Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της μέτριας τηλεόρασης. Το ένα είναι το cliffhanger. Όλα τα επεισόδια τελειώνουν με cliffhanger, σαν τα κεφάλαια στα βιβλία του Νταν Μπράουν, για να διασφαλιστεί ότι ο θεατής θα παρακολουθήσει και το επόμενο επεισόδιο, ώστε να ικανοποιηθεί η παιδική του περιέργεια να μάθει τι θα συμβεί μετά.
Το άλλο είναι η πάγια πρακτική κάθε χαρακτήρας που συμπαθεί το κοινό να παίρνει τη δική του υποπλοκή, να του βρίσκουμε κάτι να κάνει, ασχέτως του αν αυτό εξυπηρετεί την ευρύτερη αφήγηση. Έτσι θα μπορέσουμε και να μοντάρουμε μη αιτιοκρατικά, ώστε να μην κουράζουμε καθόλου τον θεατή. Τρία λεπτά από δω, τρία λεπτά από κει, σαν να κάνει ζάπινγκ, όπως θα λέγαμε παλιότερα, σαν να παρακολουθεί βιντεάκια στο ΤikΤok, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η λογική είναι παρεμφερής και ουδεμία σχέση έχει με το σινεμά και την καλή τηλεόραση.
Η τέταρτη σεζόν του «Stranger Things» φέρει και τα δύο χαρακτηριστικά. Κάθε της επεισόδιο κλείνει με cliffhanger, συχνά στα όρια της (αυτο)παρωδίας, με την εξαίρεση του τέταρτου, το οποίο φαίνεται ότι θα κλείσει με τέτοιο, μα τελικά ολοκληρώνεται. Ο καλοπροαίρετος θα έλεγε ότι οι αδελφοί Ντάφερ ανέτρεψαν τη σύμβαση, ο κυνικός ότι το είδαν στο μοντάζ και πρυτάνευσε η λογική.
Αν αναρωτιέστε, δε, για ποιον λόγο τα επεισόδιά αυτής της σεζόν έχουν διάρκειες που κυμαίνονται από 64 ως 100 λεπτά(!), είναι επειδή οι δημιουργοί βρίσκουν σε κάθε χαρακτήρα των προηγούμενων σεζόν κάτι να κάνει, κόντρα σε οποιαδήποτε λογική. Ο σερίφης Τζιμ Χόπερ θα έπρεπε να είναι νεκρός, αλλά το κοινό τον λατρεύει, οπότε ας τον κρατήσουμε ζωντανό κι ας τον τοποθετήσουμε σε ρωσική φυλακή, σε μια υποπλοκή που απλώς ροκανίζει τον χρόνο.
Είμαστε (σχεδόν) σίγουροι ότι οι χαρακτήρες του Ντέιβιντ Χάρμπορ και της Γουινόνα Ράιντερ θα συνδράμουν με κάποιον τρόπο την τελική μάχη, αλλά κάντε το εξής πείραμα. Πάρτε αυτά τα επτά πρώτα επεισόδια και αφαιρέστε όλες τις σκηνές του Ντέιβιντ Χάρμπορ και της Γουινόνα Ράιντερ. Αλλάζει κάτι για τη γενική εικόνα; Ρητορική η ερώτηση. Το αποτέλεσμα είναι η αφήγηση να βρίσκει το momentum της μόλις στο έβδομο επεισόδιο.
Το φινάλε της σεζόν θα ολοκληρωθεί σε δύο επεισόδια. To πρώτο θα διαρκεί μία ώρα και είκοσι πέντε λεπτά, το δεύτερο δυόμισι ώρες – πιθανότατα είναι το μεγαλύτερο επεισόδιο σειράς στην ιστορία της τηλεόρασης.
Σε αυτή την τέταρτη σεζόν τα παιδάκια έχουν μεγαλώσει, όπως και οι ηθοποιοί που τα υποδύονται – κάποιοι έχουν ακόμα και ρυτίδες. Μεγαλύτερη η ηλικία, μεγαλύτερες και οι σκοτούρες. Έχουν τους έρωτές τους, την έγνοια τους για την αποδοχή από τη σχολική κοινότητα, τη σταδιακή απώλεια της παιδικότητας και το bullying.
Σαν να μην έφταναν αυτά, έχουν να αντιμετωπίσουν και τα γλιτσερά πλάσματα από το Upside Down που απειλούν την κοινωνική ειρήνη του Χόκινς και του υπόλοιπου κόσμου. Το ζώο που μας απειλεί σε αυτήν τη σεζόν λέγεται Βέκνα. Πρόκειται για έναν μπαμπούλα αλά Φρέντι Κρούγκερ, o οποίος στέλνει εφιαλτικά οράματα στους νέους του Χόκινς και τους σκοτώνει φρικιαστικά, αφού πρώτα παίξει μαζί τους.
Αν στην τρίτη σεζόν σημείο αναφοράς ήταν το «Τhing» του Τζον Κάρπεντερ, εδώ είναι το «Nightmare on Elm Street». Δεν αξιοποιούν τις δυνατότητες του ευρήματος πλήρως οι Ντάφερ –βάλτε να (ξανα)δείτε την ταινία του Κρέιβεν και κάντε τις συγκρίσεις–, αλλά σίγουρα ανεβάζουν το επίπεδο σκληρότητας του θεάματος. Μαζί με τα παιδιά της σειράς μεγάλωσαν και τα παιδιά που βλέπουν τις περιπέτειές τους, οπότε ανεβαίνει και ο δείκτης καταλληλότητας.
Με τη δράση τοποθετημένη στο 1986 και με τη ριγκανική κυβέρνηση να έχει διογκώσει τον συντηρητισμό στα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας μέσω μιας στοχευμένης καμπάνιας, αυτή η σεζόν, πλην του Βέκνα, θα βρει τον άλλο της κακό σε μια σειρά από clean cut νεολαίους που εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό για να εξολοθρεύσουν έναν χεβιμεταλά νεαρό, φαν του Dungeons and Dragons, τον οποίο θεωρούν υπεύθυνο για τις δολοφονίες.
Από τη δεύτερη σεζόν, που η σειρά άρχισε να εστιάζει περισσότερο στον παράγοντα της νοσταλγίας, η διείσδυση σχετικών τάσεων βοηθά στη δημιουργία μιας πιο πιστής αναπαράστασης του εκάστοτε έτους.
Kαι εδώ εντοπίζεται η διαφορά μεταξύ της ωραιότατης πρώτης σεζόν και των υπολοίπων. Εκεί οι αναφορές ήταν καλοχωνεμένες, ήταν μέρος της δραματουργίας. Από τη δεύτερη σεζόν κι έπειτα γίνονται αυτοσκοπός, η σειρά γίνεται ένας εκλεκτός εκπρόσωπος του λεγόμενου nostalgia porn.
Στην πρώτη του σεζόν το «Stranger Things» ήταν μια παραμυθένια φούσκα που θα μπορούσε να φέρει το σήμα της Amblin και να έχει όντως γυριστεί στα '80s, οι επόμενες είναι σεζόν που γυρίστηκαν σήμερα και μηρυκάζουν την αισθητική των '80s.
Ως προς αυτό το σκέλος, ίσως είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα στην τέταρτη σεζόν σε σχέση με την προηγούμενη. Το «Running up that hill» της Κέιτ Μπους παίζει κομβικό ρόλο, και μάλιστα οι Κάιλ Ντίξον και Mάικλ Στάιν το ενσωματώνουν στο score τους στην καλύτερη σκηνή αυτής της σεζόν – αναφερόμαστε στην τελευταία του τέταρτου επεισοδίου.
Γενικότερα, το synth ηχοτοπίο των Ντίξον και Σταν παραμένει ένα μεγάλου ατού της σειράς, γεννά ατμόσφαιρα εκεί που δεν υπάρχει, δίνει μια ονειρική διάσταση ακόμα και σε τετριμμένες εικόνες και απογειώνει εκείνες που οι δημιουργοί της σειράς θυμούνται πώς λέγεται –Stranger Things– και δοκιμάζουν να μας το δείξουν.
Χρειαζόταν περισσότερες σεκάνς σαν εκείνη που οι ήρωες χρησιμοποιούν το φως για να επικοινωνήσουν με την άλλη διάσταση. Το είδαμε και στην πρώτη σεζόν ως σεναριακό εύρημα, αλλά εδώ το βλέπουμε και ως οπτικό.
Κατά τα άλλα, θα έλεγε κανείς ότι οι Ντάφερ ξεχάστηκαν και νόμισαν ότι η σειρά τους λέγεται «Longer Things». Το έβδομο επεισόδιο ενώνει τις τελείες και εξηγεί ποια είναι τα στοιχήματα. Χρειαζόμασταν έξι επεισόδια, και μάλιστα τέτοιας διάρκειας, για να φτάσουμε ως εκεί; Και πάλι ρητορική η ερώτηση.
Έλα όμως που το Netflix χρειάζεται υλικό. Στο παρελθόν έχει πιέσει ξανά τους Ντάφερ για περισσότερα επεισόδια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπερφλύαρη δεύτερη σεζόν. Η τρίτη βελτιώθηκε αισθητά, χωρίς να προσεγγίζει τη σαφώς πιο στοχευμένη πρώτη – εδώ η απουσία οικονομίας γίνεται και πάλι αισθητή, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με τη δεύτερη.
Το φινάλε της σεζόν θα ολοκληρωθεί σε δύο επεισόδια. To πρώτο θα διαρκεί μία ώρα και είκοσι πέντε λεπτά, το δεύτερο δυόμισι ώρες – πιθανότατα είναι το μεγαλύτερο επεισόδιο σειράς στην ιστορία της τηλεόρασης. Επιφυλασσόμαστε μέχρι να τα δούμε, αλλά σαφέστατα θα μπορούσαν να συμπυκνώσουν τη δράση αυτών των πρώτων επτά επεισοδίων σε λιγότερα, να αφαιρέσουν και κάποιες αχρείαστες υποπλοκές και να σπάσουν τα δύο τελευταία σε περισσότερα.
Είπαμε, όμως, στο Netflix χρειάζονται υλικό και δη αναγνωρίσιμο. Το χρειάζονται περισσότερο από ποτέ, ώστε να κρατήσουν τους συνδρομητές του απασχολημένους. Μοιάζουν τόσο απελπισμένοι, που έσπασαν τη σεζόν σε δύο μέρη, με το πρώτο να κάνει πρεμιέρα στις 27 Μαΐου και το δεύτερο την 1η Ιουλίου.
Αν κάνετε μια απλή πράξη, θα δείτε ότι για να δει κάποιος ολόκληρη την τέταρτη σεζόν του «Stranger Things» θα πρέπει να κρατήσει τη συνδρομή του και για δεύτερο μήνα. Για καλό δικό τους και με δεδομένο τον ισχυρό ανταγωνισμό, που κουβαλά και «υλικό» δεκαετιών, θα ήταν φρονιμότερο να μην παγιωθεί αυτή η τακτική. Αλλιώς οι συνδρομητές θα αρχίσουν να την κάνουν για άλλες πολιτείες και στην επόμενη σεζόν τα πλάσματα που θα έρθουν για να στοιχειώσουν την Eleven και την παρέα της δεν θα είναι ο Ντεμογκόργκον και ο Βέκνα, αλλά ο Μίκι Μάους και ο Μπαγκς Μπάνι.
Από την άλλη, θα θέλαμε να δούμε πολύ μια τέτοια σεζόν. Θα δικαίωνε και τον τίτλο της σειράς.