«Δεν έχω τι να δω στο Netflix». Έχει καταντήσει μόνιμη επωδός των συνδρομητών της πλατφόρμας. Και έχει μια δόση αλήθειας. Η άλλη αλήθεια λέει ότι υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα για να δεις στο Netflix, απλώς τα κρύβει επιμελώς ο αλγόριθμος και, κυρίως, η απουσία curating. Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα που μια streaming πλατφόρμα τέτοιου βεληνεκούς, η οποία ξοδεύει ανυπολόγιστα ποσά σε παραγωγές αμφιβόλου ποιότητας, δεν επενδύει χρήματα για να ενισχύσει το ανθρώπινο δυναμικό της και να προσλάβει curators. Η δουλειά αυτών των ανθρώπων είναι να κάνουν τις κατάλληλες επιλογές από τις εταιρείες από τις οποίες αγοράζει ταινίες η πλατφόρμα, να τις ομαδοποιούν σωστά, με γνώμονα τις κινηματογραφικές γνώσεις τους, και να δημιουργούν συλλογές κατατοπιστικές και ομοιογενείς, αντί γι’ αυτό το χάος που συναντάς όποτε σκρολάρεις. Πραγματικά, ψάχνεις κάτι να δεις και συναντάς απίθανες κατηγορίες, βρίσκεις σ’ αυτές τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες και συνήθως το 1/3 (τουλάχιστον) δεν ταιριάζει καν σε αυτό που περιγράφει η «συλλογή».
Μεγάλη συζήτηση αυτή, σε τελική ανάλυση δεν είναι δουλειά μας να πούμε στους ανθρώπους του Netflix πώς θα κάνουν τη δική τους. Είναι, όμως, δουλειά μας να σκαλίσουμε τον κατάλογό του, να ανακαλύψουμε κρυμμένους θησαυρούς, να σας βοηθήσουμε να απαντήσετε αυτό το πάγιο ερώτημά σας που αναφέραμε στην αρχή και, βέβαια, να γράψουμε και μερικές (ελπίζουμε ενδιαφέρουσες) αράδες γι’ αυτούς.
Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα που μια streaming πλατφόρμα τέτοιου βεληνεκούς, η οποία ξοδεύει ανυπολόγιστα ποσά σε παραγωγές αμφιβόλου ποιότητας, δεν επενδύει χρήματα για να ενισχύσει το ανθρώπινο δυναμικό της και να προσλάβει curators.
Ιδού, λοιπόν, οκτώ κρυμμένα σινεφίλ διαμάντια που μπορείτε να παρακολουθήσετε στο Netflix αυτή την περίοδο.
Pepe le Moko (1937)
Mέσα σε μια τριετία, από το 1937 ως το 1939, ο Ζαν Γκαμπέν γύρισε τέτοιες ταινίες που ακόμα κι αν σταματούσε για πάντα την καριέρα του με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα αρκούσαν για να θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους μέγιστους, άλλο που μια τέτοια εξέλιξη θα μας στερούσε σωρεία εκλεκτών τίτλων, με αιχμή του δόρατος τη στιβαρή πρωταγωνιστική του παρουσία. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: η «Μεγάλη Χίμαιρα», το «Λιμάνι των Απόκληρων», το καταπληκτικό «Ξημερώνει», που υπάρχει επίσης στην πλατφόρμα, και το «Ανθρώπινο Κτήνος» γυρίστηκαν μέσα σε αυτό το διάστημα. Και βέβαια, πριν από όλα αυτά, ο Γκαμπέν έκανε το «Pepe le Moko», μια ταινία κομβική για το χτίσιμο του μύθου του. Σκηνοθετημένο από τον Ζιλιάν Ντιβιβιέ, που εσχάτως η κριτική επανεκτιμά, αυτό το υπόδειγμα κινηματογραφικού φαταλισμού έστρεψε τον κινηματογραφικό φακό στο περιθώριο και βρήκε την τέλεια ενσάρκωσή του στο πολυκαιρισμένο ακόμα και σε νεαρή ηλικία (και γι’ αυτό τόσο γοητευτικό) πρόσωπο του Γκαμπέν. Παραλίγο να χάσουμε για πάντα την ταινία, καθώς το αμερικανικό στούντιο που πήρε τα δικαιώματα του ριμέικ –το αποτυχημένο «Algiers» με τη Χέντι Λαμάρ– σκόπευε να καταστρέψει όλες τις κόπιες, μια όχι ασυνήθιστη πρακτική της εποχής. Ευτυχώς που διασώθηκε, επειδή, πέραν όλων των άλλων, μόνο μέσα στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά της θα δεις πράγματα που στη συνέχεια πιστώθηκαν ως μοντερνισμοί στη νουβέλ βαγκ.
An inspector calls (1954)
Θα αναρωτιέστε γιατί βλέπετε τόσες άγνωστες βρετανικές και, γενικότερα, ευρωπαϊκές ταινίες αμφιβόλου ποιότητας στον κατάλογο του Netflix. Ο λόγος είναι ότι ένα ποσοστό του περιεχομένου των streaming πλατφορμών και του προγράμματος της συνδρομητικής τηλεόρασης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να είναι ευρωπαϊκής προέλευσης. Μέσα σε στατικές, μη προσβλητικές, μα παντελώς αμελητέες δόσεις βρετανικής μυθοπλασίας που βρίσκονται στον κατάλογο υπάρχουν και διαμάντια σαν αυτό εδώ, τα οποία χάνονται λόγω της απουσίας curating, για την οποία κάναμε λόγο και στην εισαγωγή. Mε πρωταγωνιστή τον Άλαστερ Σιμ, έναν ηθοποιό που ακόμα και το όνομά του ξεχειλίζει από βρετανικότητα, το φιλμ «Ο επιθεωρητής έρχεται» έρχεται με ταξική ευσυνειδησία να αναδείξει τη σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των πράξεων των εύρωστων χαρακτήρων και των αποτελεσμάτων τους, με απώτερο στόχο να τους διδάξει την έννοια της λογοδοσίας. Έχουμε δει το έργο να μεταφέρεται αρκετές φορές και στις εγχώριες θεατρικές σκηνές, συμπαθέστατη και μια πρόσφατη τηλεοπτική μεταφορά του BBC με τον Ντέιβιντ Θιούλις.
High plains drifter (1973)
Έχοντας γυρίσει ήδη το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, τον προάγγελο του «Fatal Attraction» με τον τίτλο «Play Misty for me», ο Ίστγουντ επέλεξε για τη «δύσκολη» δεύτερη ταινία του να καταπιαστεί με το είδος που τον ανέδειξε. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το «High plains drifter», ένα γουέστερν που όμοιό του δεν έχεις ξαναδεί. Μυστηριώδης ξένος έρχεται σε μια πόλη που έχει απολέσει το δικαίωμα στη συγχώρεση, επειδή οι κάτοικοί της ουδέποτε μετανόησαν, και φέρνει μαζί του πυρωμένη τιμωρία. Με την έλευση του Ξένου οι ισορροπίες στην κοινότητα διαταράσσονται, οι έσχατοι έσονται πρώτοι και ουδείς θεσμός μένει στο απυρόβλητο. Άνθρωποι της Δύσης, λέει, καταχραστήκατε τη Γη της Επαγγελίας και ήρθε η ώρα να πληρώσετε τον λογαριασμό. Με απόκοσμο ηχητικό σχεδιασμό, φωτογραφία που φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό και την ταυτότητα (αλλά και τη φύση) του τιμωρού να μένει απροσδιόριστη, το «High plains drifter» μπορεί να έχει τη φόρμα και τα δομικά στοιχεία του κατεξοχήν αμερικανικού κινηματογραφικού είδους, αλλά μάλλον θυμίζει περισσότερο ταινία μεταφυσικού τρόμου.
The Pledge (2001)
Μπορεί ο σκηνοθέτης Σον Πεν να έχει γίνει ανέκδοτο για την κριτική σήμερα, κάποτε όμως ήταν εκείνος ο εναλλακτικός δημιουργός που έστηνε το φιλμικό ανάλογο μιας μπαλάντας του Σπρίνγκστιν, που χαρτογραφούσε την αμερικανική ενδοχώρα και τους ανθρώπους της και, βέβαια, ήταν και ο σκηνοθέτης της «Υπόσχεσης». Το πάρτι συνταξιοδότησης ενός ντετέκτιβ διακόπτεται από την ειδοποίηση για τη δολοφονία ενός μικρού κοριτσιού. Ο ντετέκτιβ σπεύδει στον τόπο του εγκλήματος και η μητέρα του παιδιού τον βάζει να της ορκιστεί ότι θα εντοπίσει τον υπεύθυνο. Και κάπως έτσι ξεκινά ένα υπνωτιστικό αστυνομικό θρίλερ που σταδιακά εξελίσσεται σε τραγωδία, με τον ήρωα να διαπράττει ύβρη και να τιμωρείται – όχι όμως ύβρη απέναντι στον Θεό, στον οποίο τον έβαλε να ορκιστεί η μάνα στην αρχή, αλλά απέναντι στους ανθρώπους του. Φανταστικό καστ, μια σπαραχτική, ολιγόλεπτη εμφάνιση από τον Μίκι Ρουρκ, η καλύτερη ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα και ένα στοιχειωτικό φινάλε που θα κουβαλάτε μέσα σας για καιρό συνθέτουν μια πραγματικά αξιόλογη, αλλά πέρα για πέρα μαυρόψυχη φιλμική εμπειρία.
Swimming Pool (2003)
Αφήνοντας, ευτυχώς, κατά μέρος το προβοκάρισμα με το οποίο μας συστήθηκε, ο Φρανσουά Οζόν συνεργάζεται για δεύτερη φορά με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, επιχειρεί μια αναδρομή σε ηλιοκαμένα, βραδύκαυστα γαλλόφωνα θρίλερ άλλων εποχών και εντάσσει οργανικά στην ιστορία την αγαπημένη του θεματική της φαντασίωσης, την επιθυμία για απόδραση και την επιθυμία γενικότερα. Όσο περνά η ώρα το φιλμ γίνεται απολαυστικά πιο διεστραμμένο, η Λουντιβίν Σανιέ αναδεικνύεται σε μία από τις πιο ερωτικές παρουσίες που πέρασαν από τη μεγάλη οθόνη μέσα στη δεκαετία, ενώ ο τρόπος που η Ράμπλινγκ εκδηλώνει την καταπιεσμένη επιθυμία μέσα από το προσωπείο της αποστροφής, χωρίς να καταφεύγει σε υπερ-εκδηλωτικές γκριμάτσες και ανακυκλούμενα τικ –η συνήθης ερμηνευτική οδός που ακολουθούν συνάδελφοί της–, είναι από μόνος του ένας ξεχωριστός λόγος για να (ξανα)δεις μία από τις καλές στιγμές του Γάλλου σκηνοθέτη. Να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν πρόκειται για ριμέικ της ομώνυμης ταινίας του Ζακ Ντερέ με Ντελόν, Σνάιντερ, Ρονέ και Μπίρκιν, διαθέτει όμως έναν συναφή, υπόκωφο ερωτισμό.
Reprise (2006)
Λίγες ταινίες συζητήθηκαν το τελευταίο διάστημα όσο το «Worst person in the world», το οποίο δίχασε, αλλά, σε κάθε περίπτωση, επιχείρησε να αποτυπώσει τον σύγχρονο ανθρωπότυπο, ένα ον ενεργητικό, που δεν ολοκληρώνει τίποτα, πρόσκαιρα γενναιόδωρο, μα στο βάθος εγωιστικό και αυτοαπορροφούμενο, αμετανόητα sex positive, μα συναισθηματικά ανικανοποίητο και φορτισμένο με τέτοια διάσπαση προσοχής και τόσο κυριευμένο από το FoMO του, που μοιάζει να αδυνατεί να απολαύσει τη στιγμή (σ)την οποία (υποτίθεται) πως ζει. Μια αντίστοιχη, καλύτερη και λιγότερο επικριτική ταινία ήταν το «Les Olympiades» του Οντιάρ –άλλη ιστορία αυτή–, το θέμα είναι πως ο Γιοακίμ Τρίερ είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν να αφουγκράζεται τις ανησυχίες και να επιχειρεί να αναδείξει την ιδιοσυστασία του νέου της εποχής. Το «Reprise», πρώτο μέρος της άτυπης τριλογίας του Όσλο, όπως ονομάστηκε, έχει τη φλασάτη αισθητική, τον κομπασμό και, κυρίως, την υπερπληροφόρηση, δηλαδή τρία βασικά χαρακτηριστικά της γενιάς στην οποία αναφέρεται. Για τους φαν του «Worst person in the world» είναι αυτό που λέμε στο χωριό μου essential viewing.
Our souls at night (2017)
Aπό το 1979 και το «Electric Horseman» είχαν να συναντηθούν στην οθόνη οι Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Τζέιν Φόντα, που υπήρξαν κάποτε χαρακτηριστικό κινηματογραφικό ζευγάρι, αριθμώντας άλλες δύο κοινές συμμετοχές, στο «Chase» του Άρθουρ Πεν και, βέβαια, στο «Barefoot in the park». Η επανένωσή τους προσθέτει ένα ειδικό βάρος στη γλυκιά, μικρή ταινία του Ρίτες Μπάτρα, υπεύθυνου για μια σειρά από ταινίες ανάλογης τρυφερότητας. Στην ταινία δυο άνθρωποι, ένας χήρος και μια χήρα, γείτονες για χρόνια, μα ποτέ με κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους, γνωρίζονται καλύτερα κι αποφασίζουν να ζητήσουν ο ένας από τον άλλο αυτό που κατά βάθος ζητούν οι ψυχές όλων μας μέσα στη νύχτα: ένα αντίδοτο στη μοναξιά. Κάτι που μπορεί να δώσει κι αυτή η ταινία, αν σας βρει μέσα στη νύχτα και σας πετύχει στην ανάλογη διάθεση.
I lost my body (2019)
Το σώμα έχει τη δική του μνήμη. Η κατάρτισή της (και η κατάκτησή της) είναι ένα έργο εν εξελίξει. Κάθε λάθος κίνηση καταγράφεται, αφομοιώνεται και το βοηθά να αποφύγει τις κακοτοπιές. Συνήθως αυτή η πορεία είναι επώδυνη, μπορεί κάπου κάπου να οδηγεί και σε ακρωτηριασμό, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά, όπως σ’ αυτήν εδώ τη μαγνητική δημιουργία που σημείωσε διακριτική, πλην διόλου ευκαταφρόνητη φεστιβαλική πορεία τη χρονιά που κυκλοφόρησε, προτού καταλήξει στην πλατφόρμα του Netflix και σταδιακά εξαφανιστεί στις αθέατες γωνιές του άνισου καταλόγου του. Χρειαζόταν περισσότερη αφαιρετικότητα στο δράμα, ίσως και μια πιο στοχευμένη κορύφωση, και πάλι, όμως, πρόκειται για μια (πάρα πολύ) ενδιαφέρουσα animated κατάθεση στο ποιητικό σινεμά, με ατού ένα ατμοσφαιρικό score από τον Νταν Λέβι που αναπόφευκτα θα στοιχειώσει την playlist στο Spotify σας μετά την προβολή.