Πριν ακόμη ξεκινήσει, το 80ό Φεστιβάλ Βενετίας έβαλε σε εφαρμογή εναλλακτικά σενάρια εξαιτίας της απεργίας των σεναριογράφων και, το κυριότερο, των ηθοποιών που ανήκουν στα αντίστοιχα αμερικανικά σωματεία. Το «Challengers» του Γκουαντανίνο, που ήταν προγραμματισμένο να σηκώσει αυλαία, αντικαταστάθηκε, το «Dune» είχε ήδη φύγει, κι ένας θεσμός που βασίζεται τόσο βαριά στους σταρ, ελλείψει αγοράς, θα έμενε θαμπό και στερημένο από Χόλιγουντ και ίσως κάποιες σημαντικές ταινίες που θα έκαναν πρεμιέρα εκεί.
Ωστόσο γρήγορα τα πράγματα ισορρόπησαν, οι περισσότεροι επιβεβαίωσαν και, χάρη στις άδειες που δόθηκαν από το SAG-AFTRA για όσους στήριζαν ανεξάρτητες παραγωγές, γνωστοί ηθοποιοί ετοίμασαν τις βαλίτσες τους με προορισμό τη Μόστρα. Ήρθαν, μίλησαν και πόζαραν, από τον Άνταμ Ντράιβερ του «Φεράρι» το πρώτο τριήμερο, μέχρι τον καυτό Τζέικομπ Ελόρντι της «Πρισίλα» (αν και η συμπρωταγωνίστριά του απέσπασε το βραβείο ερμηνείας) και την Τζέσικα Τσαστέιν στο φινάλε, για το «Memory» του Μίτσελ Φράνκο, με τον αθόρυβο, πάντα καλό Πίτερ Σάρσγκαρντ να τσιμπά το αντίστοιχο ανδρικό, από τον Μαντς Μίκελσεν ίσως.
H επιστροφή του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, δύο χρόνια μετά το εκπληκτικό διπλό του «χτύπημα», που τον έφερε στο προσκήνιο με φεστιβαλικές διακρίσεις κι ένα Όσκαρ για το «Drive my car», με το «Evil does not exist», μια ταινία-έκπληξη που ανακοινώθηκε στο πρόγραμμα της Βενετίας, χωρίς κανείς να γνωρίζει τι έχει κάνει ο σύγχρονος Ιάπωνας μάστερ.
Προσπερνώντας τις έξαλλες εμφανίσεις αλά Χάρι Στάιλς και Τίμοθι Σαλαμέ, που δεν επαναλήφθηκαν, το 80ό επετειακό φεστιβάλ ανήκε στους δημιουργούς. Παρά την παρουσία του Ντέιβιντ Φίντσερ και του Μάικλ Μαν, συμμετοχές από θρύλους όπως ο Πολάνσκι (που αναμενόμενα δεν παρευρέθη) και ο Γούντι Άλεν (το κοινό τον αποδοκίμασε, οι δημοσιογράφοι δεν το είδαν έτσι), ο Γιώργος Λάνθιμος ήταν ο σταρ της Μόστρα. Σε πείσμα της ντροπαλοσύνης του, χειροκροτήθηκε από τη στιγμή που έφτασε στην αίθουσα, έλαβε το πιο ζωηρό και παρατεταμένο ovation μετά το πέρας της προβολής και επευφημήθηκε στην αίθουσα Τύπου.
Έδωσε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες απαντήσεις σε σχέση με το σεξ στις ταινίες του, και στο σύγχρονο σινεμά κατ’ επέκταση, και μου έκανε εντύπωση που, όταν τον ρώτησα για το στυλ του, πώς προκύπτει, αν προσαρμόζεται ή αν τελικά είναι και θέμα προσωπικής υπογραφής, περιέγραψε τη διαδικασία και κατέληξε λέγοντας πως μια αισθητική αναζήτηση και η αγάπη για το σινεμά, για ένα πλάνο διαφορετικό και λίγο παρακινδυνευμένο ίσως, βρίσκονται πάντα στο μυαλό του.
Το «Poor Things» συζητήθηκε όσο κανένα άλλο φιλμ για τον τρυφερό και τολμηρό τρόπο που αντιμετώπισε μια φανταστική γυναίκα, την αμηχανία, την ενηλικίωση και την απελευθέρωσή της, το φαντασμαγορικό κινηματογραφικό σύμπαν που έπλασε γύρω της, ειδικά στο ταξίδι της προς την αυτοδιάθεση (ένα πικάντικο sexscapade που κάνει το «Favourite» να κοκκινίσει!), το τρομερό επιτελείο ηθοποιών (αλλά και την επιμέλεια του κάστινγκ), ειδικά για την ερμηνεία της Έμα Στόουν, τον ρυθμό και τις επιλογές του Γιώργου στο στόρι. Ακολουθώντας το μονοπάτι της «Ευνοούμενης», σε καμπάνια και ημερομηνίες, τα Όσκαρ είναι καθ' οδόν, διόλου απίθανα, ίσα ίσα, πιο κοντά από ποτέ, ακόμη και στις μεγάλες κατηγορίες. Μακάρι, το αξίζει, και μπορεί να είναι η καλύτερη ανάμεσα στις σπουδαίες ταινίες του Έλληνα δημιουργού.
Τη δεύτερη εβδομάδα του φεστιβάλ μόνο δύο ταινίες κουβεντιάστηκαν – όχι τόσο όσο ο Λάνθιμος, αλλά πάντως ήρθαν στο προσκήνιο: το δίγλωσσο «Beast» του Μπερτράν Μπονελό, το αισθηματικό έπος που διανύει τρεις εποχές μέσα από δυο ψυχές κι έναν έρωτα με αστερίσκο, που απορρίφθηκε από τον Τιερί Φρεμό στις Κάννες, και τελικά δεν απέσπασε κανένα βραβείο, και η επιστροφή του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, δύο χρόνια μετά το εκπληκτικό διπλό του «χτύπημα» που τον έφερε στο προσκήνιο με φεστιβαλικές διακρίσεις και ένα Όσκαρ για το «Drive my car», με το «Evil does not exist», μια ταινία-έκπληξη που ανακοινώθηκε στο πρόγραμμα της Βενετίας χωρίς κανείς να γνωρίζει τι έχει κάνει ο σύγχρονος Ιάπωνας μάστερ.
Η ταινία ξεκινά με επάλληλα πλάνα κλαδιών από δένδρα σε ένα ειδυλλιακό δάσος, μουσική που λιώνει ατονικούς ήχους και απουσία διαλόγου στο πρώτο δεκάλεπτο. Ένα κοριτσάκι περιδιαβαίνει ανέμελο στο χιόνι, ο πατέρας του κόβει ξύλα και ένας φίλος του τον βοηθά να μαζέψει νερό από την πηγή του υπενθυμίζει πως πρέπει να παρευρεθούν στην τοπική συγκέντρωση, όπου θα εξηγήσουν δυο απεσταλμένοι μιας μεγάλης εταιρείας από το Τόκιο τις συνέπειες που θα έχει ένα σημαντικό project Glamping στο χωριό.
Οι δυο ευγενικοί, αλλά άσχετοι εκπρόσωποι αναλύουν τις λεπτομέρειες στα μέλη της κοινότητας και προκαλούν αντιδράσεις που κυμαίνονται από την πολιτισμένη διαφωνία ως την οργισμένη επιτίμηση. Γίνεται σαφές οτι ο φυσικός παράδεισος απειλείται άμεσα από τον προαποφασισμένο συρμό του glamorous camping, ένα «φρούτο» που δεν αφορά μόνο την Ιαπωνία αλλά διαδίδεται τάχιστα σε όλον τον κόσμο, ένα πραγματικό οξύμωρο, αφού παρεμβαίνει ανενδοίαστα στις τελευταίες άσπιλες εκτάσεις, ειδικά εκείνες που ατυχώς βρίσκονται σχετικά κοντά σε αστικά κέντρα.
Κι εκεί που ο Χαμαγκούτσι βάζει στη θέση της παρατήρησης της φυσικής ρουτίνας μια μακροσκελή ανταλλαγή διαλόγων, όπως συνηθίζει στις ταινίες του, στο δεύτερο μέρος αναδεικνύεται ο σκηνοθέτης μέσα του και φέρνει την ταινία σε ένα απροσδόκητο φινάλε, μυστηριώδες στην εξήγησή του, υποδόρια ανατρεπτικό, με το twist να συνορεύει με κάτι αδιόρατα θριλερικό, ανοιχτό όσο και ο διφορούμενος τίτλος: αν και το ότι το Κακό δεν υπάρχει ακούγεται σαν απόλυτη ρήση, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν ο Χαμαγκούτσι το εννοεί μεταφορικά ή κυριολεκτικά, και, το κυριότερο, για ποιον την προορίζει.
Για την 8χρονη κόρη, τον υπομονετικό πατέρα, τον υπάλληλο ή όλους εμάς; Η σταδιακή μεταστροφή των υπαλλήλων, ειδικά του άνδρα, σε μια φάση κατανόησης των αληθινών προβλημάτων των κατοίκων του χωριού και των συνεπειών που υποψιάζεται βάσιμα πως θα προκληθούν αλλάζει προσωρινά τον τόνο σε χιουμοριστική παρένθεση, κάτι σαν αμοιβαίο δούλεμα των de facto αντίπαλων στρατοπέδων, πάντα κρατώντας τους τύπους, αν και ο κακός οιωνός, όπως μαρτυρά ο κίνδυνος που πάντα κρύβει, μυθιστορηματικά και κινηματογραφικά, ένα δάσος καταλήγει σε ένα ήρεμο σοκ, μια κάθαρση που αναφέρεται στην παλιά ρήση για ένα ελάφι λαβωμένο από σφαίρα κυνηγού.
Δεν συγκρίνεται με το άλμα προς το εξωπραγματικό που δοκίμασε ο Βερεσεθάκουλ στο «Memoria» αλλά μεταφέρει τον προβληματισμό πέρα από την ηθική και τη διαδικασία σε ένα μεταφυσικό πεδίο ενοχλητικό μέσα στην απλότητά του, αφομοιωμένο δραματικά από έναν σκηνοθέτη που συνδυάζει μοναδικά θεατρική δομή με ποιητικούς ρυθμούς και απέριττη κινηματογράφηση – ο πιο στιλπνός σε οπτικό ύφος Νούρι Μπιλγκέ Τζεϊλάν είναι ένας ακόμη που το κάνει, αν και η αυξανόμενη εκζήτηση του λόγου του καταδιώκει τις τελευταίες ταινίες του.
Το απολαυστικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση αφηγηματικό ρίσκο Ρούι (για τους φίλους του) Χαμαγκούτσι απέδωσε και η κριτική επιτροπή, με πρόεδρο τον Ντέμιαν Σαζέλ, τον έχρισε δεύτερο καλύτερο, τιμώντας τον με το Μεγάλο Βραβείο και τον Αργυρό Λέοντα. Μακράν οι δυο πιο απολαυστικές ταινίες του φεστιβάλ, αποτιμήθηκαν ως κορυφαίες σε ένα φεστιβάλ με μεγάλα ονόματα, αν και όχι απαραίτητα αυστηρό κριτήριο επιλογής στις ταινίες του.