίτικου κλίματός της, της σωστής σκηνικής αποτύπωσης της περιόδου, της μετα-hippy γενικότερης ερωτικής ελευθεριότητας, που την διακρίνει και βεβαίως λόγω Έλενας Ναθαναήλ και μουσικής Γιάννη Σπανού. Φυσικά, πολλά απ’ αυτά δεν θα συνέβαιναν άνευ του κατάλληλου budget της παραγωγής (Κλέαρχος Κονιτσιώτης).
Όλα λοιπόν «έδεσαν» τέλεια, ώστε τελικά να προκύψει μια ταινία με μιαν αδιαμφισβήτητη χάρη, που την βλέπεις, σήμερα, κάπως σαν υπνωτισμένος – σαν να επιβιβάζεσαι σε χρονοκάψουλα και να αφήνεσαι στη μέση ενός σέβεντις οργασμικού πάρτυ.
Η Έλενα Ναθαναήλ μόλις στα 25 της, κι ας δείχνει μεγαλύτερη, είναι αληθινά γοητευτική, με τα πλάνα της στην θάλασσα, σε κόντρα φως, στους τίτλους αρχής, να προκαλούν αναστάτωση – όπως αναστάτωση προκαλεί, γενικά, η παρουσία της σε όλη την ταινία.
Φυσικά, και άνευ της μουσικής του Γιάννη Σπανού η «Αναζήτησις...» θα έχανε πολύ από την αξία της, την όποια αξία της τέλος πάντων, αφού αυτή (η μουσική) είναι εκπληκτική – εφάμιλλη ή και ανώτερη εκείνων των Γάλλων και Ιταλών μετρ, που έγραφαν την ίδια εποχή, για ανάλογα φιλμ.
Τα θέματα είναι διαφόρων ειδών. Άλλα πιο ροκίζοντα, όπως οι «Τίτλοι», άλλα πιο jazzy-lounge, όπως τα «Βήματα», αλλά πιο ρομαντικά («Κωλ γκερλς»), αλλά πιο ρυθμικά, όπως το σέικ «Μύκονος», ενώ όλα σχεδόν παρουσιάζονται πότε με φωνές ή τραγούδι και πότε ως ορχηστρικά.
Η Μαρία Δημητριάδη είναι για μιαν ακόμη φορά εκπληκτική, μετά το σάουντρακ του Σταύρου Ξαρχάκου «Κορίτσια στον Ήλιο» (1968) και είναι να απορείς πώς αυτή η τραγουδίστρια μπορούσε να ερμηνεύει την ίδια εποχή Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Μαρκόπουλο (για να μην πούμε για Θάνο Μικρούτσικο λίγο αργότερα), δηλαδή ένα τελείως διαφορετικό ρεπερτόριο (επικό, επαναστατικό κ.λπ.) και ταυτοχρόνως να ξεπερνάει το τέλειο σε αισθησιακά κομμάτια, όπως το «Σ’ αναζητώ», από το σάουντρακ της «Αναζήτησις...» (στίχοι Αλέξης Αλεξόπουλος).
Απίστευτη, δε, είναι και στα κομμάτια χωρίς στίχους, δηλαδή εκείνα στα οποία επιδίδεται μόνο σε φωνητικά. Δεν υπάρχουν λόγια για την αείμνηστη Μαρία Δημητριάδη – μία από τις πολύ μεγάλες ελληνίδες τραγουδίστριες, τις πάρα πολύ μεγάλες, από τα σίξτις και μετά.
Σ' αναζητώ - Μαρία Δημητριάδη
Δίπλα της πάντως στέκεται και η αδελφή της Αφροδίτη Μάνου, την οποία ακούμε στα «Βήματα» και που προερχόταν κι αυτή από ένα ακόμη μεγάλο σάουντρακ (ξανά του Γιάννη Σπανού), το «Εκείνο το Καλοκαίρι» (1971).
Επίσης στην ταινία ακούγεται και το κλασικό τραγούδι των Γιάννη Σπανού-Λευτέρη Παπαδόπουλου «Πες πως μ’ αντάμωσες» με τον Σταμάτη Κόκοτα, αλλά για λόγους εταιρικούς δεν συμπεριλήφθηκε στο δισκογραφημένο σάουντρακ.
Κατά τα λοιπά, όπως είπαμε και στην αρχή, το OST από την ταινία «Αναζήτησις...» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1992, σε LP (MBI), με επιμέλεια από τον Μάκη Δελαπόρτα, όπως και το 2002 σε CD (MBI) – με τις δύο εκδόσεις να είναι πλέον σπάνιες και ακριβές, και άρα να απαιτείται μία σωστή επανέκδοση, μετά από τόσα χρόνια.
Να σημειώσουμε ακόμη πως η ταινία «Αναζήτησις...» προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1972 και πως υπήρξε μάλλον επιτυχημένη στην εποχή της, αφού, την σεζόν 1972-73, έκοψε 162.752 εισιτήρια στους κινηματογράφους Α Προβολής Αθηνών Πειραιώς και Προαστίων (7η ταινία σε εισπράξεις από τις 64 εκείνης της περιόδου), ενώ διανεμήθηκε και στο εξωτερικό (κάτι αναμενόμενο) ως “The Jet Set”.
Kάτι απρόσμενο...
Και κάτι τελευταίο, που έχει ενδιαφέρον.
Λόγω των καυτών ερωτικών σκηνών και του γυμνού εν γένει η ταινία, για κάποια χρόνια, δεν παιζόταν στην τηλεόραση – καθώς φαίνεται να προβάλλεται για πρώτη φορά, με την ένδειξη «Α» (δηλαδή «Ακατάλληλον») στην ΥΕΝΕΔ, στις 14 Απριλίου 1978, ημέρα Παρασκευή, στις 10:15 το βράδυ.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1979, ημέρα Τετάρτη, η ταινία προβάλλεται και από την ΕΡΤ (πάλι με «Α»), ξανά στις 10:15 το βράδυ, αλλά ένα μήνα πιο μετά (11 Ιανουαρίου 1980) ασκείται ποινική δίωξη, ενώ ζητείται κιόλας η κατάσχεση της ταινίας! Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Μακεδονία» και μάλιστα στο πρωτοσέλιδό της(!):
«ΑΘΗΝΑ, 10 – Δίωξη κατά παντός υπευθύνου για παραβίαση του νόμου “περί ασέμνων” άσκησε ο εισαγγελέας ποινικής αγωγής Αθηνών κ. Α. Φάκος, σχετικά με τολμηρή ελληνική ταινία, που προβλήθηκε από την τηλεόραση της ΕΡΤ, τον περασμένο μήνα. Πρόκειται συγκεκριμένα για την ταινία “Αναζήτηση”, που είχε προβληθεί το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου 1979. Στην παραγγελία του προς την υποδιεύθυνση γενικής ασφαλείας Αθηνών, η οποία θα διενεργήσει και την σχετική προανάκριση, ο κ. εισαγγελεύς διέταξε να γίνει κατάσχεση της επίμαχης ταινίας και αν υπάρχει τεχνική ευχέρεια να προβληθεί παρουσία των μαρτύρων που θα εξετασθούν, προκειμένου να έχουν άμεση αντίληψη των ασέμνων σκηνών. Επίσης, να εξακριβωθεί ποιοι επέτρεψαν την προβολή και ποιοι είχαν την πρωτοβουλία αυτή».
Δεν χρειάζεται να πούμε πως η «Αναζήτησις...» έχει πάρει, εδώ και δεκαετίες, την εκδίκησή της γι’ αυτές τις φαιδρότητες...
Γιάννης Σπανός - Αναζήτησις