Το χιτσκοκικό «Shadow of a doubt» ξεκινά με σκηνές αστικής ευδαιμονίας και ένα εμβόλιμο απόσπασμα από σκηνή όπου χορεύουν βαλς, το οποίο επανέρχεται στη συνέχεια και έχει άλλη λειτουργία, αλλά προς το παρόν συμβολίζει απλώς την επανάληψη. Η μουσική του Ντιμίτρι Τιόμκιν ηχεί χαρμόσυνα και ευφορικά, μέχρι που μεταφερόμαστε κάπου μακριά και βλέπουμε τον Τζόζεφ Κότεν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Τότε το score γίνεται δυσοίωνο, αν όχι απειλητικό.
Από αυτό και μόνο αντιλαμβανόμαστε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο χαρακτήρας είναι κακός – και το καταλαβαίνουμε επειδή ο Χίτσκοκ θέλει να το καταλάβουμε, αλλιώς δεν θα έκανε ταινίες αγωνίας αλλά ταινίες μυστηρίου. Κι όμως, όταν δυο άντρες τον κυνηγούν, ενδόμυχα θέλουμε να ξεφύγει. Γιατί αν τον πιάσουν, τότε το Καλό θα θριαμβεύσει άμεσα και θα τελειώσει η ταινία και δεν θα συμβούν τα φοβερά και τρομερά πράγματα που χρειαζόμαστε για να ψυχαγωγηθούμε.
Το «Shadow of a Doubt», αν και ουδεμία σχέση έχει με μαγικό ρεαλισμό, ίσως να έχει κάτι ονειρικό. Η Τσάρλι μοιάζει να επικοινωνεί με τον θείο Τσάρλι τηλεπαθητικά, οι πιο παρατηρητικοί θα προσέξουν και τους παραλληλισμούς ‒ υπάρχουν φορές μέσα στην ταινία που οι δυο χαρακτήρες κάνουν το ίδιο πράγμα, έστω και με διαφορά χρόνου.
Αντίστοιχα με εμάς, και η Τσάρλι, μια νεαρή γυναίκα που ζει στην επαρχιακή πόλη της εισαγωγής και έχει μπουχτίσει με τη ρουτίνα της, θέλει απεγνωσμένα να συμβεί κάτι συνταρακτικό. Για να αλλάξουν τα πράγματα, εύχεται να επέστρεφε στο σπίτι ο αγαπημένος της θείος Τσάρλι ‒ και έτσι συμβαίνει. Μόνο που ο θείος Τσάρλι είναι ο άντρας που είδαμε να καταδιώκεται. Και όταν έρχεται στην πόλη και κατεβαίνει από το τρένο μόνος, έχουμε κάθε λόγο για να υποψιαζόμαστε ότι σύντομα θα ταράξει τα νερά – ή τουλάχιστον τον κόσμο της Τσάρλι.
Από τον Τζόζεφ Κότεν, που τον υποδύεται, ο Χίτσκοκ χρειάζεται πρωτίστως την ψηλόλιγνη φιγούρα του, ώστε να μας δείξει με κινηματογραφικό τρόπο την απειλή, να καταστήσει σαφές ότι κάτι κακό ήρθε στην πόλη. Δεν είναι τυχαίο ότι το υπόλοιπο καστ είναι κατά πολύ κοντύτερο από τον τακτικό συνεργάτη και φίλο του, Όρσον Γουέλς.
Μια θρυλική ατάκα του τελευταίου ήταν ότι προσέλαβε τον Κότεν στον θίασό του επειδή είχε το ταλέντο να μη σκοντάφτει στα έπιπλα πάνω στη σκηνή. Ήταν ένας από εκείνους τους διασκεδαστικούς –αν δεν βρισκόσουν στο στόχαστρό τους– αφορισμούς του Γουέλς, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Κότεν είχε στόφα σταρ. Γι ’αυτό τον έβαζε να παίξει στα έργα του, άλλωστε, και δικαιώθηκε τελικά, άλλο αν αυτό συνέβη όταν ο Κότεν τα βρήκε με τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ.
Τον αδικούσε όμως λίγο, είχε παραπάνω υποκριτικό απόθεμα στα μπαγκάζια του ο Κότεν από εκείνο που φανταζόταν και το εμφάνισε πρωτίστως στον σύνθετο ρόλο του θείου Τσάρλι, ο οποίος από την ευγένεια και την (φαινομενική) έγνοια περνά εντός δευτερολέπτων στην αγένεια και στη μισανθρωπία και, δευτερευόντως, στον κόντρα ρόλο ενός μποέμ καλλιτέχνη στο «Portrait of Jennie» του Ντίτερλε, ένα υπόδειγμα μαγικού ρεαλισμού που αξίζει να αναζητήσετε. Και το «Shadow of a Doubt», αν και ουδεμία σχέση έχει με μαγικό ρεαλισμό, ίσως να έχει κάτι ονειρικό. Η Τσάρλι μοιάζει να επικοινωνεί με τον θείο Τσάρλι τηλεπαθητικά, οι πιο παρατηρητικοί θα προσέξουν και τους παραλληλισμούς ‒ υπάρχουν φορές μέσα στην ταινία που οι δυο χαρακτήρες κάνουν το ίδιο πράγμα, έστω και με διαφορά χρόνου.
Ταυτόχρονα, σε μια σειρά από ιντερλούδια, ο πατέρας της Τσάρλι και ο γείτονας συζητούν μέσα στην ταινία για τον τρόπο που θα έκαναν τον τέλειο φόνο. Μιλούν γι’ αυτό το ζήτημα με πλήρως αποστασιοποιημένο τρόπο, λες και η πιθανότητα να τους σκοτώσει κανείς ή να σκοτώσουν εκείνοι κάποιον υπάγεται εξ ολοκλήρου στη σφαίρα της φαντασίας.
Παρατηρούμε εδώ ένα παιχνίδι με το κοινό, καθώς και θεματικές που ο Χίτσκοκ θα εξερευνούσε μεταγενέστερα (και πληρέστερα) σε ταινίες όπως η «Θηλιά» και, βέβαια, στο απόλυτο αριστούργημά του, τον «Σιωπηλό Μάρτυρα». Στο «Χέρι που σκοτώνει» αυτές οι συζητήσεις έρχονται κυρίως για να υπογραμμίσουν κι άλλο τη φούσκα στην οποία ζουν οι άνθρωποι της πόλης, την αποκοπή τους από τους κινδύνους της πραγματικότητας.
Το Κακό, όμως, δεν είναι φανταστικό, είναι υπαρκτό και δεν είναι απαραίτητα εξωτερικό, έχει φωλιάσει σε ένα μέλος της ίδιας της οικογένειας, όπως μας λένε ο Χίτσκοκ και ο θεατρικός συγγραφέας Θόρντον Γουάιλντερ, που έγραψε το σενάριο. Η Τσάρλι γνωρίζει ότι κάτι δεν πάει καλά με τον θείο Τσάρλι, αλλά άπειρη και γοητευμένη όπως είναι από αυτόν ‒ναι, ΚΑΙ με τον τρόπο που φαντάζεστε, κάτι που καθιστά την ταινία τολμηρότατη και για τα σημερινά δεδομένα‒ δεν μπορεί να πιστέψει ότι θα μπορούσε ποτέ να βλάψει την ίδια, έχουν το ίδιο αίμα άλλωστε.
Φυσικά, η συνενοχή της Τσάρλι έχει ένα ταβάνι, εκτείνεται μέχρι εκεί που φτάνουν η αφέλεια και η αθωότητά της, χαρακτηριστικά που θα χάσει όταν μάθει το μυστικό του θείου Τσάρλι και διαπιστώσει έμπρακτα τις αληθινές, δυνητικά θανατηφόρες συνέπειες του Κακού.
Αυτή η διαπίστωση, αυτό το βίαιο ξύπνημα στην πραγματικότητα συμπίπτει με την ερωτική της αφύπνιση – κρίμα που για να το ξεκαθαρίσουν ο Χίτσκοκ και ο Γουάιλντερ χρειάστηκε να εφεύρουν μια ελαφρώς αχρείαστη ρομαντική υποπλοκή με έναν ντετέκτιβ που υποψιάζεται τον θείο Τσάρλι, αν και ίσως να το έκαναν για να απαλύνουν τα αιμομικτικά υπονοούμενα.
Στο φινάλε η πόλη επιλέγει να συνεχίσει να ζει στην παιδική χαρά της φούσκας της επειδή έτσι βολεύει, μα η Τσάρλι γνωρίζει πια την αλήθεια, έχει περάσει στον κόσμο των ενηλίκων. Κι αν, όπως είπαμε, στις φλέβες της κυλά το ίδιο αίμα με του θείου Τσάρλι, αυτό δεν σημαίνει ότι το μήλο θα πέσει κάτω από τη μηλιά. Όχι, όχι, ούτε τη θεωρία περί βιολογικού Κακού υιοθετούν ο Χίτσκοκ και ο Γουάιλντερ ούτε, φυσικά, τη χριστιανική μετακύλιση της αμαρτίας από γενιά σε γενιά. Περισσότερο σε μια φροϊδικού τύπου ενδογενή συνύπαρξη Καλού και Κακού φαίνεται να θέλουν να παραπέμψουν, δηλαδή σε ικανότητα (και ουχί σε βεβαιότητα) για το Κακό.
Ακόμα και ο θείος Τσάρλι δεν είναι ο Σατανάς επί γης, είναι ένας άνθρωπος θυμωμένος (ίσως και απογοητευμένος) με τον κόσμο. Μέσα από τον διαστρεβλωμένο ηθικό του κώδικα θεωρεί ότι κάνει το σωστό για να τον διορθώσει, ότι τιμωρεί όσους, μες στο διαταραγμένο του μυαλό, ευθύνονται για την κατάντια του. Το επιμύθιο του έργου, στα μάτια μας τουλάχιστον, είναι σαφές: αν δεν είμαστε σε επιφυλακή, αν δεν υπάρξει αναγνώριση, επισήμανση και κατανόηση των σκοτεινότερων στοιχείων γύρω μας και αν συνεχιστεί η εθελοτυφλία, θα προκύπτουν διαρκώς περισσότεροι «θείοι Τσάρλι». Και ίσως μια μέρα γίνουμε κι εμείς τέτοιοι, δίχως να το καταλάβουμε.
Η ταινία «Το χέρι που σκοτώνει» προβάλλεται στα θερινά σινεμά από την Πέμπτη 31 Αυγούστου.