Το original «Hellraiser» ήρθε και μας βρήκε στο δεύτερο μισό των '80s, μια δεκαετία το μότο της οποίας συνοψίζεται στη φράση που ξεστομίζει ο Γκόρντον Γκέκο στην ταινία «Wall Street» του Όλιβερ Στόουν: «greed is good». Για τον Γκέκο και για το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που εκπροσωπεί η απληστία είναι ο κινητήριος μοχλός της εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Στην ταινία του Κλάιβ Μπάρκερ ο κεντρικός ήρωας, ο Φρανκ, έχοντας εξαντλήσει κάθε πιθανή και απίθανη απόλαυση, αγοράζει ένα κουτί από έναν γέρο έμπορο στο Μαρόκο και ουχί στο Αλγέρι, το οποίο θρυλείται ότι ανοίγει την πύλη σε μια άλλη διάσταση όπου σε περιμένουν απολαύσεις που υπερβαίνουν τις επίγειες.
Όπως διαπιστώνουμε στη συνέχεια, το κουτί αυτό καλεί τους Κενοβίτες, απόκοσμες υπάρξεις που δίνουν σε όποιον τους κάλεσε αυτό που ζήτησε, επιβεβαιώνοντας με τον πιο φρικιαστικό τρόπο τη λαϊκή θυμοσοφία «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να το αποκτήσεις.»
Πίσω από τη σεξουαλική φόρτιση, την εμφανή σαδομαζοχιστική θεματική, τη διαστροφή και ένα gore θέαμα κινούμενο μεταξύ της καρτουνίστικης γλαφυρότητας του «Evil Dead» και μιας κρονενμπεργκικού τύπου ανατομικής λεπτομέρειας κρύβεται μια ηθική ιστορία. Το «Hellraiser» έχει έναν προειδοποιητικό χαρακτήρα που έπιασε τον παλμό της εποχής του, απευθυνόμενο σε ανθρώπους απορροφημένους από τη δραστηριότητα της (υπερ)κατανάλωσης, ταμένους στο κυνήγι του «περισσότερου».
Η επιτυχία του γέννησε μια δεύτερη ταινία που εξερευνούσε λίγο περισσότερο τη μυθολογία των Κενοβιτών και, τελικά, ένα franchise με κεντρικό πρόσωπο τον Pinhead, ο οποίος από ανήθικη φιγούρα, που απλώς εκπληρώνει μακάβρια τις ευχές όσων έχουν την ατυχία να τον καλέσουν, μετατράπηκε σε έναν σαδιστή κακό ταινιών τρόμου. Και η σειρά με τη… σειρά της μεταλλάχθηκε σε slasher, με κάποιες διαφοροποιήσεις από ταινία σε ταινία.
Φθίνουσα η ποιότητα των σίκουελ, αν σώνει και καλά θέλετε να παρακολουθήσετε κάποιo, σας παραπέμπουμε στο «Hellraiser: Infernο» απλώς και μόνο γιατί εκεί μπορείτε να δείτε κάποια ψήγματα του δημιουργού είδους στον οποίο θα εξελισσόταν ο Σκοτ Ντέρικσον τα επόμενα χρόνια.
Ως επιλεκτικά ανθρωπιστής σκηνοθέτης, όπως αποδεικνύει και το παρελθόν του, θα προσεγγίσει με παραπανίσια συμπάθεια τον βασικό χαρακτήρα του, δίνοντας στην πικρή κατάληξή του μια συμπονετική χροιά.
Σε καιρούς που στούντιο και πλατφόρμες δεν αφήνουν διαθέσιμο brand name στην ησυχία του, ένα reboot του «Hellraiser» ήταν αναπόφευκτο. Αυτό ήρθε με την υπογραφή του Ντέιβιντ Μπρούκνερ, στις περγαμηνές του οποίου βρίσκεις το «Ritual», ένα ημιεπιτυχημένο monster movie γύρω από τον αρσενικό ανταγωνισμό, και το «Νight House», μια πολύ ενδιαφέρουσα φαντασματική ιστορία με μια τρομερά προσηλωμένη Ρεμπέκα Χολ, που δεν κάνει να γράψουμε τι αφορά, επειδή είναι spoiler.
Tο ανανεωμένο «Hellraiser» είναι ποιοτικά ανώτερο από οποιοδήποτε σίκουελ, είναι ατμοσφαιρικό, ίσως όχι απαραίτητα τρομακτικό, συνιστά όμως και μια χαμένη ευκαιρία. Και εξηγούμαστε.
Στην εισαγωγή του, που περιλαμβάνει το πιο SFW (safe for work) sex πάρτι που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά, συστήνεται ο πρώτος χαρακτήρας, ένας εκκεντρικός πολυεκατομμυριούχος, η φιλοσοφία του οποίου έχει σμιλευτεί πάνω στα πιστεύω του Γκόρντον Γκέκο.
Πολύ σωστά ο Μπρούκνερ μας δίνει μόνο μια ιδέα της τύχης των θυμάτων των Κενοβιτών σε αυτήν τη σεκάνς, ώστε το gore της ταινίας να αυξάνεται διαρκώς και μαζί και ο αντίκτυπός του. Αν ξεκινούσε από νωρίς με τη μηχανή στο 100, από ένα σημείο κι έπειτα η αναισθητοποίηση του εκπαιδευμένου θεατή θα ήταν δεδομένη – να ένα από τα πολλά λάθη που έκανε ο Φέντε Άλβαρες στο αντίστοιχο, σοβαροφανές και βλοσυρό reboot του «Εvil Dead».
Μετά την εισαγωγή, η αφήγηση εστιάζει στον πραγματικό πρωταγωνιστή, μια νεαρή εξαρτημένη από ουσίες, που φαντάζει βγαλμένη από επεισόδιο του «Euphoria». Στο σύνηθες για το franchise μοτίβο του συσχετισμού σεξ και πόνου η ηρωίδα εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον πόνο.
Εκείνη η «άλλη» ταινία που ξεχωρίζει την καλή ταινία είδους από τη σπουδαία και καραδοκεί πάντα πίσω από αυτό που βλέπεις, όπως οι απόκοσμες υπάρξεις που συνηθίζουν να σουλατσάρουν στο είδος, βρίσκεται ακριβώς στην αντιπαραβολή των δύο χαρακτήρων και των δυο γενιών που εκπροσωπούν. Από τη μια υπάρχει ο ηδονιστής, άπληστος εκατομμυριούχος που κυνηγά διαρκώς περισσότερες και πιο έντονες απολαύσεις. Και από την άλλη η τραυματισμένη –από μια οικονομική κρίση; Από την εγκατάλειψη; Από τη μοναξιά που κρύβει η παραίσθηση της σοσιαλμιντιακής συντροφιάς;– ά(ν)εργη νεαρή που έχει απορροφηθεί πλήρως από το προσωπικό της δράμα, αδυνατώντας να συναισθανθεί εκείνο των άλλων παρά μόνο όταν συμπίπτει με το δικό της. Που αγκαλιάζει τον πόνο της με τρόπο που κρύβει μια λανθάνουσα ηδονή – άρα ζητά περισσότερο πόνο.
Ο Μπρούκνερ δεν θα «παντρέψει» ποτέ επί της ουσίας τους δύο χαρακτήρες και όσα εκπροσωπούν, ούτε δραματουργικά ούτε νοηματικά. Ως επιλεκτικά ανθρωπιστής σκηνοθέτης, όπως αποδεικνύει και το παρελθόν του, θα προσεγγίσει με παραπανίσια συμπάθεια τον βασικό χαρακτήρα του, δίνοντας στην πικρή κατάληξή του μια συμπονετική χροιά. Έστω κι αν ο εν λόγω σεναριακός ελιγμός ίσως να είναι η μοναδική σκηνή στην οποία το φιλμ μοιάζει να έχει στην ατζέντα του και κάτι πέρα από το προφανές και να αγγίζει τον υπαρξισμό, δεν βρίσκει έρεισμα στην ταινία που προηγήθηκε και απλώς εντείνει αυτή την εντύπωση της χαμένης ευκαιρίας.
Κατά τα λοιπά, μια χαρά η νέα εκδοχή του Pinhead, αν φωτιζόταν λίγο πιο υποβλητικά, όπως και οι υπόλοιποι Κενοβίτες, και δεν έσπαγε η αίσθηση της άλλης διάστασης και της απόκοσμης αύρας του με την τοποθέτησή του σε ένα (καλλιγραφημένο) ρεαλιστικό περιβάλλον, θα ήταν ακόμα καλύτερη.
Βέβαια, σε μια κινηματογραφική εποχή που, όπως προκύπτει και από το υπερηρωικό σινεμά, αρκεί η εμφάνιση ενός γνώριμου χαρακτήρα και ο εξωφιλμικός μύθος που κουβαλά για να φύγει ο πελάτης ευχαριστημένος, μάλλον πέφτουμε στην παγίδα να ζητάμε κι εμείς περισσότερα, έχουμε προσκολληθεί σε ένα παρελθόν που, πέρα από το όνομα και τον σχεδιασμό του χαρακτήρα, είχε σημασία και το πώς συστηνόταν, σεναριακά και σκηνοθετικά, καθώς και το τι σήμαινε.
Και μπορεί γι' αυτή μας την απληστία οι Κενοβίτες της κινηματογραφικής παραγωγής να μας τιμωρήσουν με νέες συνέχειες, οι οποίες θα κάνουν αυτό το κατά τα άλλα ευπρεπές reboot να μοιάζει με ορόσημο κινηματογραφικό τρόμου.