HER: σπάνια μια απλή λέξη τριών γραμμάτων έχει τόσα πολλά να πει. Ήταν αυτό που έγραψε ο Σαμ Άλτμαν, διευθύνων σύμβουλος της OpenAI, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X την ημέρα που κυκλοφόρησε η ολοκαίνουργια φωνή του chatbot της εταιρείας του. Δεν έδωσε κανένα πλαίσιο, δεν έβαλε κανένα σημείο στίξης, ούτε καν κεφαλαίο H.
Όμως η ανάρτηση θεωρήθηκε από όλους αναφορά στο ομώνυμο, βραβευμένο με Όσκαρ δράμα επιστημονικής φαντασίας του 2013, για έναν άνδρα που ερωτεύεται ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης. Και στην ταινία, η ζεστή, βραχνή, παρηγορητική, ηδυπαθής φωνή του προγράμματος ήταν εκείνη της Σκάρλετ Γιόχανσον.
Αλλά, αν το καλοσκεφτούμε, και το νέο chatbot της OpenAI, το όνομα του οποίου είναι Sky, δεν ακουγόταν πολύ σαν τη Γιόχανσον; Όπως αποδείχθηκε, αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Σε μια πρόσφατη δήλωσή της, η 39χρονη ηθοποιός αποκάλυψε ότι ο Άλτμαν είχε επικοινωνήσει μαζί της τον περασμένο Σεπτέμβριο, προτείνοντάς της να δώσει φωνή στο επερχόμενο σύστημα ChatGPT 4.0. Κι εκείνη αρνήθηκε.
Όπως δηλώνει η ίδια τώρα: «Εννέα μήνες αργότερα, οι φίλοι μου, η οικογένειά μου και το ευρύ κοινό σχολίασαν πόσο πολύ το νεότερο σύστημα με το όνομα Sky ακουγόταν σαν εμένα. Όταν άκουσα το demo που κυκλοφόρησε, σοκαρίστηκα, θύμωσα και μου φάνηκε αδιανόητο ότι ο Άλτμαν είχε αναζητήσει μια φωνή που ακουγόταν τόσο εξωφρενικά πανομοιότυπη με τη δική μου. Σε σημείο που οι πιο στενοί μου φίλοι και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά».
Δικαίως ή όχι, περιστατικά όπως αυτό το μόνο που αποδεικνύουν είναι την αξία της Γιόχανσον ως ερμηνεύτριας και ότι η παρουσία της –είτε είναι φυσική είτε φωνητική– είναι αναντικατάστατη. Ακόμα και ένα chatbot τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να μας πει ότι δεν θα το έπαιρνε με καλό μάτι αν την έκλεβαν.
Η OpenAI απάντησε με μια δική της δήλωση, στην οποία υποστήριξε ότι η φωνή της Sky δεν ήταν «απομίμηση» της φωνής της Γιόχανσον, αλλά είχε ερμηνευτεί από μια άλλη ηθοποιό (η οποία, για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων, δεν μπορούσε να κατονομαστεί). Ωστόσο είναι δύσκολο να μην αντιτάξουμε την ανάρτηση του Άλτμαν στο X, η οποία αποκτά τρομακτική διάσταση σε συνδυασμό με τις προηγούμενες ενέργειές του.
Άκουσε τη φωνή της Γιόχανσον και την ήθελε. Εκείνη είπε όχι, εκείνος την πήρε παρ' όλα αυτά. Αυτό που προφανώς δεν κατάλαβε –και θα το είχε καταλάβει, αν είχε δώσει την παραμικρή σημασία στην καριέρα της– είναι ότι η Σκάρλετ Γιόχανσον δεν είναι μια γυναίκα που λέει «ναι» σε όλα και αποδέχεται άνευ όρων τη μοίρα της.
Παρ' όλη τη θέση της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας υπέρ των ισχυρών και ανεξάρτητων γυναικείων προτύπων, η Γιόχανσον είναι ένα από τα λίγα μέλη της Α-list που πραγματικά υπηρετούν αυτές τις αξίες. Και το κάνει χωρίς να φοβάται το πώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η στάση της από τα στελέχη ή από το διαδίκτυο ή ακόμα περισσότερο από τους μεγιστάνες της τεχνολογίας, η κατανόηση των οποίων για το τι εστί συναίνεση απέχει πολύ από την ιδεατή.
Όταν η ηθοποιός έπαιξε το 2003 στην ταινία «Χαμένοι στη μετάφραση», ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της ήταν μια αύρα παλιού Χόλιγουντ. Ήταν σαν να ανήκε στο είδος των σταρ που θα μπορούσες να τις φανταστείς να ανταλλάσσουν τον καπνό του τσιγάρου τους με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή να καταστρέφουν τη ζωή του Άλαν Λαντ με ένα δολοφονικό βλέμμα πάνω από ένα ποτήρι μαρτίνι. Ωστόσο, αυτή η ήρεμη προκλητικότητα που την έκανε τόσο μαγνητική στην οθόνη αποδείχθηκε ότι υπήρχε και έξω από αυτή. Τα επόμενα 21 χρόνια απέδειξε σε αρκετές περιστάσεις ότι διέθετε την πυγμή της Μπέτι Ντέιβις και περισσότερα κότσια από όλους τους άντρες της ολυμπιακής ομάδας στίβου στο «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές».
Ας θυμηθούμε την αντιδικία της με τη Marvel το 2021, σε μια εποχή που η παντοδύναμη εταιρεία παραγωγής κυριαρχούσε στο είδος των blockbuster. Χρειάστηκαν χρόνια υποστηρικτικών εμφανίσεων στη σειρά ταινιών «Οι Εκδικητές» («The Avengers») για να αποκτήσει επιτέλους ο χαρακτήρας της Black Widow τη δική του ταινία.
Η ομώνυμη ταινία γυρίστηκε πριν από τον Covid, αλλά μετά την πανδημία η Disney, μητρική εταιρεία της Marvel, ανακοίνωσε ότι θα προβαλλόταν ταυτόχρονα στις αίθουσες και στην πλατφόρμα streaming Disney+ – αντί να ξεκινήσει (όπως υποσχόταν στα συμβόλαια) αποκλειστικά με κινηματογραφικές προβολές, από τα κέρδη των οποίων προέρχονται τα μπόνους των αστέρων που συμμετέχουν στις ταινίες.
Πολλοί ηθοποιοί θα δεχόντουσαν την προσβολή, γνωρίζοντας συνειδητά ότι θα είχαν μια σταθερή ροή απασχόλησης και τη διευρυμένη βάση θαυμαστών που μπορεί να προσφέρει ένα franchise. Όμως η Γιόχανσον υπέβαλε μήνυση, λέγοντας ότι η απόφαση αυτή της στέρησε πιθανά κέρδη. Στην αρχή, το στούντιο αντέδρασε.
Η ανακοίνωση της Disney ανέφερε ότι «η μήνυση είναι ιδιαίτερα λυπηρή και οδυνηρή λόγω της ανάλγητης αδιαφορίας της για τις τρομακτικές και παρατεταμένες παγκόσμιες επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19», ενώ έφτασε να αποκαλύψει, επιδεικνύοντας μεγάλη αγένεια, τον μισθό της ηθοποιού, ύψους 20 εκατομμυρίων δολαρίων. (Το υπονοούμενο προφανώς είναι: πόσο περισσότερα μπορεί να χρειάζεται;)
Παρ' όλα αυτά, δύο μήνες αργότερα, η εταιρεία ήρθε σε συμβιβασμό μαζί της. Οι όροι της συμφωνίας δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ, αν και μια αναφορά στο εταιρικό έντυπο «Deadline» ανέφερε ότι η Γιόχανσον έλαβε περισσότερα από 40 εκατομμύρια δολάρια για να αποφευχθεί η αναμέτρηση στα δικαστήρια.
Και μήπως έμεινε εκτός λίστα της Marvel; Όχι βέβαια. Μόλις την περασμένη εβδομάδα την επανέφεραν στο δυναμικό της εταιρείας με το ενδεχόμενο να πρωταγωνιστήσει στο «The Blonde Phantom», μια σειρά βασισμένη σε μια μοιραία γυναίκα που πολεμά το έγκλημα τη δεκαετία του 1940, για το Disney+.
Έτσι, απ’ ό,τι φαίνεται, τα στούντιο αδυνατούν να την «ακυρώσουν» και, όσο κι αν προσπαθεί, δεν φαίνεται να τα καταφέρνει ούτε το διαδίκτυο. Όταν το Χόλιγουντ στράφηκε εναντίον του Γούντι Άλεν το 2017, μετά την ανανεωμένη κατηγορία περί κακοποίησης από την υιοθετημένη κόρη του Ντίλαν Φάροου, η Γιόχανσον ήταν από τους λίγους ηθοποιούς που στάθηκαν στο πλευρό του σκηνοθέτη, με τον οποίο είχε γυρίσει τρεις ταινίες. Δήλωσε μάλιστα στο «Hollywood Reporter»: «Αγαπώ τον Γούντι, τον πιστεύω και θα δούλευα μαζί του ανά πάσα στιγμή», συμπληρώνοντας ότι ο εξοστρακισμός του ήρθε «σε μια εποχή που ο κόσμος είναι πολύ αναστατωμένος, και δικαιολογημένα», εννοώντας το ευρύτερο πλαίσιο του κινήματος #MeToo.
Από την εποχή που η Φάροου έκανε τις πρώτες της καταγγελίες στη δεκαετία του 1990, με φόντο μια πικρή οικογενειακή διαμάχη, ο Άλεν ερευνήθηκε δύο φορές, από την Κλινική Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών του Νοσοκομείου Yale-New Haven και από τη Διοίκηση Παιδικής Πρόνοιας της Νέας Υόρκης. Και στις δυο περιπτώσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν αποδεικνυόταν σεξουαλική κακοποίηση.
Όμως, στο εύθραυστο κλίμα του τέλους της δεκαετίας του 2010, για να υπονοήσει μια δημοφιλής ηθοποιός ότι δεν είναι απαραίτητο να έχει βάση κάθε ισχυρισμός που είχε συνδεθεί με το #MeToo χρειαζόταν μεγάλη ακεραιότητα και θάρρος. Φυσικά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξέσπασαν εναντίον της. Αλλά, όπως δήλωσε αργότερα η Γιόχανσον στο «Vanity Fair»: «Νομίζω ότι είναι επικίνδυνο να περιορίζεις τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεσαι στη δημόσια σφαίρα μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι αυτού του είδους τις αντιδράσεις. Αυτό δεν μου φαίνεται καθόλου προοδευτικό αλλά μάλλον τρομακτικό».
Όμως το Twitter είχε ήδη βάλει στο μάτι τη Γιόχανσον. Η απόφασή της να αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο blockbuster «Ghost in the Shell» του 2017 αντιμετωπίστηκε με κατηγορίες για whitewashing επειδή το animation στο οποίο είχε βασιστεί η ταινία ήταν ιαπωνικό. Ο σκηνοθέτης της πρωτότυπης ταινίας του 1995, Mamoru Oshii, αντέκρουσε την οργή δηλώνοντας: «Το μόνο που μπορώ να φανταστώ για τους ανθρώπους που αντιδρούν είναι το πολιτικό κίνητρο και πιστεύω ότι η καλλιτεχνική έκφραση πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την πολιτική», προσθέτοντας ότι εφόσον ο χαρακτήρας της Γιόχανσον ήταν ένα cyborg, δεν είχε φυλή. Αυτό όμως δεν κατάφερε να καθησυχάσει τους χρήστες του Twitter, από τους οποίους περίπου 104.000 υπέγραψαν μια αίτηση –η οποία τελικά αγνοήθηκε– για αντικατάστασή της στην ταινία.
Ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει τη σφοδρότητα των αντιδράσεων όταν μαθεύτηκε τον επόμενο χρόνο ότι είχε αναλάβει τον ρόλο του τρανς γκάνγκστερ και νταβατζή Dante «Tex» Gill στο αστυνομικό δράμα «Rub & Tug». Η αρχική της απάντηση σε αυτή την κατακραυγή ήταν χαρακτηριστικά δυναμική, αναφέροντας τρεις άλλους ηθοποιούς, τον Τζέφρι Τάμπορ, τον Τζάρεντ Λίτο και τη Φελίσιτι Χάφμαν, οι οποίοι είχαν υποδυθεί τρανς χαρακτήρες με ευρεία αποδοχή. Αλλά αργότερα, αφού χαρακτήρισε την αρχική της αντίδραση ως «λανθασμένη», εγκατέλειψε το πρότζεκτ και πήγε να γυρίσει το «Jojo Rabbit», για το οποίο ήταν υποψήφια για Όσκαρ.
Τι απέγινε το «Rub & Tug» χωρίς αυτήν; Αμέσως κατέρρευσε – και ενώ το 2020 διαδόθηκε ότι η ταινία ετοιμάζεται εκ νέου ως τηλεοπτική σειρά, με τρανς άτομο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, έκτοτε δεν υπήρξαν άλλα νέα. Δικαίως ή όχι, περιστατικά όπως αυτό το μόνο που αποδεικνύουν είναι την αξία της Γιόχανσον ως ερμηνεύτριας και ότι η παρουσία της –είτε είναι φυσική είτε φωνητική– είναι αναντικατάστατη. Ακόμα και ένα chatbot τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να μας πει ότι δεν θα το έπαιρνε με καλό μάτι αν την έκλεβαν. Αν και από εδώ και στο εξής θα πρέπει να μας το λέει με λιγότερο αναγνωρίσιμη φωνή.
Με πληροφορίες από The Telegraph